Αυτό το βράδυ μη κοιμηθείς, του είπε… Να μείνεις ξάγρυπνος δίπλα μου και να είναι το φεγγάρι πορτοκαλί φανάρι στον ουρανό… Να κρατάω το χέρι σου και να μετρώ, σαν νομίσματα, μες στην παλάμη σου τα ζεστά φιλιά που μέχρι τώρα σου έχω δώσει και τα άλλα, που σου χρωστώ να σημειώνω στου ουρανού το δεφτέρι που η νύχτα θα κρατά ανοιχτό και θα χωράει όλου του κόσμου τους λογαριασμούς.
Εκείνος την έκλεισε μέσα στα χέρια του κι ένοιωθε την καρδιά της να μετρά πάνω στο στήθος του τα δευτερόλεπτα, τις στιγμές, τις δικές του και του κόσμου όλου. Γιατί να μην είναι πάντα η ζωή μια εύγλωττη σιωπή γεμάτη φως; Πόσες μεταφράσεις κι αποκωδικοποιήσεις χωράνε η αγάπη, η ειρήνη, η φιλία, για να λειτουργούν;

Εκείνη μέτραγε τις αναμνήσεις της, προσπαθούσε να βάλει τις επιθυμίες της σε μια τάξη, να βρει ένα άστρο για να κρεμάσει την κάθε μια μέσα στο άπειρο, έτσι…χωρίς να σκέφτεται το χρόνο, λες και υπήρχε το πάντα…
Με τη σελήνη να πλέει αργά στον ουρανό άρχισε να του λέει μια ιστορία για το φεγγάρι της συγκομιδής.
Πως ήταν λέει τα χρόνια τα παλιά ένα παλληκάρι που βρέθηκε να δουλεύει στο χωράφι μια τέτοια νύχτα που το φεγγάρι ήταν ολόφωτο και την έκανε να μοιάζει με μέρα. Απόμεινε κι αυτός αργά να αποσώσει τη δουλειά του. Κάποια στιγμή που σταμάτησε να πιεί λίγο νερό και να ξεκουραστεί, την είδε φεγγαρόλουστη να ανεβαίνει από το ποτάμι…
Με λιτά μαλλιά και ρούχα φτιαγμένα από ομίχλη και σύννεφα της δύσης του μίλησε γλυκά. Ήξερε το όνομα και τη γενιά του και πήρε να τον βοηθά δίχως να βαρυγγωμά, δίχως να ιδρώνει, χωρίς μια γρατζουνιά στα λευκά της χέρια από τη σκληρή δουλειά, δίχως να πέσει ένα λουλουδάκι από το στεφανωμένο κεφάλι, δίχως να σκιστεί πουθενά το συννεφένιο φουστάνι της.

Όταν απόσωσαν ξάπλωσαν στο νοτισμένο χώμα και τον τύλιξε με το λευκό της κορμί. Τον κράτησε σαν μωρό και τον νανούρισε στη γλώσσα του ποταμού που εκείνος δεν γνώριζε αλλά μιλούσε στην καρδιά του τόσο καθαρά που έφτανε ως τα βάθη της.
Όταν φάνηκε ο αυγερινός εκείνη πάτησε στο τελευταίο χνάρι της νύχτας και χάθηκε στο μονοπάτι που κατέβαινε στο ποτάμι.

Οχτώ φεγγάρια αντάμωναν με την κόρη του ποταμού, στην αγκαλιά του ήρεμου φθινόπωρου και τον ένατο χρόνο όσο κι αν περίμενε αυτός εκείνη δεν φάνηκε. Ρώτησε το φεγγάρι και απόκριση δεν πήρε για την κόρη, την ξωτικιά της καρδιάς του. Ρώτησε δέντρα και βουνά κι αυτά δεν του μιλήσαν. Του ‘μεινε μόνο ο ποταμός και πάει και τον βρίσκει. Μέσα από τα πράσινα νερά, σε δίνες και ρουφήχτρες άκουσε το τραγούδι της . Μπαίνει και κολυμπάει…Τα ψάρια, τα νερόφιδα ούτε που λογαριάζει…μα όσο μακραίνει χάνεται εκείνης το τραγούδι… Κι αφήνεται στον ποταμό, κοντά της να τον πάει… Κι αυτός κυλάει και χάνεται κι ακόμα τον πηγαίνει…

Κόντευε να ξημερώσει όταν τέλειωσε η ιστορία. Ήθελε να του πει να μην την αφήσει ποτέ μα σφάλισε το στόμα της γιατί αυτός κοιμόταν…

Το φεγγάρι ήταν ένας κύκλος από λευκό καπνό που σιγά- σιγά διαλύονταν στο γαλανό ουρανό της καινούριας μέρας.