Δεν άντεχε τη σκόνη. Της ήταν αφόρητη η αίσθησή της στο δέρμα της κι όταν την εισέπνεε φταρνιζόταν αδιάκοπα. Επιπλέον την είχε συνδεδεμένη με το χρόνο. «Η σκόνη του χρόνου» που λένε οι συγγραφείς κι οι ποιητάδες, είναι αυτή που κάθεται στο κάθε τι και το περνάει στη λησμονιά.
Είχε ένα θεματάκι με το χρόνο, αυτόν τον μπαγάσα που όλους τους νικάει και κανένας δεν τον κουμαντάρει. Έλεγε πως το τέλος του προσωπικού μας χρόνου καραδοκεί ο Αρχάγγελος, όμορφος, ρωμαλέος, με τη σπάθα του κι αμείλικτος. Ευτυχώς η φύση τα έφερε έτσι που οι περισσότεροι τον συναντάνε γέροι. Τι θα γινότανε αν μέναμε νέοι κι ακμαίοι κι αμετάβλητοι; Πόσο πιο σκληρός θα ήταν ο αποχωρισμός από τη ζωή αν εξακολουθούσαμε να είμαστε όμορφοι, με τα αντανακλαστικά μας και τις ορμές στο φουλ ως την τελευταία στιγμή! Γιατί αν είσαι δεινοσαύρι της τάξεως των ογδονταφεύγα αιώνων είναι αλλιώς τα πράγματα… Τι έχεις να χάσεις πεθαίνοντας; Ένα ανάλατο γεύμα, δυο σταγόνες ήλιο από το μπαλκόνι ή το παράθυρο, μερικά δελτία ειδήσεων που υποτίθεται παρακολουθείς στην τηλεόραση (τα μισά δεν τα ακούς γιατί είσαι περήφανος στ’ αυτιά και στα άλλα μισά κοιμάσαι) και δεκαπέντε δρομολόγια προς το μπάνιο που κατά τη διαδρομή χάνεις μέρος του υγρού φορτίου που μεταφέρεις.

Έτσι τα έβλεπε τα πράγματα για τη σκόνη των ημερών, των μηνών και των χρόνων. Όμως τώρα έπρεπε να ξεσκονίσει την αληθινή σκόνη από τη βιβλιοθήκη που τόσο καιρό έκανε πως δεν την έβλεπε αλλά το φιλότιμό της την έκανε αυτή τη μέρα να το πάρει απόφαση και αφού πήρε τα απαραίτητα σύνεργα ξεκίνησε το επίπονο έργο. Με την πρώτη κίνηση άρχισε τα φταρνίσματα αλλά συνέχιζε αποφασισμένη να κάνει τον άθλο της ενώ η μύτη της έτρεχε και τα μάτια δάκρυζαν.
Πίσω από την σειρά του Λουντέμη με το βυσσινί χρώμα και τα χρυσά γράμματα , τέρμα στη γωνία έπιασε το μεγάλο κόκκινο κουτί από τα σοκολατάκια Τζοκόντα. Το χρώμα του είχε ξεθωριάσει. Είχαν περάσει πολλά χρόνια… Μια ζέστη ανέβηκε από την καρδιά της γνωρίζοντας το περιεχόμενό του που δεν ήταν σοκολατάκια αλλά κάτι το ίδιο γλυκό. Η Τζοκόντα στο καπάκι του κουτιού τη μετρούσε με το βλέμμα της και το χαμόγελό της πιο αινιγματικό από ποτέ δοκίμαζε τις αντιστάσεις της. Εκείνη είπε μέσα της «δεν θα το ανοίξω»… Το πέρασε απλά με το πανί και το άφησε στην άκρη. Το να σκαλίζει κρύες στάχτες της έφερνε μελαγχολία.. Ότι έγινε πέρασε… Ο χρόνος δέντρο στη φωτιά που λέει και το τραγούδι.
Στη μια γωνία του κουτιού κάτι εξείχε και δεν το άφηνε να κλείσει καλά. Αναγκαστικά το άνοιξε… Και τα είδε όλα εκεί… Σαράντα γράμματα μέσα στους φακέλους τους σαν άσπρα πουλιά κουρνιασμένα στη φωλιά τους. Ένα είχε στραβοκάτσει και εξείχε. Έκλεισε στα γρήγορα το κουτί σαν να φοβόταν μήπως αλλάξει γνώμη και το έβαλε πάλι στο ράφι. Σαν να της φάνηκε ότι κλείνοντας άκουσε κάτι σαν φτερούγισμα πουλιού που το φυλακίζεις. Ήταν ο έρωτας που δίπλωνε τα φτερά του για να κοιμηθεί μέσα στο κουτί, ήσυχος μέσα στον δικό του αμετάβλητο χωροχρόνο.

