Ξύπνησα λίγο μετά τις οκτώ. Καλοκαιρινό πρωινό (σχεδόν μέσασε ο Ιούνιος) τυλιγμένο σε γκρι σύννεφα, μεταμφιέστηκε σε φθινοπωρινό για να με μπερδέψει…

Σχεδόν με την αφή, ανοίγω το ραδιόφωνο, σταθερά τον τελευταίο καιρό στο Δεύτερο πρόγραμμα κι αμέσως ξεχύνονται οι πρώτες νότες. Ανακατεύονται με τον καφέ στιγμής, γλυκαίνονται με λίγη ζάχαρη και θρονιάζονται μαζί μου στο τραπέζι. Και τότε είναι που σκαλώνω…
Πώς γίνονται τα τραγούδια; Αυτά που μας συντροφεύουν σε κάθε στιγμή της ζωής μας και που χωρίς αυτά δεν ξέρω πως θα ήταν;
Εκεί που είμαι καρφωμένη στον αφρό του καφέ, σχεδόν απούσα όπως συμβαίνει πάντα όταν παίρνει μπρος η ονειροφαντασία μου, αρχίζει να ξετυλίγεται σαν ταινία η ιστορία…

Είναι λέει ένας παλιός σταθμός τρένου, δεν έχει σημασία αν είναι στην Αθήνα, στο Λονδίνο ή σε οποιαδήποτε πόλη του κόσμου… Είναι λίγο πριν το μεσημέρι, τρένα πηγαινοέρχονται ξερνάνε και καταβροχθίζουν ανθρώπους που βιαστικοί ρίχνουν μια κλεφτή ματιά στον μεγάλο ρολόι που μετρά τις ζωές τους την ίδια στιγμή που ο αφέντης χρόνος, τους τις τρώει ενώ αυτοί οι χαζοί νομίζουν ότι τον διαφεντεύουν.
Ένα ζευγαράκι κατεβαίνει τη σκάλα, τα χέρια τους είναι μπλεγμένα. Αυτός έχει στον ώμο περασμένο με τη θήκη ένα όργανο. Έχει μακριά μαλλιά πιασμένα κότσο με ένα μαύρο λαστιχάκι. Φοράει μπλου τζιν και γκρι πάνινα παπούτσια. Εκείνη είναι κοντοκουρεμένη, έχει τατού μια πεταλούδα στον αριστερό ώμο που τον αφήνει γυμνό η φαρδιά μπλούζα της.

Ο νεαρός κοιτάζει για λίγο δεξιά- αριστερά κι ύστερα πιάνει μια θέση πιο πέρα από την αποβάθρα κι από τη σκάλα. Την καλεί και πάει κοντά του. Ανοίγει τη θήκη και βγάζει την κιθάρα του. Περνάει το λουρί στο λαιμό του και χαϊδεύει με την παλάμη του όλη την επιφάνειά της σαν να την παρακαλεί να του τα δώσει όλα. Στέκεται μπροστά στην ανοιχτή θήκη κι αμήχανα αρχίζει να παίζει τις πρώτες νότες…
Εκείνη τον ενθαρρύνει με το βλέμμα κι ένα δειλό χαμόγελο. Το απλήρωτο νοίκι τον απειλεί κάνοντας τη φωνή του λυπημένη. Περνάει στο ρεφρέν, λίγο πιο δυνατά, είναι μέσα στο ρυθμό κι αφήνεται… Μετά από δυο τρία τραγούδια είναι στον κόσμο του, παίζει και τραγουδάει γι’ αυτόν. Ούτε που βλέπει τα νομίσματα που μαζεύονται στη θήκη. Εκείνη τα βλέπει. Η χαρά της πέφτει μέσα στη θήκη και κουδουνίζει δίπλα στα κέρματα.
Τον σταματάει. Το χέρι της πιάνει το λαιμό του, τον φέρνει κοντά της για ένα φιλί.

