Κάποτε, κάποιες δεκάδες χρόνια πριν, στην παλιά μου γειτονιά, απέναντι από το πατρικό μου υπήρχε ένα περίπτερο. Το είχε ο γείτονάς μας, ο Κυρ- Βαγγέλης που ήταν ανάπηρος πολέμου. Τον θυμάμαι μια ζωή γέρο με το άσθμα του να τον κάνει να ανασαίνει βαριά, με ένα υπόκωφο θόρυβο σαν να έβραζε μια κατσαρόλα στα σωθικά του και τη φωνή του μόλις να ακούγεται όταν έβριζε, γιατί αυτό έκανε περισσότερο παρά μιλούσε.

Το περίπτερο το κρατούσε η κόρη του η Μαρία που μου έριχνε τρία χρόνια όταν εγώ πήγαινα στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου.
Όταν θυμάμαι τη Μαρία μου έρχεται στο μυαλό πάντα η εικόνα του ηθοποιού Κώστα Βουτσά… Ίδια μου φαινότανε με το κοντοκουρεμένο μαλλί, τα φωτεινά γαλαζοπράσινα μάτια και το παιδικό χαμόγελο που δεν έσβηνε όλη μέρα από τα χείλη της. Είχε μια μπάσα φωνή με μια βελούδινη χροιά που σε έκανε να αισθάνεσαι όμορφα όλες τις μέρες της φιλίας μαζί της.
Τότε κάναμε πολύ παρέα. Ώρες κλεισμένες μέσα στο τετράγωνο κουτί με τους θησαυρούς…

Περιστοιχισμένες από κούτες με τσιγάρα, πολύχρωμα κουτιά με κάθε είδους σοκολάτες κι άλλα διάφανα, με καραμέλες τσάρλεστον και γάλακτος με την αγελαδίτσα, κούτες με σπίρτα, τσιμπιδάκια, μπαλόνια , φακούς και αναπτήρες και χίλια δυο μικροπράγματα και μπιχλιμπίδια της δεκάρας. Καθόμασταν σε ένα μικρό παγκάκι που με το ζόρι χωρούσε κι έπρεπε να το μετακινείς για να ανοίξει και να κλείσει η πόρτα και παίζαμε με τις ώρες φιδάκι και γκρινιάρη. Όταν βαριόμασταν διαβάζαμε τζάμπα όλα τα περιοδικά της εποχής και κάναμε τον καλλιτεχνικό σχολιασμό. Πάντα μέσα στο περίπτερο βρισκόταν το ραδιόφωνο και το πικάπ της Μαρίας για να ακούμε ξανά και ξανά τα τραγούδια του Δάκη που λάτρευε κι είχε κρεμασμένη με μια πινέζα την φωτογραφία του με την αφιέρωση «στη Μαρία με αγάπη» από μια φορά που είχε λυσσάξει να τον δει και την είχε πάει η μάνα της, η κυρά- Καλλιόπη. Δεν έχανε ευκαιρία να αναφερθεί σ’ αυτή τη ξεχωριστή στιγμή της ζωής της με ένα ονειροπόλο βλέμμα σαν να μιλούσε για τον πρίγκηπα του παραμυθιού.

