Διαβάστε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του επίκουρου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ, Ακρίτα Καϊδατζή, στην «Εφ.Συν.» για την άλλη διάσταση της πρωτόγνωρης κατάστασης που βιώνει ο κόσμος, αυτήν του περιορισμού των συνταγματικών ελευθεριών των πολιτών και της διακυβέρνησης αποκλειστικά μέσω πράξεων νομοθετικού περιεχομένου.

Στην Ευρώπη πληθαίνουν οι φωνές διαμαρτυρίας για τον περιορισμό των συνταγματικών ελευθεριών των πολιτών με αφορμή την πανδημία. Στην Ελλάδα πάλι αυτός ο διάλογος έχει ανοίξει σε μικρότερη κλίμακα, καθώς η χώρα στην πλειονότητά της ζει και αναπνέει για την καθημερινή ενημέρωση στις 6 το απόγευμα από τους κυρίους Τσιόδρα και Χαρδαλιά. Ενα δίδυμο που παραπέμπει στον «καλό» και στον «κακό» αστυνομικό. Σε ποια φάση εκτιμάτε ότι βρισκόμαστε τώρα, μετά το αρχικό σοκ;
Κανείς φυσικά δεν αμφισβητεί την ανάγκη να ληφθούν επώδυνα μέτρα. Αλλά και κανείς -εκτός ίσως από τους πιο κυνικούς απολογητές της εξουσίας- δεν θεωρεί ότι η κυβέρνηση έχει carte blanche να αποφασίζει ό,τι θέλει, όπως θέλει κι όποτε θέλει. Η άποψη ότι, επειδή οι στιγμές είναι κρίσιμες, η κυβέρνηση πρέπει να μείνει στο απυρόβλητο της κριτικής είναι βαθύτατα αντιδημοκρατική. Δυστυχώς την άποψη αυτή προάγουν πολλά ραδιοτηλεοπτικά μέσα, που προσφέρουν έτσι τις χειρότερες υπηρεσίες στη δημοκρατία.
Οι νομικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί επιστήμονες δεν έχουν βεβαίως λόγο για το πώς πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί η πανδημία. Εχουν όμως ευθύνη να επισημάνουν πότε τα μέτρα για την αντιμετώπισή της λαμβάνονται με τίμημα τη δημοκρατία ή τα δικαιώματα που έχουμε ως άτομα και ως μέλη του κοινωνικού συνόλου. Και αυτό κάνουν διεθνώς. Αν, για παράδειγμα,παρακολουθήσετε το γερμανικό ιστολόγιο verfassungsblog.de, θα δείτε καθημερινά έναν καταιγισμό αναρτήσεων που υποβάλλουν σε εξονυχιστικό έλεγχο μέτρα διάφορων κυβερνήσεων ανά τον κόσμο. Σε μας έχει δυστυχώς διαμορφωθεί η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ότι η απαιτούμενη εθνική ομοψυχία ταυτίζεται με την απουσία οποιασδήποτε κριτικής προς την κυβέρνηση.
Εγώ επιμένω ότι τα μέτρα που επιβλήθηκαν έχουν ήδη ως πρώτο θύμα τη δημοκρατία. Τι εννοώ; Οι περιορισμοί στην προσωπική ελευθερία μας αλλά και σε συλλογικά και εργασιακά δικαιώματα είναι τέτοιας έντασης (ακραίοι) και τέτοιας έκτασης (καθολικοί) που για να δικαιολογηθούν δεν αρκεί η τυπική νομιμότητα.
Απαιτείται η ουσιαστική, δηλαδή δημοκρατική, νομιμοποίησή τους. Τυπικά το άρθρο 44 του Συντάγματος επιτρέπει την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης.Τέτοια περίπτωση είναι φυσικά και η πανδημία. Επιτρέπει όμως το άρθρο 44 η χώρα να κυβερνάται σχεδόν αποκλειστικά με ΠΝΠ. και μάλιστα -προσέξτε το αυτό- παρά το γεγονός ότι Βουλή υπάρχει και, τυπικά τουλάχιστον, λειτουργεί; Ακόμα περισσότερο, επιτρέπει το άρθρο 44 τη λήψη μέτρων που κατ’ αποτέλεσμα συνεπάγονται την αναστολή θεμελιωδών δικαιωμάτων; Το πρόβλημα επομένως δεν είναι τα μέτρα καθαυτά.
Είναι ο τρόπος που λαμβάνονται: χωρίς διαφάνεια, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με όσους τα υφίστανται, χωρίς συνεννόηση με πολιτικές δυνάμεις και την κοινωνία, χωρίς τεκμηρίωση. Κοντολογίς, χωρίς ουσιαστική νομιμοποίηση. Απλώς αποφασίζονται κι ανακοινώνονται στην ενημέρωση των 6 –που δεν είναι τυχαίο πως τείνει ν’ αποκτήσει τον χαρακτήρα ιερουργίας. Κι αυτό είναι ένα μείζον πρόβλημα δημοκρατίας.

