Ηχογραφήθηκε τον Μάρτιο του 1993, έγινε ο ύμνος μιας γενιάς και σχεδόν μια δεκαετία αργότερα θα γινόταν το οργισμένο και μελαγχολικό σάουντρακ μιας ολόκληρης χώρας. Η Ελλάδα, χώρα υποδοχής μεταναστών από το 1990, διώχνει και πάλι μαζικά τα παιδιά της. Παρά τις κυβερνητικές υποσχέσεις για ανάσχεση της «διαρροής εγκεφάλων» και της δημιουργίας αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, το κύμα φυγής όχι μόνο δεν υποχωρεί, αλλά φαίνεται συνεχώς να φουσκώνει.
«Αν δε χωράς μέσα σε μια άθλια πατρίδα / Αν δε σου φτάνει μια ελπίδα τυφλή» τραγουδούσαν οι Τρύπες και γινόταν σεισμός σε κάθε τους συναυλία -κι ήταν οι έφηβοι της δεκαετίας του ’90 που πλήρωσαν αργότερα ως νέοι ενήλικοι ίσως το πιο βαρύ τίμημα της κρίσης. Έκτοτε, και παρά τα κυβερνητικά κροκοδείλια δάκρυα για την πατρίδα που γερνάει, καμία στρατηγική δεν έχει υλοποιηθεί ώστε οι νέοι να μην αναγκάζονται να φεύγουν από τον τόπο τους.
Αυτές ακριβώς τις πικρές διαπιστώσεις επιβεβαιώνει και η πανελλαδική δημοσκόπηση του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ και της εταιρείας Κάπα Research για το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα: 22% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας δηλώνει ότι σκέφτεται να φύγει από τον τόπο κατοικίας του, δηλαδή περίπου 2.000.000 άνθρωποι ετοιμάζουν τα μπαγκάζια τους για όπου τους δοθεί μια ευκαιρία καλύτερου βίου ή, έστω, αξιοπρεπέστερης επιβίωσης. Απ’ αυτούς, το 63% σκέφτεται μια εσωτερική μετακίνηση και το 32% το εξωτερικό.
Σημαίνουν τούτα πως η ύπαιθρος θα ερημώσει κι άλλο κι η χώρα συνολικά θα αποψιλωθεί ακόμα περισσότερο από το δυναμικότερο κομμάτι του πληθυσμού της, τους νέους. Ήδη οι μισοί γονείς βλέπουν τα παιδιά τους να φεύγουν -με το πρόβλημα να οξύνεται στην περιφέρεια.
Μια ανάσα πια πριν από τις κάλπες, καλούμαστε όλοι να αναλογιστούμε ποιοι και με ποιες πολιτικές κατάντησαν την Ελλάδα μια άθλια πατρίδα. Στον βαθμό που οι εκλογές μπορούν να αλλάξουν τη ζωή μας, το αποτέλεσμα της κάλπης θα είναι βαρύνουσας σημασίας για την κατεύθυνση που θα πάρει η χώρα την επόμενη δεκαετία. Και ειδικά οι νέοι άνθρωποι, όσοι ετοιμάζουν βαλίτσες κι όσοι παραμένουν, πρέπει να δώσουν το «παρών» για να ακουστεί δυνατά η φωνή τους.
Πηγή : ΕΦ.ΣΥΝ.