Κρατούσε σφιχτά το αρμόνιο και το έσφιγγε στο στήθος, είχε γίνει ένα μαζί του. Έπαιζε όλη νύχτα με τα μάτια τις πιότερες φορές κλειστά σαν τους αρχαίους μύστες. Άλλοτε πάλι τα άνοιγε φευγαλέα και έβλεπε πότε πάνω στο ταβάνι πότε στο πάτωμα, τις πιότερες φορές στο πάτωμα. Το βλέμμα του θολό σαν να έβλεπε πράματα απαγορευμένα για μας τους υπόλοιπους. Το μόνο που μας επιτρεπόταν να ακούσουμε από αυτό το σύμπαν το ιδιωτικό ήταν οι ήχοι, οι μουσικές.
Το μαγαζί έγινε καράβι, ο τραγουδιστής μέγας ιερέας που άνοιγε τις καρδιές και τις αλάφρωνε απ’ τα βάρη τα κρυφά και οι συνλειτουργοί τριγύρω να ακολουθούν κρατώντας τον ιερό Ρυθμό προεξέχοντας πάντα το αρμόνιο. Λες και όλο το μυστικό βρισκόταν ανάμεσα στο στήθος του μουσικού και στο αρμόνιο που τ’ ακουμπούσε, εκεί ήταν το μέγα ιερό λοιπόν, εκεί μέσα στο στήθος του ερασιτέχνη. Ένας ταπεινός χειριστής βαρέων μηχανημάτων στην κανονική του ζωή, που μέσα του έκαιγε φωτιά και τη νύχτα την άφηνε να τον κάψει ανεξέλεγκτη για ώρες. Ιερή η φωτιά που καίει τον άνθρωπο, ιερή η μεγάλη φωτιά που καίει τους ανθρώπους από απόσταση χωρίς να τους αγγίξει.
Το κρασί ήταν γλυκό αλλά δεν σε μεθούσε, ‘κείνη τη βραδιά το νιώθαμε όλοι, επρόκειτο περί συνωμοσίας μυστικής. Ένα λευτέρωμα ψυχών πάνω στο πειρατικό, ένα καράβι που άγνωστο πώς ανεβήκαμε ξένοι μεταξύ μας επιβάτες με τις χειραποσκευές ανά χείρας και ξάφνου όταν ξεκίνησε το ταξίδι αρχίσαμε να τις πετάμε, να τις αρπάζει το κύμα. Ξένοι που γίναμε γνωστοί κι ύστερα συνωμότες, φίλοι όχι κάτι βαθύτερο και ιερότερο ήταν κείνο το αλάφρωμα που μας συνέδεσε πριν μας αφήσει σε διαφορετικούς προορισμούς τον καθένα και ξαναγίνουμε ξένοι.
Το μαγαζί άδειασε τα πιάτα μαζεύτηκαν πλύθηκαν και μείναμε δέκα άτομα σκόρπια κι οι μουσικοί, ο τραγουδιστής να δίνει τη κατεύθυνση στο πλήρωμα και εμείς να ακολουθούμε χωρίς διάθεση αποβίβασης. Είναι αυτό το παραπάνω, η κατάθεση της ψυχής της ελληνικής, το πάρτο έτσι χαλάλι σου, το ντουέντε που δε χωρά μετάφραση, αυτό εισπράξαμε χθες και το επιστέγασμα της λειτουργίας ένα Αϊβαλιώτικο καρδιάς. Μερακλιδικο.
Χρόνια είχα να δω τέτοιο Αϊβαλιώτικο, αργό, σιγανό, βαρύ δίχως διάθεση επίδειξης, δίχως βήματα και φιγούρες, αυτό το «νιώθω και καταθέτω» γράφω σε ελάχιστα εκατοστά δίχως χαμόγελα παραπανίσα, το αφήνω εδώ και κάθομαι.
Χτες κείνο το παράξενο καράβι το δίχως όνομα εμένα μ’ άφησε στους παππούδες του νησιού μου, τους βρακάδες που πρόλαβα σα σε όνειρο, τους μετρημένους.
Ευλογημένο το ταξίδι, ευλογημένος ο τόπος, ευλογημένη η Αιολική μας ρίζα που επιμένει να βλασταίνει, ευλογημένοι και ‘μεις του κόσμου οι εραστές, οι ερασιτέχνες παντός είδους.