“Σ’ αγαπώ!”… της είπε αυτός.
“Και εγώ σ’ αγαπώ!”… του είπε αυτή και του έδωσε ένα φιλί και ήταν μόνο δεκαοχτώ χρονών.
Είχανε μόλις τελειώσει το Λύκειο.
“Σ’ αγαπώ!”.. της ξανάπε αυτός.
“Και εγώ σ’ αγαπώ!”… του ξανάπε και αυτή και τον κοίταξε στα μάτια.
Ήτανε εικοσιοχτώ χρονών, μόλις είχανε παντρευτεί.
“Σ’ αγαπώ!… της είπε πάλι.
” Και εγώ σε αγαπώ!”… του είπε και αυτή και τον πήρε αγκαλιά.
Ήτανε τώρα τριάνταοχτώ χρονών.
Είχανε και δύο παιδιά.
Είχανε οικογένεια πια…

” Σ’ αγαπώ!”… της είπε ξανά.
” Και εγώ σ’ αγαπώ!”… του ξανάπε και αυτή και τον έπιασε από το χέρι.
Ήταν χρονών σαρανταοχτώ.
Τα παιδιά είχανε φύγει πια. Σπουδές, δουλειά, φίλοι, υποχρεώσεις.
Μεγαλώσανε και αυτά.
Τα παιδιά φύγανε, όπως φεύγουν κάποτε όλα.
Αυτοί όμως οι δυό, ήτανε ακόμη πιασμένοι χέρι-χέρι.
Βαδίζανε μαζί.
“Σ’ αγαπώ!” … της είπε και ήταν πια πενήντα οχτώ χρονών.
“Και εγώ σε αγαπώ!”… του είπε και αυτή και του χαμογέλασε.
Στο χαμόγελο αυτό κρυβόταν η αγάπη τους.
Φτάσανε τόσων χρονών και χαμογελούν ακόμα ο ένας στον άλλον.
Βλέπουν τα παιδιά τους τώρα με παιδιά.
Τα κοιτάζουν ευτυχισμένοι λες και
η ευτυχία είναι κάτι τόσο δα απλό!

” Σ’ αγαπώ!”… της ξανά είπε αυτός με ένα φιλί στο μέτωπο.
“Και εγώ σε αγαπώ!… του ξανά είπε και αυτή και αφέθηκε στο φιλί του.
Ήταν εξήνταοχτώ χρονών.
Καθόντουσαν σε ένα παγκάκι οι δυό τους, όπως όταν πρωτοφιληθήκανε.
Στο ίδιο παγκάκι.
Στην ίδια εκείνη θέση που βρισκόντουσαν και όταν ήταν δεκαοχτώ!
” Σ’ αγαπώ!”… της είπε τελευταία φορά αυτός.
Απάντηση όμως δεν πήρε.
Καμιά.
Ποτέ δεν ξανάκουσε από αυτήν το σ’ αγαπώ.
Ήτανε τώρα εβδομήντα οχτώ χρονών και η “γριά” του πέθανε.
Το τελευταίο σ’ αγαπώ το είπε στην κηδεία της πάνω στο φέρετρο.
Ήξερε ότι τον άκουγε.
Το λέει μετά κάθε μέρα σε μια φωτογραφία της, αλλά πάλι απάντηση δεν παίρνει.
Το λέει μόνος του εκεί στο παγκάκι που καθόντουσαν πάντα μαζί, το λέει κάπως κρυφά για να μην τον βλέπουν.
Να μην βλέπουν οι άνθρωποι ότι την έχει ακόμα αγκαλιά.
Να μην τους δουν και τους ματιάσουν.
Να μην βλέπουν πόσο πολύ την αγαπά και πόσο πολύ και αυτή τον αγαπά.

Το πρωί κάτι παιδιά τον βρήκανε στο παγκάκι ενός πάρκου με τα μάτια κλειστά.
Μόνο του.
Σαν να είχε κάτι όμως, κάποιον σαν να είχε αγκαλιά.
Χαμογελούσε.
Μέσα από τον ύπνο του αυτός χαμογελούσε ευτυχισμένος.
Τα παιδιά είπανε ότι τον άκουσαν να λέει
“σ’ αγαπώ” .
Και ήταν ένα ψιθύρισμα του ανέμου που έλεγε
“Και εγώ…”

*Τάκης Κτενάς
– Για την κυρ-Αγγελική που “έφυγε” πλήρης ημερών και αισθημάτων.