Η τελευταία ημέρα της ζωής μου ήταν μια Δευτέρα του Απρίλη στα εβδομήντα τρία μου. Ο θάνατος τις περισσότερες φορές έρχεται απρογραμμάτιστα. Αυτό συνέβη και στην περίπτωσή μου, όσο κι αν φανεί παράξενο. Είχα κατέβει για να πάρω εφημερίδα και βγαίνοντας από την είσοδο της πολυκατοικίας το φως του ήλιου ξάφνιασε τα μάτια μου.
Παιδιά κατέβαιναν κατά ομάδες πηγαίνοντας στο κοντινό γυμνάσιο – λύκειο, άλλα συνομιλώντας δυνατά κι άλλα με ακουστικά στα αυτιά και τα μάτια κολλημένα στα κινητά περπατούσαν απρόθυμα. Μόνο κάνα δυο ερωτευμένα ζευγαράκια ξέμεναν πάρα πίσω.
Αυτοκίνητα και μηχανές περνούσαν ρυπαίνοντας τον πρωινό αέρα κι όλοι, οδηγοί και πεζοί είχαν στο πρόσωπο τη δυσφορία της Δευτέρας που μπαίνει μέσα σου με την τελευταία γουλιά του απογευματινού καφέ της Κυριακής και κορυφώνεται με το βάρβαρο ξύπνημα ένα πρωί σαν και τούτο. Η ζωή υπήρχε, συνεχιζόταν, ήταν εκεί έξω.

-Καλημέρα κύριε Χρήστο, πώς είστε σήμερα; με ρώτησε με φιλική διάθεση η κυρία του μίνι μάρκετ που πάω για τα μικροπράγματα της ημέρας.
– Καλά ευχαριστώ, κυρία Μαρία είπα με απόλυτη ανειλικρίνεια γιατί καλά δεν ήμουνα αλλά ούτε και θα έμπαινα στη διαδικασία να συζητήσω τα βάσανα και τα ψυχολογικά μου. Πήρα την εφημερίδα και ένα γιαούρτι και γύρισα σπίτι. Η ζωή μου ήταν μια επανάληψη της ίδιας ανούσια μέρας. Μιας μέρας βασανιστικής από τότε που σταμάτησε για μένα και την αγαπημένη μου Σμαρώ ο χρόνος. Από τότε που η αρρώστια φώλιασε μέσα στο σώμα της, κυρίαρχη κι “ανίατος”. Την καθήλωσε στο κρεβάτι κι έριξε όλους τους πόνους της να κατατρώγουν το κορμί που λάτρεψα.
-Θέλω να πεθάνω με αξιοπρέπεια μου είπε βλέποντας την πορεία της αρρώστιας της. Θέλω να πεθάνω μια φορά, όχι κάθε μέρα… Μη μ’ αφήσεις …

Πήγα στο δωμάτιο και την είδα. Όπως κάθε μέρα της έβαλα μια απαλή μουσική να παίζει. Το σώμα της διαγράφονταν ισχνό κάτω από τα σκεπάσματα . Τα μάτια κλειστά κι άδεια πιά από όνειρα με τα λεπτά φρύδια σαν αναπάντητα ερωτηματικά στην τσαλακωμένη περγαμηνή του προσώπου. Την φίλησα απαλά στα χείλη που τώρα πια έχουν τη γεύση των φαρμάκων. Δεν έπαψα ούτε μια μέρα να φιλώ το στόμα της. Μπορεί τα εγγόνια μας να έκαναν “μπλιάχ” και να έφευγαν γελώντας κι οι γονείς τους να κοιτούσαν αμήχανα, όμως εμάς ποτέ δεν μας ένοιαζε αυτό.
Όταν αγαπάς κάποιον με όλη σου την καρδιά δεν τον αγαπάς μόνο για όσο θα είναι νέος κι όμορφος, τον αγαπάς για πάντα κι όσο μεγαλώνεις μαζί του η αλλαγή που έρχεται και στους δυό σας μοιάζει εντελώς φυσιολογική και συνεχίζεις να αγαπάς με την ίδια ζέση στην καινούρια συνθήκη. Κι εγώ την αγαπώ και ξέρω πως κι εκείνη μ’ αγαπάει ακόμα, μ’ όλο που τώρα πιά δεν ακούω από το γλυκό της στόμα άλλο τίποτα παρά τον πόνο που βγαίνει έξω με μικρά βογγητά. Βλέπω στα μάτια της την απόγνωση όταν έρχεται η κυρία που μας βοηθάει για να την αλλάξει και να την πλύνει…

