H μάνα μου ήταν ένας συγκρατημένος και μάλλον συντηρητικός άνθρωπος. Συντηρητικά μιλούσε, γελούσε, έπραττε, ακόμα και πενθούσε συντηρητικά. Ποτέ δεν χόρτασα την αγκαλιά της, τα φιλιά της στο μάγουλό μου ήταν τόσο σπάνια όσο οι λίρες Αγγλίας στο πορτοφόλι της και τα αγγίγματά της βιαστικά και επιβεβλημένα όταν αφορούσαν την υγεία και την καθαριότητά μου. Όταν έκρινε ότι ήμουν σε θέση πια να κάνω μόνος μου μπάνιο μου είπε χωρίς να με κοιτάζει να φροντίζω να είμαι πάντα καθαρός και να πλένω «το πουλάκι μου» με προσοχή και να μην το πιάνω άλλες ώρες ούτε να το χαϊδεύω γιατί είναι μεγάλη αμαρτία και το μάτι του Θεού βλέπει πάνω από τον ουρανό και θα με τιμωρήσει.
Με διαβεβαίωσε ότι όποιος κάνει αντίθετα από τις υποδείξεις της είναι καταδικασμένος να τυφλωθεί, να γεμίσει καντήλες όλο του το κορμί, μέχρι και κέρατο να του φυτρώσει ανάμεσα στα μάτια και να ζήσει τη ζωή του σημαδεμένος και δαχτυλοδειχτούμενος.
Εγώ αγριεύτηκα μ΄ όλα αυτά που άκουσα ότι μπορούν να συμβούν σε ένα δεκάχρονο αγόρι σαν και μένα αλλά όσο κι αν προσπαθούσα να βρω στο δρόμο, στην γειτονιά ή στην πόλη έναν τυφλό, σπυριάρη κερατά, που να επιβεβαίωνε τις φοβέρες της, δεν έβρισκα κανέναν ούτε θυμόμουν να είχα δει κάποιον παλιότερα σε άλλα μέρη που πηγαίναμε ή σε επισκέψεις. Παρόλα αυτά κράτησα τα λόγια της μάνας μου στο μυαλό μου.

Το καλοκαίρι που τελείωσα την έκτη δημοτικού, την πρώτη Κυριακή, αφού πήραμε το απολυτήριο, πήγαμε πολλά παιδιά με τους γονείς μας για μπάνιο με το πούλμαν του Καπετανίδη. Η μάνα μου που ήταν γυναίκα συμπονετική είπε να έρθει μαζί μας και η θεία Μαρίκα που τη φωνάζανε Ρίκα.
Η Ρίκα, που δεν ήταν ούτε καν θεία μου αλλά έτσι φωνάζαμε όλες τις μεγαλύτερες γυναίκες εμείς τα παιδιά, ήταν μια μεγαλοκοπέλα που κάποτε υπήρξε νέα και έκανε πολύ παρέα με τη μάνα μου όταν έμενε στο πατρικό της, στην κάτω γειτονιά που τα σπίτια τους ήταν στο ίδιο σοκάκι. Είχε την ατυχία να γεννηθεί με το ένα πόδι κοντύτερο και κούτσαινε. Παρά τη μεγάλη περιουσία που είχε ο πατέρας της κάθε προσπάθεια για να παντρευτεί πήγε άπατη και η Ρίκα ζούσε στη σπιταρόνα της με τη μάνα της.
Κοντούλα με σγουρό, σχεδόν αφρικάνικο μαλλί στο σχήμα που παίρνει ο βασιλικός στη γλάστρα το καλοκαίρι, είχε μια ελιά θρούμπα στο αριστερό μάγουλο και τα φρύδια της ήταν τόσο λεπτοβγαλμένα που δεν καταλάβαινες αν ήταν φυσικά ή ήταν ζωγραφισμένα όπως στις ηθοποιούς που παίζανε στον βουβό κινηματογράφο. Όταν γέλαγε, και γελούσε συχνά, δίπλα στον δεξιό κυνόδοντα σπίθιζε σαν τον αποσπερίτη ένα χρυσό δόντι ολόιδιο με του Θύμιου του Κλαριντζή που ερχότανε στα πανηγύρια.
Όταν φτάσαμε στη θάλασσα και τακτοποιηθήκαμε εγώ δεν κρατιόμουνα, ήθελα να μπω γιατί μου είχαν πάρει δώρο το πρώτο ζευγάρι βατραχοπέδιλα. Η μάνα μου που δεν ήξερε μπάνιο είπε στη Ρίκα να έρθει μαζί μου για να με προσέχει.