Η ατομική ευθύνη προτάθηκε έντονα από την κυβέρνηση, η οποία δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει φρασεολογία και επιχειρηματολογία «πολέμου» προκειμένου να περάσει το μήνυμά της. Κάποιοι θεωρούν ότι αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό προκειμένου να κρύψει την ανεπάρκειά της για μια κρίση τέτοιου μεγέθους. Το συμμερίζεστε αυτό; Ποια είναι τα όρια μεταξύ ατομικού και συλλογικού σε αυτή τη συγκυρία και σε ποιο επίπεδο παραβιάστηκε η ισορροπία μεταξύ τους;
Η πανδημία μάς θέτει ενώπιον ενός τραγικά παράδοξου διλήμματος. Εάν συνεχίσουμε να λειτουργούμε ως πολίτες και ως μέλη του κοινωνικού συνόλου, θέτουμε σε κίνδυνο τους εαυτούς μας και τους συνανθρώπους μας, δηλαδή ενεργούμε αντικοινωνικά. Η ίδια η κοινωνικότητα θεωρείται αντικοινωνική. Και γι’ αυτό τιμωρείται. Αυτό είναι το μήνυμα των μέτρων: μακριά από τους άλλους, κλειστείτε στο καβούκι σας, το cocooning ως κοινωνική και πολιτική στάση. Δηλαδή ο ατομικισμός στην πιο ακραία και τρομακτική μορφή του: «ο καθένας μόνος του, κανείς για τον άλλον». Αν αυτό είναι κάτι επώδυνο μεν, αλλά αναγκαίο, τότε θα πρέπει να το περιορίσουμε στον ελάχιστο και απολύτως αναγκαίο βαθμό.
Φοβάμαι όμως ότι τα μέτρα έχουν και μιαν άλλην όψη –λιγότερο εμφανή καθώς πρόκειται για παράλειψη. Ενώ δηλαδή έχουν ληφθεί μέτρα πειθάρχησης της αντικοινωνικής κοινωνικότητας των πολλών (να βγαίνουμε έξω, να συναντιόμαστε μεταξύ μας κ.λπ.), δεν έχουν ληφθεί αντίστοιχα μέτρα για ακραία φαινόμενα αντικοινωνικού ατομικισμού των λίγων.
Εκείνων που βλέπουν στην επιδημία μιαν ευκαιρία για απρόσμενο και αμφιλεγόμενο πλουτισμό: επιχειρηματιών που αισχροκερδούν σε είδη πρώτης ανάγκης ή ανθίστανται στην επίταξη των κλινικών τους προσδοκώντας υπερκέρδη από τις αυξημένες υγειονομικές ανάγκες ή βρίσκουν την ευκαιρία να πουλήσουν «αέρα» έναντι ενός κομματιού από την πίτα των voucher κατάρτισης ή των 11 εκατομμυρίων για υπηρεσίες ενημέρωσης και επικοινωνίας.

