Από όταν ήμουνα μικρός, τις Κυριακές με έπαιρναν οι γονείς μου και πηγαίναμε στο χωριό, στο πατρικό του πατέρα μου για να φάμε με τον παππού και τη γιαγιά και να γυρίσουμε στο σπίτι αργά το απόγευμα. Όταν είσαι μικρός δεν σε νοιάζει που θα πας φτάνει να είσαι κοντά στη μαμά σου, όταν όμως μεγαλώνεις θέλεις να είσαι μαζί με τους φίλους σου, να έχεις κοντά τα παιχνίδια σου και πιο πολύ την Κυριακή που δεν έχεις διάβασμα και σχολείο.
Σε μένα δεν συνέβαινε αυτό. Ο παππούς κι η γιαγιά έμεναν σε ένα πέτρινο σπίτι με τεράστιο κήπο. Ο παππούς μου ήταν αγρότης, είχε χωράφια με ελιές, καπνά και κάνα δυο αμπελάκια. Στο στάβλο, δίπλα στο σπίτι είχε μια όμορφη φοράδα με κόκκινη τρίχα στη μακριά ουρά της κι ένα γαϊδαράκο, το Λουκά. Παραδίπλα στο σκοτεινό ντάμι έμεναν οι κατσίκες. Στο τέρμα του κήπου υπήρχε ο μπαξές, ένας λαχανόκηπος που έβγαζε χειμώνα- καλοκαίρι του κόσμου τα αγαθά με την φροντίδα και τον ιδρώτα του παππού και της γιαγιάς. Στην αριστερή άκρη του οικοπέδου, στο τέλος του μπαξέ υπήρχε το κοτέτσι- το κουμάσι- όπως το έλεγε η γιαγιά, με τις πετρωτές κότες, τις άσπρες πουλάδες και τον πλουμιστό κόκορα που όλες τις ώρες κακάριζε την δόξα και την κυριαρχία του. Με όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα με κέρδισε το χωριό. Πήγαινα με τον παππού στα χωράφια καβάλα στην φοράδα ή στο γαϊδουράκι κι ανάλογα με την εποχή γυρνούσαμε φορτωμένοι πότε με γλυκόξινα ρόδια, με αχλάδια, με κορόμηλα με κυδώνια , με σταφύλια ή με σύκα που στάζανε μέλι. Για μένα το χωριό έγινε ένα παραμυθένιο μέρος γεμάτο εκπλήξεις και περιπέτεια αφού εκτός από τον παππού και τη γιαγιά μου απέκτησα σιγά σιγά και φίλους που με μύησαν στα επικίνδυνα και ευφάνταστα παιχνίδια τους που στην πόλη δεν θα τα μάθαινα ποτέ.

Φτάναμε την Κυριακή στο χωριό συνήθως στις έντεκα και βρίσκαμε τον παππού κουστουμαρισμένο, φρεσκοξυρισμένο να έχει γυρίσει από την εκκλησία και να μας έχει φέρει αντίδωρο προσεχτικά τυλιγμένο στο λευκό μαντήλι του με την μαύρη ρίγα.
Η γιαγιά με την κυριακάτικη ρόμπα της και τη σκούρα ποδιά με τα μικρά καρό (το πεστιμάλι της, όπως έλεγε) με το συγκρατημένο χαμόγελο να διορθώνει την περμανάντ της και να ανοίγει μια πλατιά αγκαλιά που τους χωρούσε όλους αλλά είχε μια ξεχωριστή θέση στο κέντρο της για τον πατέρα μου. Μύριζαν κι οι δυο την ίδια κολόνια λεμόνι κι αυτό μόνο τις Κυριακές. Η γιαγιά σηκωνότανε αχάραγα την Κυριακή να δώσει στις κότες, να φτιάξει λαχανόπιτα και γαλατόπιτα, να βάλει το αρνί με τις πατάτες στο φούρνο και μετά να καθίσει με την ησυχία της, με μάτια κι αυτιά ανοιχτά να μάθει τα νέα που θα έφερνε ο γιός της από την πόλη, να μάθει για την προκοπή του ή για τις δυσκολίες του, να μοιραστεί μαζί του τις χαρές και τις πίκρες της δικής του ζωής.

Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, θα ήμουνα 6-7 χρονών, όταν ο παππούς έφερε στο τραπέζι του καθιστικού ένα ξύλινο κουτί γεμάτο μπεζ και καφέ τετραγωνάκια. Μόλις το ακούμπησε στο τραπέζι, έτρεξα να το περιεργαστώ και με το πρώτο άγγιγμά μου έκανε ένα παράξενο θόρυβο. Έβγαλα το μικρό σιδερένιο άγκιστρο από το καρφάκι που το κρατούσε στερεωμένο και το κουτί άνοιξε αποκαλύπτοντάς μου το παράξενο περιεχόμενό του : τριάντα δύο ξύλινα πραγματάκια, σαν μικρά αγαλματάκια !
Έβαλα τα χέρια μου μέσα στο κουτί κι άρχισα να τα ανακατεύω, να τα στήνω στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο, να τα επεξεργάζομαι ένα- ένα χωριστά.
-Θα μου τα χαρίσεις παππού; τον ρώτησα με αγωνία. Με κοίταξε με τα ήσυχα μάτια του και μου είπε σιγά
-Όχι ακόμα…
-Πού το βρήκες αυτό παππού; Τι είναι; Τον ρώτησα όλο περιέργεια..
Μου πρότεινε το ξύλινο σκαμνάκι και κάθισα κοντά του. Πήρε το κουτί στα γόνατά του και μου είπε πως το παιχνίδι αυτό το λένε σκάκι. Παίζεται με δυο παίκτες . Πιάνοντας στο χέρι του ένα από τα ξύλινα πραγματάκια που στα παιδικά μου μάτια έμοιαζαν σαν αγαλματάκια μου είπε ότι κάθε ένα από αυτά ονομάζεται πιόνι και κάθε παίκτης παίρνει δέκα έξι ίδιου χρώματος: ένα βασιλιά, μια βασίλισσα, δυο πύργους, δυο ίππους, δυο αξιωματικούς και οκτώ πιόνια.
-Ξέρεις να παίζεις αυτό το παιχνίδι παππού; Ποιος στο έμαθε;
Άπλωσε το χέρι του και μου χάιδεψε το κεφάλι και μετά με σιγανή και σταθερή φωνή μου είπε την ιστορία με λόγια που μετά από χρόνια κατάλαβα πως ήταν διαλεγμένα με προσοχή για να μην τρομάξουν την παιδική μου ψυχή.

…Πως χρόνια πριν, όταν ήταν νέος κάποιοι στρατιώτες με έναν αρχηγό που τον λέγανε Ετσιθέλω πήρανε τα όπλα και φώναξαν από τα μεγάφωνα, να το ακούσει όλη η χώρα πως από κείνη τη στιγμή και μετά όλοι θα πρέπει να λένε και να κάνουνε ότι αποφασίζουνε και διατάζουνε αυτοί! Κανένας δεν θα μπορεί να έχει διαφορετική γνώμη! Όλοι πρέπει να λένε ότι ο Ετσιθέλω και οι φίλοι του είναι οι καλύτεροι και πως χάρη σ΄ αυτούς όλοι ήταν ευτυχισμένοι.
Αν κάποιος έλεγε κάτι διαφορετικό από αυτά που επέτρεπε ο Ετσιθέλω κι η παρέα του θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα…
Όμως οι άνθρωποι που αγαπούσαν την ελευθερία τους και που ήθελαν όλοι να ζουν αγαπημένοι και να κάνει ο καθένας αυτό που του αρέσει χωρίς να κάνει κακό στον διπλανό του δεν ήθελαν να ζουν με το φόβο και τις διαταγές του Ετσιθέλω και έλεγαν ότι είναι άδικο να κυβερνάει και πως έπρεπε να φύγει. Μόλις το έμαθε αυτό ο Ετσιθέλω από τον φίλο του τον Αυτιά που κρυφάκουγε και από τον Γουρλομάτη που παρακολουθούσε τι έκαναν οι άνθρωποι έδωσε διαταγή να τους πιάσει όλους ο αστυνόμος Μπαλαούρος.

Έτσι ο παππούς μου με πολλούς άλλους ανθρώπους που άλλους τους ήξερε κι άλλους τους έβλεπε πρώτη φορά βρέθηκε στο γραφείο του Μπουντρούμη που θυμωμένος τον ρώτησε αν είναι αλήθεια ότι λέει πως ο Ετσιθέλω δεν είναι καλός αρχηγός κι ότι θέλει να φύγει.. Τον ρωτούσε και τον ξαναρωτούσε να του πει και ποιοι άλλοι λένε τέτοια πράγματα για έναν υπέροχο άνθρωπο σαν τον Ετσιθέλω που μόνο το καλό τους θέλει. Ο παππούς μου δεν μιλούσε κι αυτός του είπε ότι θα φάει ξύλο. Εγώ μόλις άκουσα τον παππού μου να το λέει αυτό γέλασα πρώτον γιατί η φράση «θα φας ξύλο» είναι από μόνη της παράλογη και παράξενη γιατί δεν μπορώ να καταλάβω πως μπορεί κάποιος με το στόμα του να φάει ξύλο και δεύτερο όταν μου έλεγε η μαμά μου πως θα φάω ξύλο όταν έκανα καμιά αταξία το πολύ – πολύ να μου έριχνε καμιά παντοφλιά ή αν ήτανε καλοκαίρι να μου έριχνε καμιά με τη μυγοσκοτώστρα στα πόδια κι όταν της έφευγε ο θυμός με έπαιρνε αγκαλιά και με κανάκευε. Φαντάστηκα λοιπόν τον Ετσιθέλω να κυνηγάει τον παππού με την παντόφλα… Όμως όπως έμαθα πολύ αργότερα ο παππούς δεν έφαγε τέτοιο ξύλο.

