Είχα πάρει και διάβαζα στη σκιά του κήπου οπού η μάνα μας είχε φυτέψει μια μυρτιά. Έτριβα το χέρι μου στα κλαδιά και το μύριζα ασυναίσθητα.
Κάποια στιγμή μου ξέφυγε το κλαδί από το χέρι και με σημάδεψε κατευθείαν στο μάτι. Άρχισα να κλαίω γοερά κι η μάνα μου που ‘πλενε τα πιάτα έστερξε να μου συμπαρασταθεί.

Έπιασε το πεσμένο βιβλίο και έριξε κλεφτά μια ματιά στο ποίημα που διάβαζα
“… πήραν οι φλόγες την μυρτιά και η δόξα κάτω βόλτα…”
Κι άρχισε να μου σκουπίζει τα μάτια καθώς εγώ αδιάκοπα έκλαιγα και μου ‘λεγε :
– Σώπα παιδί μου δεν είναι αλήθεια η μυρτιά είναι στέφανος δόξης λαμπρός όπως αυτή εδώ στο κήπο.

Και ‘γω απαρηγόρητος της είπα :
– Δεν κλαίω γι ‘αυτό μάνα…
Εκείνη πήρε να μου λέει:
– Aν κλαίς για την δόξα να ξέρεις “ δόξα δεν έχουν οι ποιητές και την ζωή τους αφανίζουν…”

Με άφησε μόνο και κάθισε στο τραπέζι της αυλής. Άναψε ένα τσιγάρο κλαίγοντας και μου είπε :
– Μην γίνεις ποιητής παιδί μου, μην γίνεις…