Όσοι δεν είδατε την ταινία του Άνταμ Μακκέι “Μην κοιτάτε πάνω”, σας συνιστώ να τη δείτε. Εγώ δεν θα πω τίποτα, αν και ενθουσιάστηκα, θα αφήσω τον δημοσιογράφο Δημήτρη Κουλαλή να σας εκθέσει τη δικιά του κριτική άποψη.
Τέσσερα εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης και ιδού το αποτέλεσμα: Φτιάξαμε κβαντικούς υπολογιστές, εξελίξαμε την τεχνητή νοημοσύνη κι ακόμη δεν μπορέσαμε να ξεφορτωθούμε, να αντισταθούμε στην ολοένα ενισχυμένη εξουσία των εκατομμυριούχων και των ακροδεξιών, λαϊκιστών συμπαραστατών τους. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο τραγική από την εποχή που η Ρόζα Λούξεμπουργκ έθεσε τους κολασμένους του καιρού της προ του διλήμματος: Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Κι αυτό, γιατί, όπως υποστηρίζει ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Πολ Μέισον, ακόμη και τότε οι άνθρωποι κατάφεραν να αντισταθούν. Σήμερα;

Δεν ξέρω, σίγουρα υπάρχουν ειδικότεροι εξ ημών για να απαντήσουν. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ταινία που αποτέλεσε την αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις αποτελεί την αρτιότερη μέχρι στιγμής απεικόνιση της πολιτικής κατάστασης στο δυτικό μπλοκ. Ο λόγος φυσικά για τη νέα δουλειά του Άνταμ Μακκέι: “Μην κοιτάτε πάνω”, που προβάλλεται από τις αρχές του περασμένου μήνα στις κινηματογραφικές αίθουσες και τo Netflix.

Και τι δεν είχε…
Την πολιτική ηγεσία που ακροβατεί μεταξύ φαιδρότητας και μικροπολιτικής. Τα σκανδαλάκια σεξουαλικής υφής που στολίζουν τις καρέκλες της εξουσίας, τις θεσούλες για τους ημέτερους, αλλά και τον διαρκή προεκλογικό αγώνα που δεν τερματίζεται ακόμη και όταν απειλείται η ίδια η ύπαρξη του πλανήτη.

Θέλετε πάλι να πιάσουμε τα Μίντια; Η υπερβολική συσσώρευση στοιχείων κιτς αποτελεί μια αξιοσημείωτη υφολογική πρόταση, συνήθιζε να λέει ο μετρ της καταβύθισης στα άδυτα του δημοσιογραφικού (υπό)κόσμου, Ουμπέρτο Έκο. Ε, ο Μακκέι φροντίζει να τον δικαιώσει σε κάθε περίπτωση. Με τις περσόνες των μεγάλων τηλεοπτικών προγραμμάτων της ταινίας- σαν να τους έχουν διαλέξει από το πανέρι της εν Ελλάδι τηλεοπτικής πραγματικότητας- να φτιασιδώνουν την ευτέλεια της μαζικής κουλτούρας με την ελαφρότητα του κιτς, αλλά και με άλλους προβεβλημένους αστέρες που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την πρόσκρουση ενός κομήτη στη γη, με την ανακάλυψη μιας νέας πλανητικής ύπαρξης.

Να πιάσουμε και τον παραποιητικό φακό της πραγματικότητας, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης; Το μαγικό χαλί, κάτω από το οποίο συνηθίζουμε να κρύβουμε την υπαρξιακή μας απόγνωση, δίνοντας βήμα (και χρήμα) σε προσφάτως προαχθέντα νούμερα από μηδενικά· αλλά και τη νέα αρένα των λεόντων, όπου οι ψηφιακοί δήμιοι με τους χιλιάδες “φόλοουερς”, αναλαμβάνουν με ευσυνείδητο επαγγελματισμό την δολοφονία χαρακτήρων;
Μήπως να βαρέσουμε προσοχή στους φύλακες του νόμου και της τάξης που ‘χουν το όπλο παρά πόδα, έτοιμοι να τσακίσουν τον “εσωτερικό εχθρό”, την στιγμή που αποτυγχάνουν παταγωδώς να ανταπεξέλθουν έναντι μιας θανάσιμης για το ανθρώπινο είδος απειλής;

