Το Σκινοχώρι είναι ένα μικρό χωριό κυκλωμένο από λόφους. Δεν είναι διάσημο ούτε για κάποιον ήρωα ή ημίθεο που να έχει γεννηθεί εκεί, ούτε για κάποιον που να κέρδισε σε ένα παιχνίδι της τηλεόρασης, ούτε καν φημίζεται για κάποιο εξαιρετικό προϊόν που βγάζει η γη του.
Μετράει τις μέρες που περνούν και τους κατοίκους που το εγκαταλείπουν άλλοι για πάντα, με εισιτήριο για τον ουρανό και άλλοι για τις μεγάλες πόλεις ή για το εξωτερικό σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Τα σπίτια ερημώνουν το ένα μετά το άλλο…

Ο μπάρμπα- Μάνθος ο Κουτρουμπέλος κι η γυναίκα του η Τασιά έχουν το σπιτάκι τους πίσω από την εκκλησιά της Βαγγελίστρας (μεγάλη η χάρη της). Τα παιδιά τους φευγάτα από χρόνια έχουν φτιάξει οικογένεια και ζωή στην πόλη κι έρχονται τρεις- τέσσερεις μέρες το Πάσχα και μια βδομάδα το καλοκαίρι κι αυτό είναι όλο… Η Τασιά που και που αναστενάζει κοιτάζοντας τον μπάρμπα- Μάνθο στα μάτια και με την τσιριχτή φωνή της λέει πάντα τα ίδια λόγια κουνώντας το άσπρο κεφάλι της :
– « Ιιιιι Μάνθο μ΄ θα προφτάσουμε ζωντανοί το καλοκαίρι να δούμε ξανά τα παιδιά μας ή θα μας μαζέψει και θα τραγουδήσει ο παπά- Θύμιος το κυριελέησον…»
-«Κάθε τόσο τα ίδια λες γυναίκα, δεν βαρέθηκες; Όποτε γουστάρει του Χαρχάγγελου θα μας μαζέψει, δεν θα σου πάρει την άδεια..»
-«Έβαλες στον κουμπαρά το δεκάευρω για τον καταρράκτη;» τον ρωτάει με δυσπιστία…
-«Το έβαλα ψες…Τι δεν με πιστεύεις; Άνοιξε το καφεκούτι να δεις…»
-«Άμα δεν τα βάνεις κακομοίρη μου κακό του κεφαλιού σου… Είδες τι μας είπε ο γιατρός… Μέχρι να ωριμάσει ο καταρράκτης που έχουμε κι οι δυο, τέσσερεις καταρράκτηδες ούλοι μαζί, πρέπει να μαζέψουμε δυο χιλιάδες ευρώ για να κάνουμε την εγχείρηση».
-«Ας τον γιατρό να λέει…εμείς θα μαζέψουμε ένα χιλιάρικο κι άμα του αρέσει… Θα σου φτιάξει εσένα το δεξί μάτι κι εμένα το αριστερό … Μην είμαστε και πλεονέχτες… Θα συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλο…Θα βλέπουμε «ολιστικά» τα πράματα που λένε στην τηλεόραση.»
-«Κι αυτός ο Νιαγάρας που λεν στην τηλεόραση καταρράκτη έχει… Τόσα χρόνια και δεν μάζεψε τα λεφτά να τον διορθώσει ο δόλιος… Αχ, τι τραβάει ο κοσμάκης και δεν το μαρτυράει…»

