Όσο περίμενε να φουσκώσει ο καφές, έριξε μια ματιά στον κήπο απ’ το παράθυρο της κουζίνας. Η μέρα, μία από κείνες της Αλκυόνης, ήταν γλυκιά, ο ήλιος του απομεσήμερου έλαμπε. Σερβίρισε τους ελληνικούς και προσέχοντας να μην χυθεί το καϊμάκι τους, βγήκε στη βεράντα. Κατέβηκε αργά τα εφτά πέτρινα σκαλοπάτια. Μία πτώση στην ηλικία του, αυτή των ογδόντα δύο παρά ένα, ακόμα κι αν δεν τον έστελνε απευθείας στο κοιμητήριο, θα τον έστελνε οπωσδήποτε στο νοσοκομείο με πολλαπλά, ίσως, κατάγματα. Σ’ αυτή την περίπτωση ποιος θα φρόντιζε την Αθηνά; Ζούσαν στις Μηλιές ολομόναχοι. Παιδιά δεν υπήρχαν, ούτε άλλοι στενοί συγγενείς για να την νοιαστούν.

Περπατώντας επάνω κιτρινισμένο γρασίδι, την πλησίασε αθόρυβα. Άφησε τον δίσκο στο τραπεζάκι και την κοίταξε με τρυφερότητα. Κοιμόταν ξαπλωμένη στην πολυθρόνα της, σαν αθώα παιδούλα, κάτω από τα γυμνά κλαδιά των δέντρων, πλάι στην λίμνη με τα θολά νερά.
«Αθηνά… Αθηνούλα μου ξύπνα», είπε σιγανά χαϊδεύοντας τους ώμους της.
Άνοιξε τα μάτια της, τον κοίταξε σαστισμένη. Ποιος ήταν;
«Εγώ είμαι, ο Στέλιος», την καθησύχασε.
«Α, ναι, ναι… ο Στέλιος», συμφώνησε προσποιούμενη πως θυμόταν το όνομά του.
Έσφιξε τα χείλη του πικραμένος. Η ασθένεια την κατακτούσε με γεωμετρική πρόοδο κι εκείνη, καθώς έσβηνε η μνήμη της, έχανε όλο και πιο συχνά, όλο και πιο πολύ τον εαυτό της. Οπισθοδρομούσε διαρκώς.
Της πρόσφερε ένα ακόμα τριαντάφυλλο. Κατακόκκινο. Το δεύτερο της ημέρας.
«Έχουμε επέτειο σήμερα», της θύμισε φιλώντας το χέρι της. «Κλείνουμε πενήντα δύο χρόνια γάμου. Το πιστεύεις; Πενήντα δύο! Κυριακή, είκοσι του Γενάρη, παντρευτήκαμε. Μέσα στο καταχείμωνο. Χιόνιζε κι εσύ έτρεμες σαν πουλάκι».
Εκείνη τον άκουγε σιωπηλή, χαμογελώντας αμήχανα.
«Φοιτητές της αρχιτεκτονικής ήμασταν όταν ερωτευτήκαμε. Στο πρώτο έτος εσύ κι εγώ στο τελευταίο. Ήμασταν νέοι, ωραίοι και τρελοί ο ένας για τον άλλο. Και άφραγκοι επίσης», εξακολούθησε γελώντας. «Τα μακαρόνια είχαν φυτρώσει στα στομάχια μας. Θυμάσαι;»
Η Αθηνά πάσχιζε να βρει κάτι να πει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Έστριβε νευρικά το λουλούδι στα δάχτυλά της, ξεροκατάπινε. Είχε αρχίσει να ταράζεται.
«Ησύχασε, δεν έγινε τίποτα», την παρηγόρησε αμέσως ο Στέλιος. «Θα θυμηθείς αργότερα».

Το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθούν, θα της έδινε το τελευταίο τριαντάφυλλο και θα της τα διηγούνταν όλα από την αρχή. Είχε την ελπίδα πως, επιστρατεύοντας λέξεις, εικόνες, μυρωδιές και αγγίσματα, θα κατάφερνε να προκαλέσει μια μικρή αναλαμπή που θα φώτιζε, έστω και στιγμιαία, το ομιχλώδες τοπίο του νου της. Θα της μιλούσε για τις χαρές και τις απογοητεύσεις, για τα ταξίδια, για τα γλέντια με τις παρέες, για τους φίλους που ένας-ένας έφυγαν, για τα παιδιά που δεν ήρθαν… Το βράδυ όλα αυτά, όταν θα βρίσκονταν αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι τους.
«Έλα», της είπε εύθυμα. «Έλα να πιούμε τώρα τα καφεδάκια μας. Έτσι, όμορφα. Οι δυο μας».

«Οι δυο μας…», επανέλαβε εκείνη τα λόγια του. «Δύο… και ούτε ο κούκος», πρόσθεσε κατόπιν πικρά, κάνοντάς τον να αναπηδήσει στην καρέκλα του.
Ήταν εκεί. Η πνευματώδης, η οξυδερκής, η πάντα ετοιμόλογη και πότε-πότε καυστική Αθηνά, ήταν μαζί του. Τον κοίταζε σταθερά, κατάματα.
Στην βιασύνη του να προφτάσει παρέσυρε νερά και καφέδες…
«Ναι Αθηνά μου!» είπε γονατίζοντας μπροστά της, σφίγγοντας τα χέρια της μέσα στα δικά του. «Ναι βρε κορίτσι μου! Οι δυο μας! Μ’ ακούς που σου μιλώ; Οι δυο μας κι όσο πάει! Κι αυτόν τον άτιμο τον κούκο που μας λησμόνησε… Αυτόν, άστον να κουρεύεται!»