Μπα, άσε καλύτερα. Μάλλον είναι προτιμότερο να ρίξουμε καμιά βουτιά στις θερμαινόμενες πισίνες των ζάμπλουτων της ταινίας που έχουν την πολιτική ηγεσία ως επιτροπή εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους, οργανώνοντας έτσι νέες μπίζνες, αυτή τη φορά πουλώντας… σωτηρία.
Ρε, αφήστε τις βίλλες και τις πισίνες, ανοίξτε κανένα βιβλίο να ξεστραβωθείτε, να γίνετε επιστήμονες… Να, όπως αυτοί της ταινίας. Ε(ξε)λισσόμενοι και πειθήνιοι…Δεν με πιστεύετε; Αυτή είναι η φυσική εξέλιξη των λακέδων της εξουσίας, οικονομικής και πολιτικής. Είχε δίκιο ο σπουδαίος δάσκαλος Ευτύχης Μπιτσάκης όταν σε μια παλαιότερη συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει, επέμενε στις συνέπειες της αλλοτρίωσης των επιστημόνων στον καιρό μας. Των επιστημόνων που δέχονται την μετατροπή της γνώσης τους σε προϊόν προς πολιτική ή επιχειρηματική εκμετάλλευση. Που συναινούν στην εργαλειοποίησή τους, ακόμη κι αν η κοινή λογική ή οι ίδιοι τους οι συνάδελφοι συνεχίζουν να χτυπούν τις καμπάνες του κινδύνου.
Τι έγινε ρε παιδιά, τόση πέραση έχει το γαλανό μας προτεκτοράτο στο Αμέρικα; Γιατί, δεν μπορεί, σε όλα τα παραπάνω θα είδατε κι εσείς το επιτελικό χάος της μητσοτακέϊκης διαχείρισης.

Προτού μας ψέξετε για την προσφιλή, είναι η αλήθεια, συνήθεια της εγχώριας αρθρογραφίας να ομφαλοσκοπεί, κόβοντας και ράβοντας την ειδησεογραφία στα μέτρα της δικής μας πραγματικότητας, αναλογιστείτε: Ποια η διαφορά ανάμεσα στη πολιτική συμπεριφορά της ηγεσίας στην ταινία μπροστά στην τεράστια απειλή, από τον Άδωνι Γεωργιάδη που χτες παραδέχθηκε ότι ο πρωθυπουργός έλεγε ψέματα όταν έκανε λόγο για το “τελευταίο μίλι”, λόγω τουρισμού;
Ποια η διαφορά των ταϊσμένων με δημόσιο χρήμα τηλεοπτικών σταθμών της Ελλάδας, που αγωνίζονται ποιο θα φανεί αυλικότερο των αυλικών, από τα ειδησεογραφικά καραγκιοζιλίκια του σεναρίου;
Ποια η διαφορά των επιχειρηματιών τύπου Βασιλάκη (Aegean), που συνεχίζουν τις “μπίζνες” τους, πάλι με δημόσιο χρήμα, από τους μυθοπλαστικούς δισεκατομμυριούχους που έχουν σήκω- σήκω, κάτσε- κάτσε τους πολιτικούς ηγέτες;

Ποια η διαφορά ανάμεσα σε επιστήμονες, οι οποίοι προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι οι σχολικές αίθουσες των τριάντα μαθητών δεν αποτελούν εστίες μετάδοσης του Covid, από τους αμετροεπείς επιστήμονες της ταινίας, που έθεσαν εαυτούς στην υπηρεσία των νόμων της αγοράς;
Ερωτήματα, διόλου ρητορικά. Όπως και το εξής ένα: Και, τώρα, τι;

Αν σε κάτι συμφωνώ με τους επικριτές της ταινίας είναι ότι υπενθυμίζει- επιτυχημένα- τις πραγματικές αποφύσεις της πολιτείας της δεκαετίας του 2020: τους επιχειρηματίες- πολιτικούς και τα “φιλελεύθερα” δημοσιογραφικά τους αντηχεία. Όμως, πέραν της σατιρικής αποτύπωσης της κατάστασης στο πανί, η ταινία δεν προτείνει, έστω και ως σεναριακή φαντασίωση, έναν εναλλακτικό δρόμο. Θα μου πείτε, η τέχνη μιμείται τη ζωή. Όταν δεν έχεις ριζοσπαστικές λύσεις ή και αυτοί που τις έχουν δεν ακούγονται, τότε τι περιμένεις από την Τέχνη; Έχει και τα δικά του να ασχοληθεί ο κόσμος…
Μα, αν η αποσύνθεση της αστικής δημοκρατίας και η μετάβαση των κοινωνιών μας σε αυταρχικά καθεστώτα, πλήρως ελεγχόμενα από τα μονοπώλια και την άκρα δεξιά, δεν είναι “δικό” μας πρόβλημα, τότε ποιο ακριβώς είναι;

Πηγή : Ημεροδρόμος