Το καλώδιο απλώθηκε σαν φίδι στο πάτωμα, πρώτα στα πλακάκια και μετά συνέχισε με ελιγμούς πάνω στο χαλί. Η γυναίκα έπιασε την άκρη του σαν να ήταν το κεφάλι του φιδιού, άφοβα, αφού το είχε εξημερώσει από χρόνια και το έβαλε στην πρίζα. Το κόκκινο φωτάκι της ενεργοποίησης του ατμοσίδερου άναψε και μόλις γέμισε το ρεζερβουάρ με νερό κι έβγαλε με ένα παφ το πρώτο συννεφάκι ατμού, της φάνηκε σαν πλοίο έτοιμο να σαλπάρει…
H σιδερώστρα άνοιξε τα σκέλη της με ένα τριγμό κοκάλων γερασμένου κορμιού με κατεστραμμένες αρθρώσεις.
Ένα περίεργο πράγμα της συνέβαινε με το σιδέρωμα. Το μισούσε μέχρι να το βάλει μπρος και το απολάμβανε από ένα σημείο και μετά, μέχρι το τέλος. Τότε, στο τέλος, ένοιωθε μια ανακούφιση, ένα ξαλάφρωμα σαν αυτό που σου αφήνει το κλάμα ή η εξομολόγηση.
Όλο ανέβαλε να το κάνει και γέμιζε το καλάθι με τα ασιδέρωτα ως εκεί που δεν πήγαινε άλλο. Σ’ αυτό το οριακό σημείο το έπαιρνε απόφαση, όπως τούτο το βράδυ που όλοι είχαν πάει στα δωμάτια τους. Τα παιδιά δεν ακούγονταν πιά κι από την κρεβατοκάμαρα ο άντρας της είχε χαμηλά την τηλεόραση κι από την πόρτα φαίνονταν να αυξομειώνεται το γαλαζωπό φως της οθόνης. Πήγε και έκλεισε την πόρτα και κουβάλησε στο καθιστικό τα ρούχα. Έβαλε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο της σταθμό (πάντα οι βραδινές εκπομπές είναι πιο ατμοσφαιρικές) και η μουσική γέμισε το δωμάτιο. Έφερε το ποτήρι με το λευκό κρασί (εργαλείο τόσο σημαντικό όσο και το σίδερο για την συγκεκριμένη διαδικασία) και έπιασε το πρώτο ρούχο.
Τα λουλούδια του σιδερόπανου είχαν ξεβάψει από την πολυκαιρία και τις υψηλές θερμοκρασίες, έτσι όπως είχε ξεβάψει και το χρώμα της νιότης της στα μάγουλα και τα μάτια της δεν λαμπύριζαν πια…Στη δεξιά πλευρά του πανιού τα αποτύπωμα της βάσης του σίδερου, λίγο πριν το κάψει, ξεχασμένο σε κάποια αφηρημένη στιγμή.

Η αλήθεια είναι πως το μυαλό της ταξίδευε πάντα σιδερώνοντας. Πότε έκανε βόλτα στα περασμένα χρόνια και πότε αφηνότανε να την οδηγήσει ένας στίχος κάποιου τραγουδιού σε σκέψεις κι ίσως σε όνειρα ανεκπλήρωτα, απ’ αυτά που μάζευε σαν φρέσκια μπουγάδα από το σχοινί της επιθυμίας και τα έβαζε νωπά σε κρυφά συρτάρια ώσπου τα ξέχναγε. Μπορεί να τα ξαναέβρισκε τυχαία ψάχνοντας για κάτι άλλο, αλλά πια, ήταν ξερά και κιτρινισμένα, με μια μυρωδιά κλεισούρας στα όρια της μούχλας.
Τα ρούχα ήταν κομμάτι της καθημερινής ιστορίας. Με το που τα μάζευε, τα έφερνε μπροστά στο πρόσωπό της. Τα ακουμπούσε στο μάγουλο, τα μύριζε… Με αγάπη έστρωνε το κάθε ένα πάνω στη σιδερώστρα και το πέρναγε με την φροντίδα και την αγάπη που ταίριαζε στον άντρα, στα παιδιά, στο σπίτι. Και τα δικά της τα αγαπούσε κι ας ήταν τα περισσότερα «δεύτερο χέρι». Τα αγαπούσε γιατί της τα χάριζε η Χριστίνα, παιδική φίλη που με τα χρόνια γίνηκε αδελφή. Κοκέτα και με οικονομική άνεση, τα άλλαζε κάθε τόσο… Έκανε shopping therapy… Είχανε τον ίδιο σωματότυπο κι όπως η ίδια βαριότανε του θανατά τα ψώνια και τα ατέλειωτα ντύσου- γδύσου στα δοκιμαστήρια, την ευγνωμονούσε που την έκανε δέκτη αυτής της ανακύκλωσης που την γλύτωνε κι από ένα σοβαρό ποσό χρημάτων που είχε ανάγκη η οικογένεια. Τώρα σιδέρωνε το λευκό πουκάμισο με την μαύρη ρίγα που όταν το φορούσε η Χριστίνα της έκανε φοβερό τύπο σε συνδυασμό με το μαύρο παντελόνι και τις ψηλοτάκουνες γόβες. Καμιά σχέση η εικόνα της με αυτή της Χριστίνας όταν το φορούσε… Πάντα δίπλα της έμοιαζε «δευτεράντζα»…
Δεύτερο χέρι, δευτεράντζα…