Πώς σχολιάζετε την εικόνα ενός πρωθυπουργού-«προστάτη» που γνωρίζει το καλό του συνόλου και φροντίζει γι’ αυτό, απευθυνόμενος σε αυτό το σύνολο με συνεχή τηλεοπτικά διαγγέλματα; Αυτή η εικόνα της τελειότητας, που συντηρείται εν πολλοίς και από μεγάλη μερίδα των μέσων ενημέρωσης, είναι αληθινή ή επίπλαστη;
Διεθνώς οι κυβερνήσεις αποδείχτηκαν λιγότερο ή περισσότερο απροετοίμαστες για μια τέτοια κρίση –και ίσως ακόμα περισσότερο οι διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί. Τη διέξοδο απέναντι στη διαφαινόμενη κατάρρευση της νομιμοποίησής τους την έδωσε η προσφυγή στην τεχνοκρατική διακυβέρνηση.
Aν, όπως όλοι ευχόμαστε, βγούμε αλώβητοι από την πανδημία, αυτό θα είναι μια μεγαλειώδης επιτυχία του κ. Μητσοτάκη. Αν, ο μη γένοιτο, πληρώσουμε βαρύ κόστος, θα είναι μια παταγώδης αποτυχία του κ. Τσιόδρα
Η στάση που υιοθέτησαν, νωρίτερα ή αργότερα, όλες οι κυβερνήσεις είναι «παίρνουμε τα μέτρα που υποδεικνύουν οι ειδικοί επιστήμονες». Αυτό τους δίνει ένα τεράστιο πλεονέκτημα: μπορούν να μεταθέσουν, αν χρειαστεί, σε τρίτους την πολιτική ευθύνη για τις αποφάσεις τους. Για να το πω λίγο απλοϊκά: αν, όπως όλοι ευχόμαστε, βγούμε αλώβητοι από την πανδημία, αυτό θα είναι μια μεγαλειώδης επιτυχία του κ. Μητσοτάκη. Αν, ο μη γένοιτο, πληρώσουμε βαρύ κόστος, θα είναι μια παταγώδης αποτυχία του κ. Τσιόδρα.
Η στάση αυτή όμως συγκαλύπτει και μια τεράστια αδυναμία: ότι στην πραγματικότητα οι κυβερνήσεις δεν ξέρουν τι να κάνουν. Η κατάσταση είναι πρωτοφανής και τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους είναι απολύτως ανεπαρκή για την αντιμετώπισή της. Κατά βάθος όλες οι κυβερνήσεις, αν και με τον δικό της τρόπο η καθεμιά, ακολουθούν την ίδια πολιτική: «βλέποντας και κάνοντας». Ακριβώς προκειμένου να συγκαλύψουν αυτή την ανεπάρκειά τους, νιώθουν την ανάγκη να υπερτονίσουν τα συμβολικά και θεατρικά στοιχεία της εξουσίας τους.
Εξ ου και τα διαγγέλματα, η «τελετουργία» της ενημέρωσης των 6 και βεβαίως η αγιογράφηση του αποφασιστικού και αποφασισμένου ηγέτη που καθημερινά φιλοτεχνούν πολλά μέσα ενημέρωσης. Φοβάμαι όμως ότι αυτός ο πληθωρισμός, αυτή η «φλυαρία» της εικόνας της εξουσίας μάλλον ένδειξη αδυναμίας είναι. Οποιος είναι πραγματικά ισχυρός, δεν έχει ανάγκη να το δείχνει.

