Ο παππούς ήταν άνθρωπος της γης.
Είχε ζήσει όλη του τη ζωή μες στην αγκαλιά της, βυζαίνοντας τους καρπούς της.
Μερικές φορές νόμιζα ότι αγαπούσε πιο πολύ τα δέντρα και τα αμπέλια του, παρά τους ανθρώπους.
Η γιαγιά είχε φύγει κάποια χρόνια πριν, αλλά εκείνος αρνιόταν πεισματικά να έρθει να μείνει στην Αθήνα με τα παιδιά του.
Τα καλοκαίρια στο χωριό μαζί του, είναι ό,τι πιο όμορφο έχω να θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια.
Με φρόντιζε, μου μάθαινε τις παραξενιές που έκρυβε το χώμα και τα μυστικά ψιθυρίσματα της φύσης.
Εκείνο το καλοκαίρι έκλεινα τα δέκα.

Ο παππούς είχε πεθάνει τον προηγούμενο χειμώνα κι εγώ δεν έβρισκα λόγο να πάμε, αφού δεν θα ήταν εκείνος.
Με πήραν οι γονείς μου τραβώντας με και η αλήθεια είναι ότι επειδή πάντα ήμουν κοιλιόδουλη, με δελέασαν με την υπόσχεση ότι φέτος θα έτρωγα όσα σύκα ήθελα μια και κάθε χρόνο μου έβαζαν περιορισμούς για ευνόητους λόγους.
Εκεί στην αυλή υπήρχε μια συκιά που είχε φυτέψει ο παππούς πριν από πολλά χρόνια.
Από κάτω είχε φτιάξει ένα πετρόχτιστο ντιβάνι όπου καθόταν ή ξάπλωνε όταν βρισκόταν στο σπίτι και δεν τριγυρνούσε στα χωράφια.
Την αγαπούσε τόσο πολύ τη συκιά, που μερικές φορές νόμιζα ότι ήταν το άλλο του παιδί, αυτό που είχε σκαρώσει με την ερωμένη του… τη γη.
Κάθε πρωί έβγαινα τρέχοντας να κάτσω στη σκιά του δέντρου και να απολαύσω τα σύκα που μου άφηνε πριν φύγει για τα κτήματα.
Διάλεγε τα πρωινά, τα πιο ζουμερά και γλυκόσαρκα, εκείνα που ίσα έσταζαν κόκκινο μέλι όταν τα καθάριζες, δείγμα ότι δεν ήταν ούτε άγουρα ούτε τόσο ώριμα για να σε λιγώνουν και να σε απογοητεύουν με τη ρευστή υφή τους.

Τα είχε κρυμμένα μόνο για μένα μέσα σε πήλινη γαβάθα που βουτούσε από πριν στο νερό και κρατούσε τη δροσιά.
Όταν τα έβαζα στο στόμα μου, ήξερα ότι και οι πρωτόπλαστοι αυτά έτρωγαν στον κήπο της Εδέμ, που μας μάθαιναν στο σχολείο.
Το καλοκαίρι μετά το θάνατο του παππού, οι δικοί μου αποφάσισαν ότι είχε φτάσει η ώρα να κόψουν το δέντρο που οι ρίζες του είχαν φτάσει ως τα θεμέλια του σπιτιού και από ώρα σε ώρα θα τα πετούσαν έξω.
Μέχρι τότε ο παππούς δεν το επέτρεπε γιατί «δεύτερη συκιά σαν αυτή δεν υπήρχε» και αυτά που έλεγαν οι άλλοι «ήταν βλακείες».
Τα δέντρα έχουν ψυχή και αγαπούν τους ανθρώπους που τα φροντίζουν.
Σιγά μην έριχναν οι ρίζες της το σπίτι.
Όταν έπρεπε, θα ξεστράτιζαν.
Έτσι έλεγε ο παππούς.
Μάταια έκλαιγα και φώναζα στους γονείς μου ότι δεν μπορούσαν να σκοτώσουν τη συκιά. Δεν καταλάβαιναν…
Τελικά, αναγκάστηκα να τους αποκαλύψω όλη την αλήθεια.
Κάθε βράδυ πριν κλείσω τα μάτια μου να κοιμηθώ, έβλεπα από το παράθυρο μου τον παππού, που έρχονταν και κάθονταν στη συκιά για να ξαποστάσει.
Έμενε εκεί και κοιμόταν μέχρι το πρωί.

Οι δικοί μου γελούσαν και με έλεγαν ονειροπαρμένη, ενώ η μάνα μου ψιθύριζε κρυφά στον πατέρα μου ότι ίσως έπρεπε να με δει γιατρός στην Αθήνα.
Έριξαν στις ρίζες πετρέλαιο, μετά χλωρίνη, μα η συκιά εκεί.
Τελικά, μια μέρα που έλειπα, ήρθε η μπουλντόζα και πέταξε το δέντρο.
Μαζί και το πετρόχτιστο ντιβάνι.
Έμεινε μια τρύπα να χάσκει κι εμένα να μου θυμίζει τρομερό μάτι Κύκλωπα.
Γέμισαν την τρύπα με ασβέστη και τη σκέπασαν με χώμα.
Δεν ξαναπερπάτησα ποτέ στο μέρος της αυλής που ήταν κάποτε η συκιά.
Το θεωρούσα ιεροσυλία.
Νόμιζα πως εκεί έθαψαν τον παππού δεύτερη φορά κι εγώ πατούσα στον τάφο του.
Λίγες μέρες μετά την αποκαθήλωση της συκιάς, βρήκα δύο σύκα στο περβάζι του παραθύρου μου.
Από τότε τα έβρισκα κάθε πρωί, για όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι.
Μόνο τότε ησύχασα ότι ο παππούς μάς είχε συγχωρέσει όλους.
Τώρα πια, έχω μεγαλώσει.
Σύκα δεν βρίσκω.
Το σπίτι έχει περάσει σε μένα και οι δικοί μου έχουν φύγει κι αυτοί.
Ξαναφύτεψα μια συκιά.
Στο ίδιο σημείο.

Μόλις μεγαλώσει αρκετά, ίσως εμφανιστούν και πάλι τα αγαπημένα φρούτα στο περβάζι μου.
Μπορεί τότε να ξαναρθεί και ο παππούς να κοιμηθεί από κάτω.
Ίσως έτσι καταφέρω να βρω πάλι το δεκάχρονο κορίτσι που δεν το τρόμαζε ο θάνατος των αγαπημένων του.
Ήξερε ότι εκείνοι θα γύριζαν πάντα στα μέρη που αγάπησαν, για να φανερωθούν σε αυτούς που δεν τους φόβιζαν οι δυνατές ρίζες των δέντρων.
Μου λείπει πολύ εκείνο το κορίτσι…
Το ίδιο κι ο παππούς.