Καβάλησα τον δορυφόρο της Google street κι είπα να κάνω μια βόλτα στην παλιά μου γειτονιά, στο Νέο Ηράκλειο.
Έδωσα την οδό από το πατρικό μου κι άρχισα να σεργιανίζω μέσα στους δρόμους που κάποτε ήταν στενά και παίζαμε παιδιά… Όλα ήταν διαφορετικά και ξένα… Τα περισσότερα σπίτια είχαν γίνει πολυκατοικίες όπως και το δικό μας μετά την πώλησή του, ως και οι δρόμοι είχαν αλλάξει ονόματα… Το παλιό ρέμα δίπλα στο σπίτι είχε κλείσει κι ήταν πιά δρόμος κι οι καλαμιές που λύγιζαν στον χειμωνιάτικο αέρα δεν υπήρχαν πιά.
Ένοιωσα τόσο ξένη και γύρισα από την δορυφορική μου βόλτα με ένα παράξενο συναίσθημα κενού ενώ μέσα στο μυαλό μου ζωντάνευαν παλιές εικόνες που θαρρείς με παρακαλούσαν να τις περάσω με το ανεξίτηλο βερνίκι της μνήμης για να μην τις ξεθωριάσει ο χρόνος και τις φάει το σαράκι της λησμονιάς.

Όταν μεγαλώνεις σε βολεύει περισσότερο να μιλάς για το παρελθόν γιατί είναι ένας τόπος κι ένας χρόνος που γνωρίζεις καλά, δεν μπορεί να αλλάξει ούτε προς το καλλίτερο ούτε προς το χειρότερο, άσχετα αν αυτά που θυμάσαι είναι ευχάριστα ή όχι, ενώ αντίθετα το μέλλον σου είναι άγνωστο κι απροσδιόριστο τόσο στον τόπο όσο και στη διάρκειά του κι ακόμα περισσότερο στο περιεχόμενό του. Από μια ηλικία και μετά η σκέψη του μέλλοντος ίσως να σου δημιουργεί και κάποια ανασφάλεια καθώς αλλάζεις, φθείρεσαι, κουράζεσαι, παραωριμάζεις…
Η απόσταση από τις μνήμες μου, μου φαίνεται τόσο μακρινή σ΄ αντίθεση με τα πρόσωπα που υπάρχουν μέσα σ΄ αυτές που είναι τόσο ζωντανά παρόλο που πολλά από αυτά δεν είναι πλέον στη ζωή.

Σ΄ αυτή τη γειτονιά που μεγάλωσα, οι άνθρωποι ζούσαν για το τώρα, για το μεροκάματο που θα έφερνε στο σπίτι το φαΐ, για την Κυριακή της ξεκούρασης και τίποτα άλλο. Σ΄ αυτές τις γειτονιές η γυναικεία φιγούρα έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η μάνα μου διεκδικούσε τον τίτλο της βασίλισσας του κεφτέ γιατί όταν τηγάνιζε μύριζε όλη η γειτονιά και την ρωτούσαν οι άλλες να τους πει το μυστικό που έκανε τους κεφτέδες της τόσο αφράτους κι εκείνη πάντα τις απέφευγε με ένα χαμόγελο γεμάτο μυστήριο.
Της άρεσαν τα έντονα χρώματα, φορούσε ανοιχτόχρωμα ρούχα και κόκκινο κραγιόν κι η καρδιά της ήταν ανοιχτή όπως και η πόρτα της κουζίνας της για να προσφέρει ότι μπορούσε στον καθένα. Κατά τις έντεκα το πρωί μαζεύονταν οι γειτόνισσες και έπιναν καφέ. Ερχότανε κι η Κυρά- Ασπασία που είχε ανοιχτόχρωμο δέρμα και μαλλιά κι ένα λεπτό ξανθό χνούδι κάλυπτε τα μάγουλά της, έτσι που όταν καθότανε στον ήλιο έμοιαζε να έχει μια φωτεινή αχλή. Ήταν τελείως ξεχωριστή η Κυρά- Ασπασία, ήταν κάτι σαν γιατρός κι ερχότανε σπίτι όταν με έπιαναν οι αμυγδαλές κι ανέβαζα σαράντα πυρετό, με ένα μακρόστενο σκληρό κουτί που κάποτε θα ήτανε άσπρο κι είχε καταντήσει από την πολυχρησία μπεζ, κι έβγαζε τις γυάλινες σύριγγες με τις μεταλλικές βελόνες για να μου κάνει ενέσεις. Μέχρι να βράσουν για να αποστειρωθούν κάπνιζε ένα τσιγάρο από το πακέτο της «Άρωμα» κασετίνα και έλεγε ιστορίες που με αποζημίωναν από τον πόνο που θα μου προκαλούσε η ένεση. Αυτή η γυναίκα και συνταγή μαγειρικής να έλεγε έμοιαζε σαν να λέει μια ιστορία…

