Η πέτρινη αγροικία, χτισμένη πριν από πενήντα χρόνια, βρισκόταν στο μέσο ενός μικρού ελαιώνα με εύρωστα δέντρα ανάλογης ηλικίας. Το πλακόστρωτο δρομάκι, που ξεκινούσε από την αυλόπορτα, κατέληγε στα τρία σκαλιά της βεράντας και στη βαριά εξώθυρα με το μεταλλικό καμπανάκι βιδωμένο στο πλάι της. Πίσω της ήταν η ευρύχωρη σάλα με την, μοναστηριακού τύπου, τραπεζαρία στο μέσο της. Αριστερά της τα υπνοδωμάτια του ζευγαριού και των κοριτσιών. Δεξιά της, το καθιστικό και το γραφείο. Η κουζίνα του σπιτιού βρισκόταν στο βάθος. Τα χειμωνιάτικα δειλινά, η Δώρα, μέσα σ’ αυτή απολάμβανε τις στιγμές ηρεμίας που δικαιούνταν.

Έκλεινε πίσω της την πόρτα με τα χρωματιστά τζαμάκια κι έβγαζε τις παντόφλες. Έριχνε ένα ξύλο στη μαντεμένια σόμπα και χάιδευε το σταχτί κεφάλι της Χάιδως, της υπέργηρης γάτας που κοιμόταν επάνω στο βυσσινί της πατάκι. Κατόπιν, με το σανιδένιο πάτωμα να τρίζει κάτω από τα γυμνά της πέλματα, κατευθυνόταν στον μαρμάρινο νεροχύτη. Όσο γέμιζε το μπρίκι της με νερό, θαύμαζε το ηλιοβασίλεμα που συντελούνταν έξω από το παράθυρό της. Άναβε το μικρό μάτι της κουζίνας και μέχρι να κοχλάσει το νερό, άνοιγε ντουλάπια. Στο χώρο ξεχύνονταν αρώματα μπαχαρικών και βοτάνων. Κανέλα, μοσχοκάρυδο, φασκόμηλο, μέντα, λουίζα… Σκέπαζε με ένα πιατάκι την πορσελάνινη κούπα, αφήνοντας τα άνθη ιβίσκου να βγάλουν με την ησυχία τους τη γεύση και το χρώμα τους. Καθόταν στην ψάθινη καρέκλα με το κόκκινο αφέψημα να αχνίζει μπροστά της. Παραμέριζε την πιατέλα με τα ώριμα κυδώνια και έφερνε κοντά της το βιβλίο. Το άνοιγε στην τσακισμένη σελίδα και διάβαζε τη συνέχεια της ιστορίας που είχε αφήσει στη μέση το προηγούμενο δειλινό. Το φως λιγόστευε μα εκείνη δεν άναβε το ρουστίκ φωτιστικό, που κατέβαινε χαμηλά πάνω από το παλιό τραπέζι. Διάβαζε με το αχνό φως του απορροφητήρα. Το προτιμούσε.

Η φωτιά έκαιγε δυνατά πίσω από το τζάμι της σόμπας. Η λάμψη της φλόγας της αντανακλούνταν επάνω στους λευκούς τοίχους, στις γυαλιστερές επιφάνειες των ντουλαπιών, στην κιτρινισμένη πόρτα του ψυγείου, στον ανοξείδωτο λαιμό της βρύσης, στις κρεμασμένες καυτερές πιπεριές. Αντανακλούνταν στα μωβ γυαλιά της Δώρας και μέσα στα γκρίζα της μάτια. Η Χάιδω ξυπνούσε, ανακλαδιζόταν αργά και σηκωνόταν. Διέσχιζε νωχελικά το μάλλινο χαλί με τα γεωμετρικά σχέδια, περνούσε το μακρύ κορμί της ανάμεσα από τα πόδια της κυρίας της κι έπειτα κουλουριαζόταν επάνω στα δάχτυλά της για να τα ζεστάνει.

Η Δώρα συνέχιζε την ανάγνωση. Στην κούπα της απέμενε μια τελευταία γουλιά. Η τζαμένια πόρτα άνοιγε σιγά. Το γελαστό πρόσωπο του Πέτρου εμφανιζόταν στο άνοιγμα.
«Κερνάει τίποτε το κατάστημα; Να περάσω;» γινόταν, με προσμονή, οι ερωτήσεις.

Η Δώρα τσάκιζε τη σελίδα κι άφηνε το βιβλίο της στην άκρη.
«Όλο και κάτι θα κεράσει», έλεγε, κλείνοντάς του το μάτι. «Έλα μέσα».