-Πες μου πως μ αγαπάς… του λέει
-Το ξέρεις… Στο έχω πει χίλιες φορές. Σ αγαπώ.
-Όχι έτσι… Θέλω να μου το πεις όπως δεν μου το έχεις ξαναπεί ποτέ…
-Σταμάτα να κάνεις σαν παιδί… κι επιτέλους δεν μπορεί όλες τις στιγμές να είσαι το κέντρο του κόσμου…
Εκείνη αποτραβήχτηκε στο παγκάκι, μάζεψε τα πόδια της και κύκλωσε τα γόνατα με τα χέρια της. Ένα παράπονο σαν διάφανο πέπλο σκέπασε την πεταλούδα στον ώμο της.

Εκείνος ένοιωσε ένα κόμπο στην καρδιά του και φοβήθηκε στην ιδέα ότι μπορούσε εκείνη να μπει στο επόμενο τρένο που θα έφτανε στην αποβάθρα και να μην την ξαναδεί ποτέ!!! Ένοιωθε την καρδιά του σαν ένα κομμάτι ξερό ψωμί… Την ακούμπησε με την παλάμη του κι ένοιωσε να τρίβεται σε άπειρα μικρά ψίχουλα που σκόρπισαν μπρος στα πόδια του.
Την ίδια στιγμή από την είσοδο και την έξοδο του σταθμού δεκάδες πουλιά μπήκαν θορυβώδικα, πετώντας πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων κι άρχισαν με τα μαύρα και τα γκρίζα ράμφη τους να τσιμπολογάνε τα ψίχουλα της καρδιάς του χαράζοντας πάνω στο δάπεδο σημάδια, μαύρες νότες σ΄ ένα φανταστικό και τόσο παράξενο πεντάγραμμο.
Τα μάτια του διάβαζαν την παρτιτούρα, τα δάχτυλά του την πέρναγαν στις χορδές κι η μελωδία γέμιζε τον σταθμό. Στο μεγάλο ρολόι οι δείκτες ακινητοποιήθηκαν, τα τρένα έμειναν σταματημένα με ορθάνοιχτες τις πόρτες τους κι οι επιβάτες σιωπηλοί άκουγαν… Όλα θύμιζαν παγωμένο πλάνο ταινίας…

Εκείνη τότε σαν να αποκρυπτογράφησε ένα μήνυμα κρυμμένο πίσω από τη μελωδία άρχισε να την ντύνει με στίχους και να την τραγουδά. Κι ήταν αυτό το τραγούδι, αυτό το αλλιώτικο «σ’ αγαπώ» που ήθελε ν΄ ακούσει…
Μετά τα τρένα ξεκίνησαν πάλι για τους προορισμούς τους κι οι άνθρωποι ξαναβρήκαν τους γρήγορους ρυθμούς τους.

Το τραγούδι έφυγε μαζί με τα πουλιά, βγήκε στην πόλη και πέταξε… Γιατί το τραγούδι άμα μείνει μόνο σ΄ αυτόν που το έφτιαξε φυλακίζεται… Το τραγούδι είναι αδέσποτο σκυλί, είναι τσιγγάνος που γυρνάει τη γη… Είναι ένας μενεστρέλος που λέει μελωδικές ιστορίες σε χωριά και σε πόλεις, να την ακούν οι οδοιπόροι στο δρόμο για το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα. Το τραγούδι σου παραδίνεται χωρίς όρους για να βάλεις κάτι από τη δική σου ιστορία ανάμεσα στα στιχάκια του, να του δώσεις τη δική σου ερμηνεία, να το κάνει δικό σου. Να δακρύσεις σε ένα κουπλέ, να ταξιδέψεις στα απάτητα μέρη του σαν «πελαργός που έχει πάρει το φεγγάρι ξοπίσω», να ενωθείς σε μια φωνή στις συναυλίες και να χορέψεις με τα χέρια ψηλά.

Το τηλέφωνο χτυπάει επίμονα… Τρομάζω και συγχρόνως γειώνομαι. Ο καφές μου έχει κρυώσει και κάτι στιχάκια μου παραμένουν ατραγούδιστα κι ορφανά στα συρτάρια…

Ο ήλιος έχει τρυπήσει ένα σύννεφο και το ραδιόφωνο παίζει κάτι που μ’ αρέσει…