Βλέπω στα μάτια της την απελπισία και την ντροπή να τυλίγονται στις λερωμένες πάνες και στα υποσέντονα όταν γυρίζει το κεφάλι της στο πλάι. Τα οικονομικά μας μας επιτρέπουν να μη γινόμαστε βάρος σε κανέναν. Τα παιδιά έρχονται μια φορά στις δεκαπέντε για μια σύντομη επίσκεψη. Είναι η μοναδική μέρα που σπάει τη μονοτονία μου. Μαζευόμαστε όλοι γύρω από το κρεββάτι της, της φέρνουν πάντα λουλούδια που τόσο αγαπάει και όταν ήταν καλά τα φρόντιζε στις πολυάριθμες γλάστρες της που τώρα μένουν άδειες στα μπαλκόνια. Τα μάτια της καρφώνονται στα μάτια τους, το χέρι της κάνει ανεπαίσθητες κινήσεις όταν την χαϊδεύουν.
Ήρθε η κυρία που μας φροντίζει και αφού καθάρισε και έκανε την καθημερινή φροντίδα της Σμαρώς της ζήτησα να να της φορέσει το αγαπημένο της δαντελένιο νυχτικό, που φορούσε τις νύχτες που ήθελε να με σαγηνεύσει. Ένοιωθα παράξενα, σχεδόν όπως ένοιωθα στο πρώτο μας ραντεβού. Όταν έφυγε και μείναμε μόνοι κάθισα δίπλα της και της κράτησα το χέρι. Της διάβασα μερικά από τα αγαπημένα της ποιήματα. Δεν αντιδρούσε μα εγώ ήξερα ότι καταλάβαινε. Έβλεπα στα μάτια της κάθε στιγμή πόσο αφόρητη της είχε γίνει η ζωή.

Πόση αναλγησία υπάρχει στην κοινωνία μας την πολιτισμένη … Πώς κάθε ισχυρός έχει την εξουσία να σε στέλνει σε πολέμους που δεν υποστηρίζεις και να σε ρίχνει φρέσκο κρέας να αλεστεί από τις βόμβες κι εσύ δεν έχεις το δικαίωμα να σταματήσεις μια μαρτυρική ζωή που δεν αντέχεις; Για ποια ελευθερία κι αυτοδιάθεση μας τσαμπουνάνε όταν δεν μπορούμε να είμαστε ρυθμιστές της ίδιας μας της ζωής; Μακάρι να είχα πεθάνει πρώτος, να μην είχα προλάβει να τη δω να λιώνει στο κρεβάτι. Μέσα στην καρδιά μου την αναγνωρίζω, είναι η Σμαρώ μου, γελαστή. όμορφη, καλοσυνάτη, δοτική, η χαρά της ζωής. Στο κρεββάτι της δεν βλέπω την Σμαρώ… βλέπω την αρρώστια της.
Βλέπω τον πόνο και την απόγνωση μπροστά στον απροσδιόριστο χρόνο του τέλους. Βλέπω την απελπισία μπροστά στην κάθε καινούρια μέρα που ξημερώνει. Τώρα πιά δεν έχει μείνει τίποτα άλλο να μοιραστούμε πέρα από τον πόνο και την απελπισία. Εκείνη επειδή βιώνει το μαρτύριο κι εγώ επειδή δεν μπορώ να το σταματήσω. Έβαλα ένα κονιάκ κι όπως μου θόλωσαν τα δάκρυα τα μάτια πέρασαν μπροστά μου εικόνες από όλη μας τη ζωή. Οι πρώτες αμήχανες συναντήσεις, τα πρώτα φιλιά, ο τρελός έρωτας, οι κοινές προσπάθειες για να στρώσουμε τη ζωή μας, οι διαφωνίες και οι κόντρες μας, τα γλέντια κι οι διακοπές, οι χαρές κι οι λύπες, οι αγωνίες για τα παιδιά, τα σχέδια και τα όνειρα μιας ζωής… Και τώρα ο εφιάλτης…

Η μέρα προχωρούσε, είχε φως έξω αλλά εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι ώρα ήταν… Σαν κάτι να είχε αλλάξει μέσα μου. Το τηλέφωνο χτυπούσε αλλά δεν το σήκωσα. Δεν πεινούσα, δεν διψούσα, σχεδόν δεν πονούσα πιά. Είχα αποφασίσει, ήξερα τι ήθελα … Κάθισα δίπλα της και της χάιδεψα τα αδύναμα μαλλιά που είχαν απομείνει εκεί που κάποτε ένα ποτάμι ξανθά στάχια στεφάνωναν το όμορφο κεφάλι. Τη φίλησα μια και δυο και τρείς φορές στο στόμα, ερωτικά, απελπισμένα. Πήρα από δίπλα της το μαξιλάρι με τις δαντέλες και το ακούμπησα στο πρόσωπό της. Στάθηκα για ένα λεπτό και μετά με όλη μου τη δύναμη το πίεσα, το κράτησα πάνω της κλαίγοντας με αναφιλητά. Ένα μικρό τίναγμα των φτερών της έκανε και πέταξε μακριά η περιστέρα μου…

Φόρεσα τις μπλε σατέν πιτζάμες, Σήκωσα το σκέπασμα του κρεβατιού και ξάπλωσα δίπλα της. Ο ήλιος έμπαινε από την μπαλκονόπορτα, Αύριο θα έρχονταν τα παιδιά. Το σπίτι ήταν καθαρό και στο ψυγείο είχε γλυκά… Εμείς δεν θα είμαστε εδώ…
Σήκωσα το μανίκι μου κι έσυρα τη λάμα του μαχαιριού στις φλέβες μου. Με ανακούφιση ένοιωσα να αδειάζω από τη ζωή την ώρα που τα λευκά σεντόνια μας γέμιζαν με κόκκινα λουλούδια του Απρίλη.