-«Τί θα φάμε, για να ΄χουμε καλό ρώτημα, σήμερα γυναίκα;»
-«Τί θες να φάμε, πεσκανδρίτσα από το μάστερ σεφ ή κανένα αποδουμημένο με αβουκάντο… Φασόλια θα ρίξω στο τσουκάλι, να έχουμε για κανα δυό μέρες… Φωτιά είναι το λάδι, φωτιά το ηλεκτρικό… φωτιά ο μπακάλης …Που να φτάσει η σύνταξη…»
-«Πρόσεξε Τασιά με τα φασόλια… χτες έμαθα τα νέα για την ξαδέρφη μου την Γιωργίτσα, στον πέρα Μαχαλά και τρόμαξα … Μου τα είπε με το νι και με το σίγμα ο Γιωργάκης της Σύμαινας… Ο γιατρός που έχουνε στο χωριό, τους είπε ότι πρέπει να είναι πατριώτες και να βοηθήσουνε την κυβέρνηση με την οικονομία «να ανακάψει»… Με το καλό κουμάντο που κάνουνε λέει οι υπουργοί κι όλοι οι βοηθοί τους να γίνει ξανά μεγάλη και τρανή, όπως τα αρχαία χρόνια… Τον χρυσό αιώνα…
Γι’ αυτό, τους είπε πρέπει να κάνουν μεσογειακή διατροφή, που κάνανε από τα παλιά χρόνια οι ανθρώποι κι ήταν γεροί. Τέρμα το βοδέλο που το έτρωγαν και γκουρλιάζονταν, τέρμα τα κοψίδια και τα λουκάνικα που ανεβάζουν τη χοληστερίνη και μετά θέλουνε χάπια και χρεώνουν το κράτος… Απαγορεύονται αυστηρά στο χωριό τα γλυκά και οι ξηροί καρποί! Όποιου γέρου ή γριάς σπάει μασέλα θα πορεύεται στο εξής με τα ούλα του. Δεν θα πάει κατά διαόλου το κράτος για τους κωλόγερους που θέλουν να ξεσαλώνουν χωρίς ίχνος εγκράτειας λέει…
Τι να κάνει η δόλια η ξαδέλφη μου, όλο το μήνα τον πέρασε με φασόλια και ρεβίθια …Ήρθε κι έγινε η κοιλιά της τούμπανος… σαν αερόστατο ήτανε λέει με την ριγέ τη ζακέτα. Τη θυμάσαι τη Γιωργίτσα τι νταρντανογυναίκα που ήταν… Γερή σα βόδι κι ο οργανισμός της δούλευε ρολόι…
Άρχισε που λες η «πέπεψη» των τροφών που λέει κι ο γιατρός κι άρχισαν να μουγκρίζουν τα άντερα της Γιωργίτσας σαν τους λιόνταρους της ζούγκλας του Ταρζάν και κλαίγανε τα εγγονάκια της από το φόβο στη διπλανή κάμαρη…
Το απόγεμα που καθόταν μαζωμένη κουβάρι στην καρέκλα στην αυλή μαζεύτηκαν στα άντερα τα προωθητικά αέρια κι ακούστηκε κάτι σαν φουρνέλο που σείστηκε όλη η γειτονιά κι η Γιωργίτσα μπήκε σε δορυφορική τροχιά! Τη βρήκαν δυο μερόνυχτα μετά πάνω στη στέγη του δημαρχείου ζωντανή και τελείως ξεφούσκωτη σαν τρύπια σαμπρέλα από ποδήλατο. Ήρθε και η τηλεόραση να την τραβήξει ρεπορτάζι και τους έλεγε πρόγνωση του καιρού για μια βδομάδα… Ήρθε τότε ο Αρναούτογλου και έγραψε ούλα τα στοιχεία και τα είπε στο δελτίο καιρού και βγήκαν όλα με ακρίβεια και καταλεπτώς σου λέω…
Από τότε όλες οι γριές και οι γέροι στον πέρα Μαχαλά φοράνε φωσφοριζέ γιλέκα με εντολή του Δημάρχου. Προχτές που είχε καθαρή ατμόσφαιρα, το βράδυ είδαν την Κούλα του μπακάλη κοντά στον αστερισμό της Μεγάλης Αρκούδας…
Την Σωτηρούλα, ο Ασημάκης ο άντρας της την έχει δεμένη με τριχιά γιατί είναι πολύ αδύνατη και φοβάται μη δεν ξαναγυρίσει…

-«Αυτό λες εσύ…. Τί να σου λέω και ‘γω για τα κατορθώματα του Κώτσου του Μπερλεμπέ, του τριτοξάδελφού μου από το Παλιάμπελο… Την γυναίκα του τη Θοδώρα τη θυμάσαι… φτου κύριε στο στόματι μου!!! Παλιοθήλυκο και συχώρα με Παρθένα μου αλλά δεν είχε αφήσει ούτε αρσενικό σκύλο. Πιο μεγάλα ήταν τα κέρατα του ξάδερφου από του τράγου μας του Μάρκου… Ακόμα και τώρα στα γεράματα «εκεί» είναι το μυαλό της…
Πού πήγε η παλιόγρια, είναι πάνω από πέντε χρόνια μεγαλύτερη μου… μη σου πω εφτά και βρήκε Βιάγκρες!!! Του έριξε δυο μέσα στο γάλα πρωί – πρωί και μέχρι να κατεβάσει την τελευταία μπουκιά από ένα δόλιο κουλούρι που μούσκευε, είχε σηκώσει ένα κατάρτι… δυο μέτρα …

-«Έλα καλέ μου να δω τι έπαθες…» Τον πήρε με το καλό στην κρεβατοκάμαρα η Θοδώρα και τον γλέντησε… Το «κατάρτι» όμως έμενε περήφανο και ψιλωμένο… Τί να κάνει ο δόλιος και που να κυκλοφορήσει… Πήρε το αγροτικό και πήγε στο χωράφι… Ήταν τέτοια η δύναμή του στο «σημείο» που ούτε φερμουάρ, ούτε σώβρακο, ούτε παντελόνι λογάριαζε… Περνώντας ανάμεσα από τις ελιές, Μάρτης μήνας- καιρός για κλάδο – έπαιρνε σβάρνα τα λιανόκλαδα και τα λαίμαργα σαν το αλυσοπρίονο που διαφήμιζαν στην τηλεόραση… Κάποια στιγμή από την υπερθέρμανση έβγαλε έναν σπινθήρα που μόλις άγγιξε τα πεσμένα κλαρούδια τους έδωσε φωτιά και τα έκαψε στη στιγμή. Ύστερα έσβησε κι «αυτό» κι ο Κώτσος έγειρε και ξάπλωσε στο χορτάρι. Ο Μιχάλης ο Πέπας τα μολογούσε το βράδυ στο καφενείο κι άλλοι κοροϊδεύανε κι άλλοι ζήλευαν…»
-«Κι εσύ; …Εσύ ζήλεψες καμιά στάλα τη Θοδώρα;»

Η Τασιά του γύρισε την πλάτη και χώθηκε στην κουζίνα.