Οι αγρότες μας, σ’ αυτή τη δύσκολη για τη χώρα μας περίοδο, δεν ζητούν από το κράτος τίποτα το υπερβολικό. Στήριξη χρειάζονται. Για να μην υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τις περιουσίες, τα χωριά και τη δουλειά τους. Για να μείνουν στον τόπο τους, που συνεχώς ερημώνει, παρά τα τόσα «μέτρα» τόσα χρόνια τώρα για την αποκέντρωση και την ανάπτυξη της υπαίθρου.  Για να παραμείνουν, όπως και οι κτηνοτρόφοι, θεματοφύλακες της παράδοσης και της υπαίθρου. Δυστυχώς όμως, είναι πάρα πολλοί εκείνοι που δεν έχουν καταλάβει την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι του πρωτογενούς τομέα της παραγωγής. Πολύ δε περισσότερο οι κυβερνώντες, μέσα από τα πολυτελή γραφεία τους, δεν έχουν ιδέα για το τι σημαίνει μαρασμός της υπαίθρου στις μέρες μας. Ένα μόνο στατιστικό παράδειγμα – οι απογραφές στον πρώην δήμο Γόννων το 2001 και το 2011 είναι ενδεικτικό της τάσης : από 2.872 κατοίκους το 2001, μείναμε 2.462 το 2011 με μια μείωση της τάξης του 16,55%.
Αυτή, λοιπόν, η αγροτιά, οι ακούραστοι εργάτες της γης, βρίσκονται για ακόμα μία φορά αντιμέτωποι με τον εισπρακτικό μηχανισμό του κράτους. Την ώρα που – όπως όλα τα άλλα εισοδήματα – το αγροτικό εισόδημα μειώνεται δραματικά, καλούνται να βάλουν ξανά το χέρι στην τσέπη με τη φορολόγηση των χωραφιών τους. Το νέο αυτό χαράτσι, όμως, είναι οδυνηρό για την αγροτική οικονομία μα και για την ίδια την ελληνική ύπαιθρο. Οι αγρότες θα υποχρεωθούν να «πληρώσουν» επειδή έχουν ένα χωράφι. Άσχετα αν αυτό καλλιεργείται ή όχι. Ασχέτως αν αποδίδει ή όχι η καλλιέργειά του. Πώς όμως να πληρώσουν όταν ήδη έχουν αδειάσει οι τσέπες τους από τα άλλα χαράτσια και από την κατάρρευση και του αγροτικού τομέα; Και γιατί να πληρώσουν; Έτσι η πολιτεία στηρίζει τον κόσμο της υπαίθρου; Με φόρους επί φόρων;

Δεν είναι τυχαίες οι αντιδράσεις των αγροτών στην Κρήτη με προειδοποιητικό αποκλεισμό των Εφοριών του νησιού ενώ η συνέχιση ή μη των  κινητοποιήσεων θα εξαρτηθεί, λένε, από τη στάση της κυβέρνησης στο θέμα της φορολόγησης των αγροτεμαχίων. Ο αγροτικός κόσμος σε ολόκληρη τη χώρα είναι σε στάση αναμονής …
Παρ’ όλα αυτά όμως, οι αγρότες επιμένουν. Χάρη σε αυτούς μπορούμε ακόμα να τρώμε ντόπια και υγιεινά προϊόντα. Γιατί στην εποχή του ελεύθερου εμπορίου, που η αγορά κατακλύζεται και από ξενόφερτα προϊόντα, αγρότες και κτηνοτρόφοι, αντιστέκονται. Και μαζί τους πρέπει να αντισταθούμε και εμείς. Δεν μπορεί όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κρατάν την ύπαιθρο στα πόδια της, να είναι άλλο έρμαια αντιαγροτικών πολιτικών.