Το δύο… Αριθμός σημαντικός και με τόσες σημασίες…Μέσα στην καθημερινότητα τον συναντάς τόσες φορές…Δεύτερη ευκαιρία, δεύτερος γύρος διαπραγματεύσεων, δεύτερος και καταϊδρωμένος, διπλό ταμπλό, δίδυμα αδέλφια, διπλά βιβλία, δεύτερη εκτέλεση, Δευτέρα παρουσία…Κοίτα ειρωνεία, μέσα σε τόσα διπλά και δεύτερα να μην υπάρχει και μια δεύτερη ζωή !!!
Τα χέρια της χάιδευαν τις φόρμες του γιού, τις περισσότερες φορές ξηλωμένες στον καβάλο ή με μια μικρή τρύπα στο γόνατο. Γελούσε με τη ζωηράδα του, η εικόνα του με το στραβό δόντι και το χαμόγελο της σκανταλιάς την έκανε τόσο χαρούμενη κι ας τις φόρτωνε παραπάνω δουλειά με το μπάλωμα. Μετά τα ροζ της κόρης… Προσοχή… οι μπλούζες ανάποδα να μην χαλάσουν οι στάμπες και χάσουν την γυαλάδα οι χάντρες… Αυτή είναι κοκέτα σαν τον πατέρα της… Τόσο όμορφη … να δεις που όταν μεγαλώσει θα μοιάζει σαν τις ηθοποιούς… Πρέπει να την προσέξει, να μην καβαλήσει το καλάμι και νομίζει ποια είναι…
Το σατέν σεντόνι… χαμογελά πονηρά… Τι όμορφα που μυρίζει…Το χέρι της φχαριστιέται να περνά πάνω του ξανά και ξανά. Θα το έχει έτοιμο για το Σαββατοκύριακο. Θα είναι ξεκούραστοι κι οι δυο και τα παιδιά θα τα πάρει η μάνα της…
Το λευκό τραπεζομάντηλο, με ένα λεκέ από κόκκινο κρασί που δεν βγήκε στο πλύσιμο… Κόντευε να τους πνίξει ο φίλος τους με τα αστεία του την τελευταία φορά που μαζεύτηκαν στο σπίτι τους όλη η παρέα.
Τελευταία αφήνει τα πουκάμισά του… Τα σιδερώνει σαν να χαϊδεύει τους ώμους, την πλάτη του… Φέρνει μπρος στο στόμα το γιακά, τον μυρίζει… Ακόμα έχει τη μυρωδιά της κολόνιας του… Θέλει να τον φιλήσει…

Το καλάθι άδειασε. Τα ρούχα είναι ντανιασμένα κατά κατηγορία. Δεν έχει κουράγιο να τα βάλει σήμερα στη θέση τους. Περνά τη γλώσσα από το πάνω χείλος… Μια σταγόνα κοκτέιλ από ιδρώτα και κρασί. Νοιώθει κουρασμένη και νυστάζει. Βγάζει την πρίζα και το κόκκινο φως του σίδερου σβήνει όπως έσβησε και το φως τούτης της μέρας. Τα χέρια της είναι κόκκινα και οι κόμποι των δαχτύλων πονούν. Τελευταίο τραγούδι πριν κλείσει το ραδιόφωνο κρατά τους στίχους «Η νύχτα θέλει έρωτα και πράγματα αφανέρωτα…». Ούτε να το σκεφτεί… Σβήνει το φως και κλείνει πίσω της την πόρτα. Από μια μικρή χαραμάδα την ακολουθεί ένα συννεφάκι ατμού με άρωμα αιγαιοπελαγίτικού νησιού, γιατί αυτή τη μυρωδιά μαλακτικού είχε διαλέξει μες στην καρδιά του χειμώνα.