Κοιτούσε την πλάτη της να ξεμακραίνει όταν, θυμήθηκε το Ευκλείδειο αξίωμα. «Από ένα σημείο εκτός ευθείας, μπορούμε να φέρουμε μόνο μία παράλληλο προς αυτήν». Από όλες τις γυναίκες που θα μπορούσαν να διασταυρωθούν τα βήματα τους, συνάντησε αυτήν, που όπως αποδείχτηκε δεν είχαν κανένα κοινό σημείο επαφής. Δύο ανεξάρτητες παράλληλες πορείες οι ζωές τους.

Από την δουλειά του δεν έπαιρνε πολλά χρήματα, ήταν όμως αρκετά για να τους εξασφαλίζουν μια όμορφη μετρημένη ζωή, στην μικρή πόλη, στην Αλεξάνδρεια που ζούσαν. Συχνά, μέσα σε ευφάνταστες συσκευασίες, της χάριζε δικά του αυτοσχέδια δακτυλίδια, μικρά γλυπτά ή γλυκά να κεράσουν τις μέρες τους. Μια φορά, θυμάται, αφού έπλυνε μία άδεια συσκευασία γάλατος, έκρυψε μια ιστορία φτιαγμένη από λέξεις αγάπης και την έριξε στην θάλασσα, να ταξιδέψουν μαζί όλο τον κόσμο. Εκείνη όμως, έπλεκε σιγά-σιγά τα δεσμά του με σπάγκους ελέγχου κατεύθυνσης της καθημερινότητας του. Εις γνώσιν του, κατέθεσε την ζωή του στον έρωτα της. Τα ατελείωτα πόδια της τυλίγονταν ανυπόμονα γύρω του να τον καταπιούν. Η σάρκα της πάλλονταν στο άγγιγμα του. Όμως μόνον αυτή. Η ψυχή της δεν ξάπλωνε ποτέ στο κρεβάτι τους.

Ήταν Σεπτέμβρης όταν την πήγε νύχτα, με το αυτοκίνητό στα βράχια της Κατερίνης, να δούνε τις Πλειάδες να πέφτουν. Εκείνος, έκανε ευχή, να είναι του χρόνου μαζί αγκαλιά εδώ, όταν εκείνη, παραπονέθηκε για την υγρασία, για την κακή διαχείριση των χρημάτων του και για την αδυναμία του να της προσφέρει όλα όσα επιθυμούσε στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Με τον καιρό, αυξάνονταν η συχνότητα εντάσεων μεταξύ τους. Εκείνη έθετε ερωτήσεις, έδινε απαντήσεις και έβγαζε ετυμηγορία χωρίς καν να τον ακούει, όσες προσπάθειες και εάν έκανε αυτός για διάλογο. Λες και ήταν ερωτευμένη με την φωνή της, ή την εικόνα της να αγορεύει, ενώ κουνούσε το δάκτυλο της μπροστά στα μάτια του. Με την τέχνη του λόγου της, μεταποιούσε τις λέξεις του και στο τέλος, δεν τις αναγνώριζε ούτε ο ίδιος. Όσες δε, τις θεωρούσε άχρηστες, τις πετούσε έξω από το παράθυρο, κουρέλια στους δρόμους. Ο ίδιος όμως γνώριζε βαθιά μέσα του ότι, στην δική του Αλεξάνδρεια όπως και στην άλλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν υπήρχαν επαίτες στους δρόμους.

Οι λέξεις που δεν προλάβαιναν να ζήσουν στο στόμα του, τον έπνιγαν κάθε φορά που εκείνη ξεκινούσε τον μονόλογο της. Κάποιες φορές χωρίς αποτέλεσμα φώναζε, ούρλιαζε, πετούσε πράγματα να ακουστεί. Τότε ήταν που σκέφτηκε να φτιάξει ένα πλεχτό με τις λέξεις, να σωθεί. Τα βράδια καθισμένοι δίπλα-δίπλα στον καναπέ, όταν εκείνη έβλεπε τηλεόραση, αυτός έπλεκε. Πότε καλή, πότε ανάποδη. Πότε αραιή πλέξη, πότε πυκνή. Δούλευε με χρώματα και διάφορα υλικά. Κλωστές, σπάγκους, σχοινιά. Πότε βρεγμένα στα δάκρυα του, πότε στεγνά. Όταν όμως έστηνε τις παραστάσεις της, τού ξήλωνε το πλεχτό. Άρχισε να φτιάχνει κόμπους, να προλαβαίνει να σώζει κάποια κομμάτια. Έμαθε να βρίσκει στις άκρες της καρδιάς του, καινούργια άθικτα κουβάρια με λέξεις, να σκουντάει τις μέρες του και να ζεσταίνει τις νύχτες του. Έφτιαξε ένα διάφανο κουτί να φυλάει το πλεχτό του, να σκαλώνει στο φως για φωτοσύνθεση. Τοποθέτησε μέσα, μυρωδιές από πασχαλιές που δεν άνθισαν. Χάρτινα καραβάκια που δεν γνώρισαν το μπλε. Σταγόνες από αίμα που δακρύζει. Αναμνήσεις για προστασία από τον σκόρο. Το πλεχτό τελείωσε κάποτε. Τα κουβάρια σώθηκαν. Πεθύμησε να τραγουδήσει. Να πάρει δώρα. Να δώσει δώρα. Κάποτε διάβασε πως «ότι πνίγεις στον βυθό της καρδιάς σου, θα το ξεράσει το κορμί στις άκρες της σάρκας σου».

Φόρεσε ρούχα γιορτής αν και ήξερε ότι, θα παρευρίσκονταν σε κηδεία και της ανακοίνωσε ότι, θα άνοιγε δικό του γραφείο μελετών και κατασκευών εδώ, στην Αλεξάνδρεια. Του γύρισε την πλάτη απλά και έφυγε μόνη, για την Θεσσαλονίκη. Εκείνος, έσπασε το διάφανο κουτί, βιάζονταν να ελευθερώσει τις λέξεις. Έστησε το γραφείο, απέναντι από την βιβλιοθήκη του δήμου. Έβαλε το πλεχτό στην βιτρίνα. Πουλούσε τα σχέδια και τις μακέτες και χάριζε τα υλικά κατασκευής ονείρων με λέξεις.