Ηδη υπάρχουν διάφορες θεωρίες για την επόμενη μέρα της πανδημίας και σχεδόν όλες τους διακατέχονται από αρνητικές προβλέψεις. Σε επίπεδο δημοκρατίας και ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών τι μπορούμε να περιμένουμε; Η εξαίρεση που βιώνουμε τώρα μπορεί δυνητικά να γίνει η νέα κανονικότητα;
Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να συνηθίσουμε. Να συνηθίσουμε το καθεστώς πειθάρχησης των ατομικών ελευθεριών μας. Την καχυποψία απέναντι σε κάθε μορφή κοινωνικότητας και συλλογικότητας.Τη μονοφωνική ενημέρωση και τον εξοβελισμό κάθε κριτικής και εναλλακτικής φωνής από τα μέσα ενημέρωσης. Τη μετάθεση της ευθύνης για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων σε ειδικούς και τεχνοκράτες. Κοντολογίς, την απώλεια της δημοκρατίας.
Θα χρειαστεί πολλή δουλειά από πολλούς -όχι απ’ όλους: κάποιοι ακριβώς αυτό επιδιώκουν- για να μη γίνουν όλα αυτά η νέα κανονικότητά μας. Θεωρώ κρίσιμους δύο παράγοντες. Πρώτον, τη διάρκεια που θα έχουν τα μέτρα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι κάθε μέρα που περνάει σ’ αυτές τις συνθήκες μάς φέρνει πιο κοντά στην «ορμπανοποίηση» της δημοκρατίας.
Δεύτερον, το αν θα υπάρξει επιτέλους αντίδραση στο μεγάλο απόστημα του δημόσιου βίου μας: τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης. Αντίδραση του κάθε πολίτη ατομικά, αντίδραση πολιτική, αλλά και αντίδραση θεσμική. Το ΕΣΡ πρέπει επιτέλους ν’ αναλάβει τη συνταγματική αποστολή του. Για τον συνταγματικό φιλελευθερισμό η ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου δεν ταυτιζόταν ποτέ με την ελευθερία των πλουτοκρατών να χαλιναγωγούν την κοινωνία και το εκλογικό σώμα. Αναρωτιέμαι καμιά φορά: δεν μας έχει διδάξει τίποτα ο «Πολίτης Κέιν» ή «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλούμ»;

Θεωρείτε ότι ζούμε τις αρχές μιας δυστοπίας; Βλέπουμε την Ε.Ε. να κλυδωνίζεται για άλλη μια φορά, ανίκανη να πάρει αποφάσεις, καθοδηγούμενη από τον αυστηρό προτεσταντισμό της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Βιώνουμε τον επιθανάτιο ρόγχο του νεοφιλελευθερισμού, όπως πολλοί διατείνονται το τελευταίο διάστημα, ή κάτι εντελώς καινούργιο;
Οτι ακόμα και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με τα φιλικά της μέσα ενημέρωσης νιώθουν την ανάγκη να φιλοτεχνούν την εικόνα του πρωθυπουργού ως καλού πατερούλη που με στιβαρό χέρι θα μας σώσει από την πανδημία είναι νομίζω, σε συμβολικό επίπεδο, η πιο χαρακτηριστική ένδειξη για το τέλος του νεοφιλελευθερισμού. Φυσικά υπάρχουν πολύ πιο απτές αποδείξεις γι’ αυτό, που κάποιος επαρκέστερος από εμένα στην πολιτική οικονομία θα μπορούσε να επισημάνει.
Το ερώτημα για μένα είναι τι θα πάρει τη θέση του. Το δίλημμα που έχουμε μπροστά μας είναι κάπως χονδρικά: περιχαράκωση σε αυταρχικά ή ημι-αυταρχικά εθνικά κράτη τύπου Ουγγαρίας ή αναζωογόνηση και διεύρυνση της δημοκρατίας μ’ ένα καινούργιο New Deal για μια κοινωνική Ευρώπη των λαών;

Είστε ικανοποιημένος από τα προτάγματα της Αριστεράς σε αυτήν την πρωτόγνωρη κατάσταση; Θεωρείτε ότι μπορεί να πείσει τον κόσμο και αν ναι, με ποιον τρόπο;
Χρέος της Αριστεράς σ’ αυτή τη συνθήκη είναι να προτάξει ένα εναλλακτικό σχέδιο υπεράσπισης της κοινωνικότητας, της συλλογικότητας και των συμφερόντων των πολλών έναντι των προνομίων των λίγων. Αυτό προϋποθέτει αφενός αποφασιστικότητα για σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα και αφετέρου καθαρό λόγο.
Η αίσθησή μου είναι πως όσο το δημόσιο αγαθό της ενημέρωσης βρίσκεται στα χέρια ολιγαρχών, ο δημόσιος λόγος της Αριστεράς θα διαστρεβλώνεται, κάτι που θα την καθιστά λιγότερο αποφασιστική στην προσπάθειά της να συγκρούεται για τα συμφέροντα των πολλών.

Πηγη : ΕΦ.ΣΥΝ