Το σπίτι έχει καρδιά και βρίσκεται στην κουζίνα. Σαράντα χρόνια νοικοκυρά (το επάγγελμα που δεν έχει καμιά αναγνώριση, κανένα μισθό, και καμιά άδεια) έχω ακούσει τον χτύπο της…
Έχει συναντήσει το χτύπο της δικής μου καρδιάς κάθε πρωί βλέποντας το πρώτο φως της μέρας. Τότε που εικόνες και συναισθήματα γίνονται καρτ-ποστάλ μέσα στην κορνίζα του παραθύρου και στέλνονται από μένα την ίδια στο μέλλον για να έχει κάπου να ακουμπήσει η μνήμη κι η νοσταλγία.

… Ακούγεται καθώς αντηχεί στις ανοξείδωτες κατσαρόλες και στα αντικολλητικά τηγάνια.
Συντονίζεται με την δική μου καρδιά όταν ρίχνω το μείγμα των ονείρων στην κόκκινη φόρμα του κέικ για να φουσκώσει στους εκατόν ογδόντα βαθμούς επιθυμίας.
… Έχω ακούσει τον χτύπο της όταν πετά σαν πεταλούδα πάνω από κοχλάζουσες σάλτσες που θα ευφράνουν αγαπημένους ουρανίσκους κι όταν ανακατεύω στα μπρίκια θεραπευτικά αφεψήματα.
Η χαρά μου έχει γλιστρήσει μέσα από το κορνέ της σαντιγί και έχει στολίσει τούρτες γενεθλίων, έχω χαλαρώσει από το άγχος μου τακτοποιώντας τα πλαστικά δοχεία με τα χαρούμενα χρώματα στις χαώδεις κοιλιές των ντουλαπιών κι έχω βουρκώσει ψήνοντας καφέδες της παρηγοριάς.

Ο θυμός μου έχει περάσει πολλές φορές από τη βαλβίδα της χύτρας ταχύτητας κι έχει εξατμιστεί σφυρίζοντας κι άλλες τόσες τα δάκρυά μου κρύφτηκαν στο εσωτερικό του τρίφτη και πετάχτηκαν μαζί με τα φλούδια απ΄ τα κρεμμύδια.
Συχνά ελέγχω το πρώτο συρτάρι με τα μαχαιροπήρουνα, πρέπει να είναι έτοιμα σαν στρατιώτες στις παρατάξεις τους για το γεύμα. Σαν σε πόλεμο ρίχνονται κάθε φορά τα μαχαίρια να κομματιάσουνε κρέατα, τα πιρούνια να καρφώσουν μεζέδες και τα κουτάλια να περιλούσουν με καυτά μείγματα για να έρθουν μετά οι πετσέτες από το δεύτερο συρτάρι να μαζέψουν τις σάλτσες, να σκουπίσουν το αίμα… Θα πλυθούν αλλά δεν θα καθαρίσουν όλες… Κάποιοι λεκέδες μένουν ανεξίτηλοι όπως το αίμα, όπως κάποια στίγματα στις σελίδες της ιστορίας.

Πίσω από τους τοίχους της κουζίνας, αυτού του μικρού μου κάστρου, έχω χορέψει άπειρες φορές μόνη μου, με τα «δυνατά» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου που με συντρόφευε πάντα κι έδινε το ρυθμό στις μεγάλες φασίνες και στις ετοιμασίες των μεγάλων τραπεζιών. Μετά τις συνάξεις κι ενώ όλοι πήγαιναν για ύπνο τελείωνα μετά τις δύο το βράδυ με το συμμάζεμα και το πλύσιμο των πιάτων και εν μέσω αραδιασμένων πάνω στους πάγκους πιατελών, ταψιών και άλλων συναφών έκανα το τελευταίο απολαυστικό τσιγάρο, με μόνο το φως του απορροφητήρα και τον Gury Moor να παίζει τα σόλα του στο still got the blues.
Το γέρικο τραπέζι της που το ξύλο του έχει γίνει δυο τόνους πιο σκούρο από τη έκθεση και την πολυχρησία έχει φιλοξενήσει στη ράχη του την ιστορία της οικογένειας με τα καθημερινά γεύματα, τα αστεία και τα επιτραπέζια παιχνίδια αλλά και με τις συζητήσεις, τις διαφωνίες και τους προβληματισμούς.

Πάνω του έχουν απλωθεί τα σχέδια για τις κοινές αλλά και τις μεμονωμένες πορείες μας που άλλα ματαιώθηκαν κι άλλα μας δικαίωσαν. Εδώ έχουμε μοιραστεί το ψωμί και τη ζωή μας και τα μικρά του γδαρσίματα είναι οι υπογραφές μας.
Το τραπέζι αυτό έχει ανοιχτεί πολλές φορές για να μεγαλώσει τοποθετώντας στη μέση την προσθήκη του κι έχει φιλοξενήσει πιάτα αγαπημένων μουσαφίρηδων στην επιφάνειά του.

Τώρα τις περισσότερες μέρες είναι κλειστό με τις τέσσερεις καρέκλες του τριγύρω ενώ καταλαμβάνουμε μόνο τις δύο.
Ο Παπακωνσταντίνου ωρίμασε μαζί με μένα και συναντιόμαστε πιο αραιά, ίσως γιατί είμαι πιο δύσκαμπτη πιά και δεν έχω αντοχές ούτε για πολλές φασίνες ούτε και για πολλές φιγούρες. Τώρα ακούω πιο πολύ ραδιόφωνο και μερικές φορές προτιμώ τη σιωπή…

Όχι αυτή της μελαγχολίας αλλά την άλλη της πληρότητας.