Χθες γράφοντας τα παραπάνω δεν φανταζόμουν ότι μια αθηναϊκή εφημερίδα θα ασχολούνταν στο κύριο άρθρο της με τα προβλήματα των αγροτών και την αγροτική οικονομία. Να, όμως, που έγινε και αυτό. Στο κύριο άρθρο της σήμερα η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (http://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=392395) γράφει :
«Το καμπανάκι χτυπούσε εδώ και πολύ καιρό. Η ελληνική αγροτική παραγωγή δεν απειλείται μόνο από τη συνεχή συρρίκνωση των καλλιεργειών, αλλά και από τη σημαντική μείωση των κοινοτικών επιδοτήσεων. Το θέμα είναι γνωστό από χρόνια, όμως πολλοί, ακόμη και στην κυβέρνηση, φαίνεται να το συνειδητοποιούν -αν το συνειδητοποιούν- μόλις σήμερα.
Η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, η γνωστή μας ΚΑΠ, για την περίοδο 2014-2020 διαφοροποιεί το καθεστώς διάθεσης των αγροτικών επιδοτήσεων που δίνονται από την Ε.Ε., μειώνοντας έως και 30% τα προς διάθεση ποσά. Το σεντούκι για την Ελλάδα περιλαμβάνει συνολικά 19,7 δισ. ευρώ, όπως συμφώνησαν πριν από μερικούς μήνες οι αρχηγοί κρατών της Ε.Ε. Πρόκειται όμως για ποσόν κατά πολύ μειωμένο σε σχέση με όσα είχαν δοθεί τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η εξέλιξη αυτή, απόρροια της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, κυριαρχεί στην Ευρώπη επιβάλλοντας στα κράτη-μέλη να άρουν σταδιακά όλα τα προστατευτικά μέτρα και στην εγχώρια αγροτική παραγωγή τους. Η κεντρική αρχή αυτής της πολιτικής είναι ότι και τα αγροτικά προϊόντα συμπεριλαμβάνονται πλέον στα αγαθά της αγοράς, τα οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται με τους κανόνες περί ανταγωνιστικότητας και ελεύθερης διακίνησης, όπως επιτάσσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.
Στην Ελλάδα της κρίσης και της κοινωνικής εξαθλίωσης αυτό μετράει διπλά. Πρώτον, γιατί ο εγχώριος πρωτογενής τομέας συρρικνώνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της ένταξής μας στον ευρωπαϊκό παραγωγικό καταμερισμό. Κάτι που έχει οδηγήσει στην εξαφάνιση της παραδοσιακής αγροτιάς και στη συνεχή υποβάθμιση της δυνατότητας της χώρας να παράγει, στοιχειωδώς, τα προϊόντα διατροφής που έχει άμεση ανάγκη.
Και δεύτερον, γιατί η πλήρης απελευθέρωση δεν βοηθάει στην προσπάθεια ανάκαμψης και εξόδου από την κρίση, μέσω της ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα, όπως ευαγγελίζονται κυβερνητικοί παράγοντες και στελέχη της τρόικας. Εκτός εάν εννοούν τη μαζική εξαγορά αγροτικών γαιών από ξένα funds.
Μπορεί η επιστροφή στην ύπαιθρο να είναι ευσεβής πόθος, συχνά και αναγκαία διέξοδος για πολλούς άνεργους νέους. Ωστόσο, αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει ούτε αυτόματα ούτε με ευχολόγιο. Εάν πραγματικά η κυβέρνηση επιθυμεί να ενισχύσει την αγροτική παραγωγή της χώρας, οφείλει να το πράξει αμέσως και ουσιαστικά. Όχι με αόριστες υποσχέσεις, αλλά με οργανωμένο σχέδιο, επιλογές συγκεκριμένων ποικιλιών, προώθηση των ποιοτικών καλλιεργειών και παροχή κινήτρων παραγωγής σε όλους.

Δυστυχώς όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις (και η σημερινή) δεν κάνουν τίποτα απ’ αυτά. Ας ξυπνήσουν από το λήθαργο, πριν να είναι αργά. Γιατί οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι, που θα πληρώσουν τη νύφη, δεν είναι αμνοί. Μπορεί μάλιστα να μετατραπούν και σε λύκους».