Μετά από κάνα δυο μέρες, συνέχισε ο παππούς, ήρθαν κάτι μεγάλα φορτηγά και τον πήραν μαζί με τους άλλους που θέλανε να διώξουνε τον Ετσιθέλω και τους πήγαν σε ένα λιμάνι και μετά τους φορτώσανε σε κάτι καράβια και τους πήγανε σε ένα νησί. Εγώ μόλις το άκουσα αυτό δεν μου φάνηκε και τόσο κακό γιατί και μας μια φορά μας είχε πάει ο μπαμπάς διακοπές στη Θάσο κι είχαμε περάσει πολύ ωραία.
Όμως το νησί που πήγε ο παππούς και οι φίλοι του δεν είχε καθόλου σχεδόν δέντρα, μόνο μεγάλα βράχια και έναν αέρα που δεν σταματούσε χειμώνα καλοκαίρι. Εγώ με τη μαμά και τον μπαμπά πήγαμε στη Θάσο με τα καταπράσινα πεύκα και το δροσερό αεράκι και μείναμε όσες μέρες θέλαμε και μετά γυρίσαμε στο σπίτι μας. Κι ο παππούς ήθελε πολύ να γυρίσει στο σπίτι του αλλά δεν τον άφηνε ο κύριος Μπουντρούμης. Ένας άλλος κύριος Αγγαρείας τους έβαζε όλους να κάνουν δουλειές ενώ ο Κύριος Βάσανος κι ο κύριος Μπερντάκης τους έβαζε κάθε μέρα να κάνουνε δύσκολες γυμναστικές…
Όταν είχαμε πάει εμείς διακοπές στη Θάσο τρώγαμε όλο στην ταβέρνα σουβλάκια και κοτόπουλα και πολλές φορές παίρναμε και πίτσα αλλά στον παππού σερβίρανε μόνο φασόλια χαλασμένα που είχαν μέσα και σκουλήκια και τα έτρωγε και τον πόναγε η κοιλιά του κι όλο πήγαινε στην τουαλέτα.
Του έλεγαν ότι άμα γράψει μια ωραία έκθεση που θα λέει ότι αγαπάει τον Ετσιθέλω και τους φίλους του θα του δώσουνε να φάει ότι τραβάει η ψυχή του και θα τον βάλουνε στο καράβι που θα τον πήγαινε πίσω στο σπίτι του. Όμως ο παππούς δεν έλεγε ψέματα και αυτοί του έδιναν κάθε μέρα να τρώει σαρδέλες με μπόλικο αλάτι και μετά ο παππούς διψούσε και δεν του έδιναν νερό, ούτε μια πορτοκαλάδα…

Έτσι ο παππούς μου έμεινε στο ξερό αυτό νησί όχι για ένα καλοκαίρι αλλά για εφτά ολόκληρα χρόνια … Στα κρυφά με ξύλο από τα λίγα δέντρα που υπήρχαν και με εργαλεία που μόνοι τους έφτιαχναν σκάλισε ένας ξυλουργός αυτά τα πιόνια κι έφτιαξε το κουτί από το σκάκι και το χάρισε σε ένα δικηγόρο από τα Τρίκαλα που πολύ του άρεσε αυτό το παιχνίδι. Όταν ο δικηγόρος γνώρισε τον παππού και μετά έμεναν μαζί, τον έμαθε να παίζει.
Μετά από εφτά χρόνια σ΄ αυτή την κατασκήνωση κι αφού όλοι καταλάβανε πόσο κακός ήτανε ο Ετσιθέλω κι η παρέα του, ξεσηκώθηκαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές και έτσι ο παππούς μου και όλοι οι άλλοι γυρίσανε στα σπίτια τους. Ο παππούς έφερε μαζί του και το σκάκι που κάτω από τη βάση κάθε πιονιού είχε χαραγμένο το όνομα από κάποιον φίλο του. Μόνο κάτω από τη βάση της μιάς βασίλισσας έγραφε το όνομα της γιαγιάς μου ενώ η μαύρη βασίλισσα ήταν ανώνυμη.

Με έμαθε κι εμένα σκάκι αλλά ποτέ δεν ολοκλήρωσα μαζί του μια παρτίδα γιατί ο χρόνος για τον παππού κυλούσε τόσο αργά που δεν μπορούσα να το αντέξω… Έχω όμως το σκάκι για να μου θυμίζει εκείνον και να μου υπενθυμίζει τόσα πολλά…