Βλέπεις η Ρίκα κάθε καλοκαίρι, μέχρι που ζούσε ο πατέρας της πήγαινε στο παραθαλάσσιο εξοχικό τους κι είχε μάθει από μικρή κολύμπι.
Μπήκαμε λοιπόν, αυτή με την άνεση της κολυμβήτριας, εγώ με την ώθηση και τον αέρα των βατραχοπέδιλων, ξεκοπήκαμε από τους άλλους και βρεθήκαμε στα βαθιά. Έτσι καθώς κολυμπούσαμε η Ρίκα όλο και κοντοζύγωνε κι έκανε βουτιές και βρισκότανε από κάτω μου κι όλο με γαργάλαγε στην κοιλιά κι όλο πιο κάτω κι έπλεε σαν τεράστια σαλούφα και τα πλοκάμια της μπαινόβγαιναν στο μαγιό μου κι ένοιωθα παράξενα μέσα σ’ όλο αυτό το χορευτικό σκηνικό. Για δευτερόλεπτα τριβότανε στο δέρμα μου η τριχωτή θρούμπα της Ρίκας και τα μάτια της αλληθώριζαν περίεργα την ώρα που το χρυσό της δόντι λαμπύριζε πιο πολύ από το γυαλί της θάλασσας εκτεθειμένο μέσα από το μακάριο γέλιο της στον εκτυφλωτικό ήλιο. Από την άλλη μεριά ένοιωθα μεγάλη χαρά μ΄ αυτό το παιχνίδι… ένοιωθα να μου δίνει μια τρελή ώθηση, μεγαλύτερη από αυτή που μου έδιναν τα καινούρια μου βατραχοπέδιλα και να με ανεβάζει στον αφρό μια πρωτόγνωρης ευτυχίας. Τα λόγια της μάνας μου σχετικά με «το πουλάκι» και τη χρήση του τα θυμόμουν αλλά δεν ανησυχούσα μην τυφλωθώ ή πάθω οτιδήποτε αφού εγώ δεν το άγγιζα καν…
Αποκαμωμένοι κάποια στιγμή κοιτάξαμε προς την παραλία όπου αναγνώρισα τη φιγούρα της μάνας μου να είναι όρθια μέσα στη θάλασσα μέχρι τη μέση και να κουνάει μια πετσέτα φωνάζοντας το όνομά μου. Έφτασα κοντά της με ταχύτητα κρις κράφτ και εισέπραξα δυο σβουριχτές σφαλιάρες και δυο ύπουλες τσιμπιές στα μπράτσα που με σημάδεψαν για αρκετές μέρες αλλά δεν με πείραξε καθόλου… Είχα φχαριστηθεί παιχνίδι…
Η Ρίκα έκανε καιρό να έρθει σπίτι για καφέ μέχρι να ξεχαστεί το περιστατικό και να πάψει η μάνα μου να της κρατάει μούτρα. Ωστόσο όποτε ερχότανε η μάνα μου φρόντιζε ή να με διώχνει έξω ή να μη με αφήνει μόνο μαζί της.
Όμως για μένα έμεινε για πάντα συμπαθής κι όταν μεγάλωσα ήταν μια πρόθυμη και πάντα διαθέσιμη συμπαίκτρια για παιχνίδια με φαντασία…

Ένα χρόνο αργότερα πήγαμε οικογενειακώς για το Δεκαπενταύγουστο και λίγες μέρες παραπάνω στο Κιάτο, σε ένα ξάδερφο του πατέρα μου που είχαν χρόνια να βρεθούνε κι είχε ζητήσει πολλές φορές να τον δει. Ο ξάδερφος πολύτεκνος, το σπίτι μικρό, όσοι χωρούσαν κοιμόνταν μέσα κι οι υπόλοιποι στρωματσάδα σε ένα τεράστιο μπαλκόνι που λιάζανε τη σταφίδα.
Τέσσερα στρώματα με δυο άτομα το καθένα κι εγώ μονάχος μου. Η Πελαγία ήταν δεκαέξι χρονών αλλά έμοιαζε εικοσάρα. Τα στήθη της προηγούνταν από το υπόλοιπο σώμα και η λεκάνη της λικνιζόταν σαν χαβανέζας χορεύτριας. Κοιμότανε με την αδελφή της την Κική που ήταν μικρότερη από μένα και το στρώμα της ήταν σύριζα στο δικό μου.
Είχε ένα όμορφο φεγγάρι κι η Πελαγία όλο αναστέναζε και τραγουδούσε κάτι γλυκανάλατα τραγουδάκια του συρμού. Όταν έσβησαν όλα τα φώτα κι ακούγονταν μόνο κάτι ξεφυσήματα και κάτι ροχαλητά άρχισα κι εγώ να γλαρώνω. Πάνω που πήγαινε να με πάρει ο ύπνος νοιώθω κάτι ζεστό στο στήθος μου. Νόμιζα πως ήτανε καμία σαρανταποδαρούσα και πριν προλάβω να βγάλω φωνή ένοιωσα το χέρι της Πελαγία να σφαλίζει το στόμα μου. Εξακολούθησε να με χαϊδεύει και με έσπρωξε πάρα πέρα και ξάπλωσε στο στρώμα μου. Εκεί κάτω από το φεγγάρι, με τη σιωπή των άστρων η Πελαγία καθοδήγησε τα χέρια μου στο σώμα της και ταξίδεψε στο δικό μου. Έγινα για μια βραδιά ο Ζακ Κουστώ που με το σκάφος μου την Καλυψώ ανακάλυψα όλα τα ρεύματα, τους κοραλλιογενείς βράχους και τις θαλασσινές σπηλιές που βρίσκονταν κάτω από τη στρογγυλή σαν το φεγγάρι κοιλιά της Πελαγίας.

Έτσι από δυο μάγισσες μυήθηκα στα μυστικά του έρωτα. Έμαθα να βρίσκω στην κάθε γυναίκα εκείνο το κάτι που την κάνει ξεχωριστή, να το χαίρομαι και μέσα από αυτό να την αποθεώνω.
Όταν θυμάμαι τα λόγια της μάνας μου κοιτάω ψηλά στον ουρανό και θαρρώ πως βλέπω το Θεό να μου κλείνει το μάτι…