Όλο το χειμώνα τρώγαμε περισσότερες σοκολάτες και καραμέλες από όσες πουλούσαμε και το καλοκαίρι κάναμε νούμερα κατανάλωσης στα παγωτά, χωρίς να μας φοβίζουν οι βλαστήμιες του κυρ- Βαγγέλη που απευθύνονταν σε όλους ανεξαρτήτως ηλικίας.
Κάναμε χαβαλέ με τους γέρους που βαριακούγανε και χαζεύαμε όταν σχόλαγε η ΣΕΛΕΤΕ που ήταν πάρα πάνω και γέμιζε ο δρόμος σπουδαστές που μιλούσαν ζωηρά και έρχονταν για να πάρουν τσιγάρα, εφημερίδες ή κανένα αναψυκτικό. Τότε κάναμε τα άτυπα καλλιστεία μας και λέγαμε ποιος μας αρέσει και ποιος όχι.
Τότε η ζωή είχε τα χρώματα από τα εικονογραφημένα κλασικά, την αφέλεια του Γκούφυ, τον φόβο του Μαύρου Πιτ (που του έμοιαζε ο Κυρ- Βαγγέλης) το ξάφνιασμα από ένα μπαλόνι που σπάει και τη γλύκα από ένα γλειφιτζούρι κοκοράκι από αυτά που έβαζε η Μαρία μπροστά – μπροστά για κράχτες για τα πιτσιρίκια. Ακόμα υπήρχαν τα τσιγάρα χύμα για τους άφραγκους και η σοκολάτα της μιας δραχμής που σου έφερνε τόση ευτυχία. Ίσως όταν είσαι μικρός τα μάτια σου κι η ψυχή σου την ανακαλύπτουν στα πιο μικρά πράγματα και στα πιο απίθανα μέρη. Όταν μεγαλώνεις και τα θυμάσαι καταλαβαίνεις την ασημαντότητά τους μα αυτό δεν είναι ικανό να σου χαλάσει την μαγεία που έζησες όσο κι αν ο ρεαλισμός προσπαθεί να στη γκρεμίσει…
Το περίπτερο της Μαρίας έκλεισε, η Μαρία από περιπτερού έγινε μοδίστρα κι έφαγε τα νιάτα της στις βιοτεχνίες μέχρι που καμπούριασε κι η φωνή της έγινε πιο μπάσα από το τσιγάρο κι όταν βρισκόμαστε που και που έπινε αργά ένα ουίσκι και το γαλαζοπράσινο βλέμμα της είχε μια συννεφιά και το γέλιο της μια πικράδα. Η φωτογραφία του Δάκη κιτρίνιζε μέσα στο εξώφυλλο κάποιου δίσκου του κι η Μαρία άκουγε από το κασετόφωνο λαϊκά.

Σε μια άλλη γειτονιά, μακριά από τον τόπο μου κι από αυτή την ηλικία της ξενοιασιάς ψωνίζω από το περίπτερο μιας άλλης Μαρίας. Στη γωνία της πλατείας κλεισμένη στο κουτί της, καθώς κοιτά πίσω από τους φακούς του κοκάλινου σκελετού της, από το συρόμενο παραθυράκι του περιπτέρου μοιάζει σαν φαροφύλακας και η πλατεία είναι μια νησίδα. Αυτή εκεί στο βράχο της με την πραμάτεια της, τις μπάλες, τις δωροσακούλες και τις συσκευασίες από τα γαριδάκια να γυαλίζουν στο φως του ήλιου ή από τις λεντ λάμπες της πλατείας το βράδυ, καλεί μεγάλους και μικρούς σε πειρασμούς κι ατασθαλίες…
Πίσω από την πλάτη της μια στοίβα βιβλία που δεν δανείζονται την βοηθούν να περάσει τις ατέλειωτες ώρες της. Τα μάτια της σκανάρουν κάθε κίνηση και τα χέρια της σχεδόν αυτόματα με το που βλέπουν τον συχνό πελάτη του δίνουν τα τσιγάρα του προτού τα ζητήσει. Μπροστά στο παραθυράκι σε ένα κομμάτι χαρτί, πρόχειρα γραμμένο με μαρκαδόρο βλέπεις το μήνυμα- τελεσίγραφο «Βερεσέ δεν έχει». Την άνοιξη που ανθίζει η κουτσουπιά ανθίζει κι η Μαρία. Κάθεται έξω από το περίπτερο στην πλαστική καρέκλα κι απλώνει τα πόδια σε ένα σκαμπό. Κατά τις δέκα αφήνει «το μαγαζί» ανοιχτό και πάει στο φούρνο. Παίρνει τυρόπιτες κι ότι άλλο της κάνει κέφι και απολαμβάνει… Ανταλλάσσει καλημέρες και νέα με όλους και δεν φαίνεται στιγμή να πλήττει…

Τα καλοκαίρια η πλατεία είναι γεμάτη ζωή κι η Μαρία έχει τις δόξες της. Τα πιτσιρίκια πολιορκούν το περίπτερο, καθώς τα καφενεία και τα τσιπουράδικα γεμίζουν κόσμο. Ποδήλατα, καροτσάκια, παιδικές φωνές και η παράξενη μελωδία από το ελικοπτεράκι και το άλογο που δεν σταματούν να δέχονται κέρματα για να κάνουν τη βόλτα τους οι μικροί πελάτες δημιουργεί μια αίσθηση λούνα παρκ.

Ένα λούνα παρκ μήπως δεν είναι κι η ζωή; Ένα περίπτερο με χίλιους δυο πειρασμούς στη μέση μιας πλατείας, άλλοτε με μια ανθισμένη κουτσουπιά κι άλλοτε βυθισμένο στα ξερά φύλλα του φθινοπώρου.