Την πρώτη φορά, δίπλα στο βενζινάδικο, είδα το γάτο της. Ήταν ένας γάτος από αυτούς που είναι σίγουροι για τον εαυτό τους και αυτή η σιγουριά απορρέει από το περιβάλλον τους. Το τρίχωμά του ήταν υγιές και καθαρό και είχε αυτό το χρώμα το γλυκό κοκκινωπό. Από κάτω ήταν κάτασπρος, το κεφάλι του ήταν μεγαλούτσικο, τα αυτιά του μικρά και στητά και καθαρά και τα πράσινα μάτια του ήταν κι εκείνα καθαρά και ξάστερα!
Καθότανε στα πισινά του πόδια, στο κέντρο του τρίτου και τελευταίου σκαλοπατιού, σαν κύριος, σα νοικοκύρης.
Πήγα κοντά, κατάλαβα ότι ήταν αρσενικός, και προσπάθησα να πιάσω κουβέντα μαζί του. Στάθηκε αδύνατον. Ούτε έφευγε, ούτε μου αγρίευε, ούτε φοβότανε. Τίποτα. Απλά, απαξιούσε και το έδειχνε όσο πιο καθαρά γινότανε!

«Ψωροπερήφανος…», σκέφτηκα, κι έκανα να φύγω.
«Μα… για στάσου…», σκέφτομαι, όπως έκανα να φύγω. «Εδώ δεν είναι μέρος για τέτοιους γάτους. Εδώ είναι ένα παρατημένο βενζινάδικο, δίπλα στη λεωφόρο, χωρίς σπίτια κοντά, χωρίς περαστικούς, χωρίς ζωή. Οι αντλίες του είναι παρατημένες. Το οίκημα ερειπωμένο. Το καλοκαίρι είναι μια κόλαση καθώς το χτυπάει ο ήλιος όλη μέρα και η άσφαλτος πιάνει φωτιά. Το χειμώνα πάλι μια κόλαση θα είναι αφού θα το χτυπάει ο βοριάς το κρύο και η βροχή. Μα κι αυτά να μην υπήρχαν, ο θόρυβος από τα αυτοκίνητα φτάνει να το κάνει κόλαση.»

Με αυτές τις σκέψεις, κοίταξα πιο προσεκτικά μέσα στο “σπίτι”. Κοίταξα πίσω και πάνω από το γάτο, που εντωμεταξύ είχε αρχίσει να νίβεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Μια γωνία του οικήματος του βενζινάδικου, που πριν ήταν το αναψυκτήριο, είχε μετατραπεί σε σπιτάκι, περιποιημένο, καθαρό, με τις κουρτίνες του ένα γύρω, διότι όλη η πρόσοψη και η μια πλευρά του ήταν τζαμαρία, και πάνω από το γάτο ήταν ακόμα μια μεγάλη επιγραφή…
Κοιτάζω μέσα, από ένα κενό που άφηνε η κουρτίνα στην είσοδο, και πράγματι έτσι ήταν. Είχε γίνει ένα κουκλόσπιτο. Είδα την τραπεζαρία με τις ξύλινες καρέκλες, δίπλα έναν μπουφέ, λίγο πιο κάτω μια κονσόλα, έναν καλόγερο με κρεμασμένα ρούχα και στο τέλος της αίθουσας ένα σαλονάκι με τα τραπεζάκια του και τα κεντημένα του σεμέν. Μετά ήταν μια πόρτα εσωτερική που έβγαζε ή σε κρεβατοκάμαρα ή σε τουαλέτα. Ήταν κλειστή και δεν έβλεπα.

Τότε ανοίγει αυτή η μέσα πόρτα, και βλέπω μια γυναίκα γύρω στα ογδόντα να μπαίνει στη τραπεζαρία. Πίσω της έφεγγε ένα απαλό λαμπιόνι. Ήταν όμορφη. Ήταν στητή. Ήταν ίσια. Φόραγε ένα κεντημένο νυχτικό που φέγγιζε το κομψό σώμα της. Τα μαλλιά της ήτανε γερά και κατσαρά από φυσικού τους. Τα μάτια της ολόκληρα και όμορφα και κατάμαυρα. Οι ώμοι της κανονικά στη θέση τους, και ο λαιμός της έβγαινε ανάμεσά τους όμορφος, με τη σωστή αναλογία μέχρι που άρχιζε το όμορφο κεφάλι της.
« Ω, Θεέ μου…!», είπα μέσα μου, «κι εγώ ήθελα να γνωρίσω το γάτο; Μα, αυτήν πρέπει να γνωρίσω πρώτα – και ύστερα με το γάτο βλέπουμε. Πρέπει να μάθω, τι και πως. Να μάθω που βρίσκει τη δύναμη και μένει ακόμα τόσο όμορφη, αληθινή, περήφανη μόνη της εκεί μέσα! Κάτι, που εγώ, με το κεφάλι κάτω και τους γερμένους ώμους μια ζωή – δεν το κατάφερα…
Πρέπει να μάθω γιατί δε φοβάται. Πως βρέθηκε εδώ. Που ήταν πριν; Από πού έρχεται. Πρέπει να μάθω- “το γιατί και το πως”. Αν δε μάθω θ’ αρχίσω πάλι να φτιάχνω ιστορίες με το νου μου και τέλος, θα ξεροσταλιάζω ρωτώντας το γάτο χωρίς να παίρνω απάντηση».
Καληνύχτισα το γάτο κι έφυγα γεμάτος όνειρα για το μέλλον! Πήρα ξανά το δρόμο της μοναξιάς ανάμεσα στους αδιάφορους διαβάτες της περιφέρειας των Αθηνών.

Τα συζητούσα με τον εαυτό μου. Της έβγαλα και όνομα: “Δεν μπορεί- έλεγα- Ρόζα – πρέπει να τη λένε”…!
Εντωμεταξύ ήρθε και η Πανδημία. Οι Κορωνοϊοί όλων των ειδών και οι μεταλλάξεις τους. Τα μέτρα, τα κλεισίματα, οι μάσκες, τα εμβόλια. Η ζωή μας άλλαξε. Φυλαχτήκαμε, ξεχάσαμε τις παλιές διαδρομές. Κλειστήκαμε.

Τελευταία – μόνος στην Αθήνα – πέρασα από το βενζινάδικο να δω τι γίνεται. Βρήκα μια επιγραφή που έγραφε, “Ανακαίνιση. Σύντομα θα λειτουργήσει υπό νέα διεύθυνση¨, και τους εργάτες να δουλεύουν. Ρώτησα, που πήγε η γιαγιά, και μου είπαν ότι πέθανε. Ρώτησα μήπως ξέρουν από που ήταν – και μου είπαν ότι ήταν πρόσφυγας από τη Σμύρνη, ότι είχε αφήσει το μικρό προσφυγικό σπίτι της στην Κοκκινιά να ζήσουν εκεί τα παιδιά της και τα εγγόνια της… Δεν ήξεραν τίποτ’ άλλο- αλλά κι εγώ- δε χρειαζόμουν άλλο.

Τους ευχαρίστησα από καρδιάς, βάζοντας το χέρι μου εκεί που βρίσκεται και τη νοιώθουμε να δουλεύει ασταμάτητα – πότε ήσυχη, πότε ανήσυχη – κι έφυγα…

– Έφυγα;
Καλημέρα!