Ο Δεκέμβρης περπατάει με βήμα αργό στους κρύους δρόμους της γης. Το σώμα του με δυσκολία κουβαλά το βαρύ παλτό του. Τα χέρια του πέφτουν χαλαρά στο πλάι με κατακόκκινους τους κόμπους των δαχτύλων. Κάπου έχασε τα μάλλινα γάντια του…
Το γκρι παντελόνι φθαρμένο στα γόνατα, λες και το φορούσε από παιδί. Η τραγιάσκα κατεβασμένη ως τα μάτια, αφήνει τα χιονισμένα μακριά μαλλιά του να πέφτουν στους ώμους … Μοιάζει σαν ποιητής που στις τσέπες του κρύβει στίχους και ονειροπολήσεις. Εραστής που κάτω από το παλτό του μένουν ανοιχτές λαβωματιές παλιών ερώτων… Καθώς περπατά κάπου – κάπου ακούγεται ένα κρακ έτσι όπως η μπότα του πατάει στα παγωμένα από βραδύς απόνερα του δρόμου και τα σπάει σε μικρά κρύσταλλα. Περπατάει αργά, σχεδόν σημειωτόν, σαν γέρος που κάνει την τελευταία του βόλτα. Δεν θέλει να κοιτάει μπροστά, γιατί μπροστά δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχει ορίζοντας, μόνο ένας τοίχος, ένα αδιέξοδο που γράφει τέλος.
Όπως κάθε γέρος θέλει να κοιτάει πίσω…

Εκεί υπάρχουν τόσα πολλά, πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις… Όλα παρόντα μέσα στο παρελθόν τους.
Βγάζει από την τσέπη του λίγες σταφίδες να γλυκάνει το στόμα του και κει που λες θα πέσει από στιγμή σε στιγμή, αυτός επιταχύνει το βήμα του και γυρνά στο σπίτι του. Βγάζει κάτω από το στρώμα το μασούρι με τα όβολα που μάζευε για τα γιατροπορέματα και τα κηδευτικά του και βγαίνει στην αγορά! Παίρνει καινούριο κασμιρένιο κοστούμι με ρίγα, ψηλό μαύρο καπέλο, λουστρίνια παπούτσια και ένα μεταξωτό φουλάρι που τον κάνει να φαίνεται νεότερος. Αγοράζει δώρα για όλους και τους καλεί σε μεγάλη βεγγέρα στο σπίτι του. Ανάβει όλα τα φώτα του σπιτιού και της αυλής, βγάζει και τα καλά πιατικά και τα μαχαιροπήρουνα, γεμίζει το τραπέζι καλούδια. Μουσικές και γέλια παντού.
Κάπως έτσι γεννήθηκε το γλέντι των Χριστουγέννων!

Μέσα στη μεγάλη του δόξα ο γαλαντόμος οικοδεσπότης πάει ν΄ ανοίξει μια σαμπάνια. Με το «μπαμ» ο φελλός εξοστρακίζεται και τον βρίσκει στο δόξα πατρί. Πέφτει χαμογελαστός πάνω στο χαλί, αδέκαρος κι ευτυχισμένος την ώρα ακριβώς που μπαίνει η νέα χρονιά. Μια χρονιά που θα μεγαλώσει κι όταν ωριμάσει θα γεννήσει ένα νέο μικρό Δεκέμβρη, που θα έχει τα χούγια του πατέρα του…
Τα λαμπιόνια της γιορτής του γέρο – Δεκέμβρη άναψαν και φέτος. Πόλεις λαμπροφορεμένες και χωριά με πιο μίνιμαλ διάκοσμο περιμένουν τη Γέννηση… Τη γέννηση μιας ελπίδας πως όλα θα αλλάξουν…
Άνθρωποι αμήχανοι, φοβισμένοι, σε μια σχεδόν μόνο ημερολογιακή γιορτή περιμένουν κι ελπίζουν πως θα γυρίσει ο τροχός και η κανονικότητα που ήταν στο πρόσφατο παρελθόν συνώνυμο της ρουτίνας θα επανέλθει… Γιατί τώρα αυτή έγινε «πολύτιμη».
Είναι το ζητούμενο, είναι το «δώρο».
Το λένε οι άδειες μας αγκαλιές, τα φιλιά μας που έμειναν χωρίς αποδέκτες, οι συναντήσεις που αναβλήθηκαν επ’ αόριστο, τα γιορτινά τραπέζια που έγιναν για λίγους.
Το λένε τα φυλακισμένα πίσω από τις μάσκες χαμόγελα και τα μάτια που προσπαθούν απεγνωσμένα να εκφράσουν την αγάπη που δεν μπορούν τα χείλη και τα χέρια να δείξουν.
Βουβή, χωρίς κάλαντα θα μείνει η παραμονή των Χριστουγέννων. Τα τρίγωνα αφημένα στο πατάρι και τα παιδιά με τεράστια μάτια καθηλωμένα στις οθόνες θα χαθούν στα ψηφιακά χιόνια ψάχνοντας το «αστέρι» σε ανιμέϊσον υπερπαραγωγές . Εμείς από δίπλα τους θα ερχόμαστε στο τσακίρ κέφι σε τηλεοπτικά γλέντια. Με τα κινητά στα χέρια θα στέλνουμε μηνύματα με εντυπωσιακά γραφικά και κόκκινα φιλιά δίχως θέρμη.
Θα λογομαχήσουμε με τον μπατζανάκη μας στο τηλέφωνο, πριν να προλάβουμε να ευχηθούμε ο ένας στον άλλο «χρόνια πολλά», ενώ αυτός ήταν ο λόγος της κλήσης, αφού η διαφωνία μας για το εμβόλιο είναι πάνω από όλα .

Όμως όσο κι αν τα σύννεφα κρύβουν το υπέρλαμπρο άστρο, όσο κι αν οι μελωδίες των αγγέλων σκεπάζονται από εκρήξεις και πολεμικές ιαχές τριγύρω από την ταπεινή φάτνη, το θείο βρέφος κι αν κρυώνει όπως τα εκατοντάδες προσφυγόπουλα που ξεροσταλιάζουν πίσω από φράχτες, μέσα στην αποστειρωμένη μας καθημερινότητα ας ψάξουμε να βρούμε το παιδί που κάποτε υπήρξαμε κι ας γίνουμε μια ανοιχτή αγκαλιά για τον άλλο, δίχως προδιαγραφές και χαρακτηριστικά. Ας δώσουμε αγάπη κι ας αφεθούμε να δεχτούμε την αγάπη που θα μας προσφερθεί.
Ίσως έτσι βρούμε τη χαμένη μας ανθρωπιά και γίνει λιγότερο σκληρός ο κόσμος μας.

(*)Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» στις 21 Δεκέμβρη 2021.