Τα πρόσωπα καθώς και ο αριθμός αυτών που σχημάτιζαν την παρέα του πρωινού καφέ ήταν διαφορετικός κάθε φορά όπως και το σημείο συνάντησης. Που και που έλεγαν και το φλιτζάνι. Καμιά τους, εμείς τα παιδιά, δεν την προσφωνούσαμε «κυρία». Ήτανε η κυρά-Λευκή, η κυρά- Βγενία κλπ. Κυρίες λέγαμε μόνο τις δασκάλες και τις καλοντυμένες και ξένες γυναίκες που θέλαμε να κρατήσουμε σε απόσταση.
Η μάνα μου αντίθετα ήταν από τους ανθρώπους που δεν της άρεσαν οι αποστάσεις και μπορούσε να συνδυάσει τα πιο παράταιρα πράματα, όπως ας πούμε να πάει σε ένα μοναστήρι να προσευχηθεί με κατάνυξη που να της φέρει δάκρυα και στο καπάκι να πάει σε ένα μέντιουμ για να μάθει τα μελλούμενα…
Ζητιάνοι και γύφτισσες έκαναν στάση στο μικρό τραπέζι που είχε μπροστά στην αυλή της κουζίνας κι έπιανε κουβέντα μαζί τους για να της πουν τα βάσανά τους που ποτέ δεν την απασχολούσε αν ήταν ψέματα ή αλήθεια. Τους έδινε καρέκλα για να ξεκουραστούν, νερό να ξεδιψάσουν και κάτι να βάλουν στο στόμα τους. Πάντα κάτι είχε να τους βάλει στο χέρι φεύγοντας κι αυτοί όλο ευχές της έδιναν ή της έλεγαν την μοίρα και το φλιτζάνι .
Η μεγάλη της αδυναμία ήταν οι γυρολόγοι με τα «είδη προικός» που ποδαράτοι παίρνανε τους δρόμους διαλαλώντας το εμπόρευμά τους. Πάντα τους φώναζε κι άπλωναν την πραμάτεια τους με τα κεντητά τραπεζομάντηλα, τα σεμέν και τα σεντόνια με τις κιπούρ δαντέλες. Κι αγόραζε για την προίκα μου…Κάποια απ’ αυτά παραμένουν ανέγγιχτα κοντά σαράντα χρόνια μετά μέσα στα κουτιά τους.

Κάθε Τετάρτη φαινόταν να παίρνει την κατηφόρα το πράσινο βανάκι που έγραφε απ’ έξω «Υαλικά – κρύσταλλα Δημήτριος Κούρτακας». Έκανε στάση μπροστά στο σπίτι μας και άνοιγε τις διπλές του πόρτες ο καταστηματάρχης του, που τον έλεγαν κοροϊδευτικά «μπέμπη» γιατί πάντα ερχότανε με τον πατέρα του που τον φώναζε μπαμπά, με έναν παιδιάστικο τρόπο.
Μπροστά στο κινητό κατάστημα μαζεύονταν όλες οι γυναίκες της γειτονιάς για να αγοράσουν κάτι που τους χρειαζότανε ή απλά για να χαζέψουνε την πραμάτεια και να περάσουν την ώρα τους. Ποτήρια πιάτα, κουτάλια, πιρούνια, λεκάνες, πλαστικά σκεύη, ρόλεϊ για τα μαλλιά και μικροσυσκευές αποτελούσαν το πολύχρωμο εμπόρευμα που αγόραζαν με πίστωση κι η κάθε μια είχε ένα πορτοκαλί βιβλιαράκι που ενημέρωνε με το μολυβάκι του ο «Μπέμπης» που κάθε Τετάρτη ερχότανε για να πάρει τη δόση του και να του προσθέσει ή να αφαιρέσει ένα ποσόν ανάλογα με τις προθέσεις της πελάτισσας.
Καμιά φορά μαλλιοτραβιόντουσαν κιόλας με αφορμή την διεκδίκηση ενός μοναδικού αντικειμένου.
Μερικές φορές τον μικρόκοσμό τους συντάραζε μια αυτοκτονία στις γραμμές του τρένου ή ένα έγκλημα και τότε τρέχανε στον τόπο του συμβάντος και περίμεναν να βγει η «Απογευματινή» για να την πάρει η Κυρά- Λευκή και διαβάσει το ρεπορτάζ και κυρίως να δουν τις φωτογραφίες κρατώντας το θέμα ζωντανό για μέρες.

Μεγάλο κοσμικό γεγονός ήταν και οι επιδείξεις τάπερ που κάνανε οι πιο κοινωνικές από τις γειτόνισσες και συναγωνίζονταν ποια θα κάνει τον μεγαλύτερο τζίρο και θα πάρει τα περισσότερα δώρα από την εταιρία. Η μάνα μου ήταν μεγάλη φαν των επιδείξεων ώσπου μια φορά από τον ενθουσιασμό και τη βιασύνη να πάει σε μια από αυτές ξέχασε αναμμένο το μάτι της κουζίνας κι έκαψε τα γιουβαρλάκια και μαζί κόντεψε να κάψει το σπίτι… Μετά απ’ αυτό περιορίστηκε ο ενθουσιασμός της.

Τώρα η μάνα μου όπως και οι περισσότερες γειτόνισσες έχει πετάξει πάνω από πόλεις, γειτονιές και δρόμους. Όσο για μας που είμασταν παιδιά τότε ή έχουμε χαθεί ή έχουμε για γειτονιά μας το Facebook. Δεν λέμε τα νέα μας από τις αυλές ή τα παράθυρα των σπιτιών μας παρά από τα post που ανεβάζουμε. Δεν βλέπουμε την έκφραση κανενός όταν γράφει ή διαβάζει κάτι, δεν ξέρουμε αν είναι λυπημένος ή χαρούμενος εκτός αν συνοδεύει την ανάρτησή του με το ανάλογο αυτοκόλλητο που δηλώνει το συναίσθημα.

Όμως κάθε εποχή έχει τις δικές της ομορφιές που αποκαλύπτονται στα μάτια των παιδιών και των νέων ανθρώπων. Ακόμα κι αυτές οι ψηφιακές γειτονιές που μας φιλοξενούν τώρα ίσως να γίνουν σε λίγα χρόνια γλυκές αναμνήσεις για τα παιδιά του σήμερα…