Στην Κυψέλης τα καλοκαίρια μας, με το έμπα του καλοκαιριού, ήταν συνυφασμένα με το παγοποιείο. Ο πάγος γλιστρούσε από τις θυρίδες που ο κόσμος αγόραζε, για να μπει κατόπιν στα χαμηλά ψυγεία των νοικοκυριών.
Στις αυλές, όσοι είχαμε τηλεοράσεις, έβγαιναν σε κοινή θέα τα βραδάκια και μαζεύονταν οι γειτόνοι για να παρακολουθήσουν μαυρόασπρες σειρές. Το ραδιόφωνο και τα περιοδικά ποικίλης ύλης πρωταγωνιστούσαν. Ο κυρ Φώτης ο περιπτεράς, αγαπημένος προορισμός για τα ευζωνάκια, τις χρυσές του τσίχλες και κάτι μεγάλα παραμύθια σε μανταλάκια.

Οι δρόμοι μας είχαν μουριές και ακακίες, ενώ κληματαριές σκέπαζαν τους ασπρισμένους μας τοίχους με τις κεραμοσκεπές. Καλημερίζαμε όλους, όλοι μας γνώριζαν. Σαν μελισσούλες τρέχαμε τα μικρά στο μπακάλικο και στο φούρνο για τα θελήματα.
Διάλειμμα και χαρά στο καθημερινό παιχνίδι μας, ήταν συνήθως ο πλανόδιος τυροπιτάς, αλλά και ο παγωτατζής. Για μας δεν ήταν τότε αυτονόητο το γλυκό, ο χυμός, το παγωτό την κάθε ημέρα.
Μέσα στη δικτατορία και λίγο μετά, οι μεσοαστοί γονείς μας αγωνίζονταν να φτιάξουν το δικό μας αύριο, παλεύοντας να χτίσουν τουλάχιστον ένα σπίτι για να στεγάσουν με σιγουριά τα παιδιά τους. Θυμάμαι τον πατέρα να λείπει τα βράδια σε ταξίδια. Η γυναίκα έκανε κουμάντο στα νοικοκυριά.
Ανέμελοι εμείς και μακριά από έγνοιες, τρελαινόμασταν να γυροφέρνουμε ολόκληρα τετράγωνα ως τις βραδινές ώρες, που η φωνή της μάνας αντιλαλούσε από μακριά για να μας συμμαζέψει.

Στα φουστάνια της μόνο θυμόμασταν να κρεμαστούμε ικετευτικά, όταν περνούσαν οι πλανόδιοι παγωτατζήδες με τα καρότσια τους γεμάτα παγωτά. Και αυτή τι έκανε;
Μας έπαιρνε χωνάκι παγωτό ή ξυλάκια με κρέμα άσπρη και σοκολάτα!! Πάντα με την παρατήρηση να μην μας πονέσει ο λαιμός!!!
Και όμως νιώθαμε ευτυχισμένα, γιατί υπήρχε ασφάλεια μέσα μας αλλά και στην “κοινότητα”, που συγκροτούσε ο μικρόκοσμος της κάθε γειτονιάς…
Μνήμες που μας συγκρατούν στα αδιάφορα, απρόσωπα χρόνια του σήμερα, ευγνώμονες που ζήσαμε και την άλλη όψη της ζωής..