«Το πρόβλημά μου δεν είναι που σ’ αυτή την ηλικία, σακατεμένος – παίρνω τους δρόμους κάθε πρωί και ψάχνω για δουλειά, και δουλειά δε βρίσκω.
Η Νέα Ιωνία, το Ηράκλειο, το Περιστέρι, ο Πειραιάς, μοιάζουνε με βομβαρδισμένα τοπία. Τα κτήρια από τα εργοστάσια, πτώματα που χάσκουν με πόρτες και παράθυρα ανοιχτά. Τα σκότωσαν και τα άφησαν εκεί για να τα βλέπει ο κόσμος που γυρεύει να δουλέψει, και να φεύγει. Όταν περνάς με τον Ηλεκτρικό, τα κοιτάζεις και σου σπαράζει η καρδιά. Έρχονται στο μυαλό σου εικόνες από τα παλιά, όχι και τόσο παλιά, που το πρωί ανέβαινε το τραίνο φίσκα στον εργατόκοσμο. Γυναίκες, άντρες και πολλούς νέους. Μιλούσαν μεταξύ τους, γελούσαν, λέγανε φωναχτά αυτά τα φτωχά όνειρά τους. Αγαπιόντουσαν μέσα στα υφαντουργεία, τα παπουτσάδικα, τα μηχανουργεία. Ερωτεύονταν, παντρεύονταν, κάνανε οικογένειες. Τώρα νέκρα. Το τραίνο κάθε πρωί, ανεβαίνει φορτωμένο με γυναίκες κι άντρες από άλλα μέρη, μακρινά, όπου πηγαίνουνε στην Κηφισιά, στην Εκάλη, για να πιάσουνε δουλειά στα σπίτια. Να καθαρίσουν, να φυλάνε γέρους, να κρατάνε παιδιά. Αλβανοί εργάτες, Πακιστανοί κηπουροί…
Στο Ηράκλειο, στη Ν. Ιωνία, δεν κατεβαίνει κανένας πια. Όλοι στη Κηφισιά, και από κει σκορπίζονται στις βίλες…»
Αυτά θ’ ακούσεις άμα κάτσεις δίπλα του όταν μονολογεί, καθισμένος σε ένα παγκάκι στο γήπεδο, κοιτάζοντας τον κόσμο που τρέχει κάθε βράδυ.
Έχει δροσιά εκεί πάνω και του αρέσει να πηγαίνει και να κάθεται να κοιτάζει. Να κοιτάζει αυτούς που αθλούνται κάτω, στα παπούτσια. Οι περισσότεροι είναι φίλοι του. Κανένας δεν τον έχει δει να τρέχει. Ξέρει όλες τις μάρκες των παπουτσιών. Τα ακριβά, τα φτηνά, αυτά που είναι «μαϊμού». Πόσα νούμερα μεγαλύτερο πρέπει να είναι το παπούτσι για να δουλεύει καλά μέσα το πόδι όταν τρέχεις, να μη σε κόβει.
«Κάποτε, μουρμουρίζει μόνος του, κάποτε θα πάρω κι εγώ ένα ζευγάρι τέτοια. Θα τα φορέσω, και φραααπ… θα τρέχω, σα να πατάω στα σύννεφα…»
Κάποιος τον άκουσε. Το είπε στους άλλους. Κάνανε έρανο. Του αγόρασαν τα πολυπόθητα παπούτσια. Τα φέρανε στο γήπεδο το βράδυ μέσα στο κουτί τους.
Ντρεπότανε. Δεν ήθελε να τα πάρει… «Θα βρω δουλειά και θα πάρω», ψιθύριζε, και τα μάτια του παίζανε πάνω στο κουτί όπως των παιδιών. Με τα πολλά τον κατάφεραν να κάτσει κάτω και να τα φορέσει.
Τα κοίταζε από ψηλά. Δούλευε μέσα το πόδι του. Αφουγκράζονταν τα τριξίματα. Πήγαινε κι έρχονταν με μικρά βήματα, έστηνε αυτί για να τ’ ακούσει… κοκκίνισε. Συσπάστηκε, ένα χτυπημένο απ’ τον καιρό κι από τα βάσανα πρόσωπο.
Ύστερα μας κοίταξε όλους με χαρά, ενώ έκλεινε τα μάτια του σφιχτά, να τρέξουν τα δάκρυα που περίσσευαν και να μπορεί να βλέπει. Τον κατάλαβαν.
Τότε του λέει ένας από την παρέα : «Άντε Μήτσο, τώρα τρέχουμε…»
Πήγε κοντά του. Έσκυψε απαλά το μεγάλο του κεφάλι με τα κατακόκκινα μάγουλα και του είπε σιγά στο αυτί :
«Δε μπορώ να τρέξω. Το ένα μου γόνατο από μέσα είναι πλαστικό. Σάπισε από τα νερά, μέσα στα βυρσοδεψεία στο Βοτανικό. Πηγαίνετε εσείς και θα ‘ρχομαι πίσω σας σιγά- σιγά…»
Ένα βράδυ, τώρα τελευταία, δεν ήρθε. Δεν ήρθε ούτε τ΄ άλλο βράδυ. Ένας κολλητός του που καθόμαστε παρέα στη θέση του, μου είπε πως είναι στο νοσοκομείο : «Τι τα θες, τα πόδια του σαπίσανε, δεν τον κρατάνε άλλο. Πήγα και τον είδα με τα χίλια ζόρια. Δεν αφήνουν επισκέπτες στα νοσοκομεία λόγω κορονοϊού…».
«Και τι σου είπε ;», τον ρώτησα. Κι ο κολλητός άρχισε να μου λέει με χαμηλή φωνή, μην ακουστεί παραπέρα, μην τον ακούσει κι ο Θανάσης : «Μου είπε, να πάω στο σπίτι του και να πάρω τα παπούτσια που είναι μέσα στο κουτί τους, ολοκαίνουρια και να τα δώσω στο Θανάση, είναι το ίδιο νούμερο. Τα παπούτσια του Θανάση, λέει, είναι χάλια, ξέρω εγώ, τα έχω δει. Φρόντισε όμως, να μην το μάθει κανένας…»