Είχε μεγαλώσει… Ετοιμαζόταν κι αυτή να βγάλει κάρτα για την λέσχη των δεινοσαύρων. Όχι πως ήταν κανένας Μαθουσάλας αλλά και νέα δεν ήταν πιά… Έζησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε ίντερνετ. Η αλήθεια είναι πως στα νιάτα της είχε ήδη από καιρό καταργηθεί το φτερό και το μελανοδοχείο (είχε ανακαλυφθεί το στυλό Μπικ) κι ο Γκράχαμ Μπελ είχε εφεύρει δεκαετίες πριν το τηλέφωνο, ωστόσο ήταν μια ακριβή επικοινωνία για μακρινές κλήσεις και οι περισσότεροι άνθρωποι επικοινωνούσαν με την επαρχία και το εξωτερικό με αλληλογραφία. Τα ταχυδρομεία ήταν στις δόξες τους και ο ταχυδρόμος με την γκρίζα στολή και το καπέλο με το γείσο ήταν μια γνώριμη φιγούρα που τις περισσότερες φορές η συνάντηση μαζί του ήταν ευχάριστη. Ιδιαίτερα όταν έφερνε τις συντάξεις… Τα γερόντια τον περίμεναν πως και πως και πάντα είχαν να του δώσουν ένα μικρό φιλοδώρημα «για να πιει έναν καφέ». Τότε… στην όμορφη γειτονιά, στο αγαπημένο της πατρικό που κρατούσε τη ζωγραφιά του μέσα στην καρδιά της και που τότε αφελώς πίστευε πως θα ζήσει σ΄ αυτό το μέρος, σ΄ αυτή τη γειτονιά όλη της τη ζωή…
Ο Σταύρος, ο ταχυδρόμος με το μεγάλο σγουρό κεφάλι που φάνταζε μεγαλύτερο με το μεγάλο καπέλο του θα της έφερνε με ένα γύρισμα της τύχης όλα αυτά τα γράμματα που θα της άλλαζαν τη ζωή. Τι μπορεί να χωρέσει σε ένα γράμμα; Η μοναξιά ενός ανθρώπου, η χαρά κι η λύπη του, ιδέες και όνειρα, λίγο χιούμορ και ίσως μια φωτογραφία που δίνει μορφή σε κάποιον μέχρι τώρα άγνωστο ή φέρνει κοντά τον ξενιτεμένο .
Η μάνα της που είχε αδέλφια στην Αμερική το ήξερε καλά αυτό… Όποτε ερχόταν ο Σταύρος με το ποδήλατό του και τον δερμάτινο σάκο φορεμένο χιαστί, γεμάτο γράμματα, κοιτούσε με αγωνία τους φακέλους που κρατούσε στο χέρι να ξεχωρίσει αν κανένας είχε τη γνωστή γραμμή γύρω-γύρω με τα μπλε και κόκκινα χρώματα… Τα αδέλφια της της γράφανε που και που κανένα γράμμα με ορνιθοσκαλίσματα αφού η φτώχια δεν τους είχε αφήσει περιθώρια για σχολεία και βιβλία και τα είχε ρίξει από μικρά στη βιοπάλη. Με τρύπια παπούτσια πήγε ο μεγάλος στην Αστόρια και μετά πήρε και τους άλλους τρείς. Τώρα είχαν φτιάξει τη ζωή τους κι είχαν έρθει μια χρονιά στο χωριό τους με τα παρδαλά πουκάμισα και με κάτι βλαχοαμερικάνικες λέξεις μιλούσαν στους χωριανούς που τους κοιτούσαν με δέος για τα γρήγορα κάρα τους που έπαιρναν βενζίνα με το γαλόνι και για τα μασίνια, τις ηλεκτρικές συσκευές που έκαναν εύκολη τη ζωή τους.
Στη χάση και στη φέξη μέσα στο διπλωμένο γράμμα που έφτανε στα χέρια της υπήρχαν μερικά κολλαριστά καταπράσινα δολάρια σαν φρέσκα μαρουλόφυλλα που μόλις είχαν κοπεί από τον κήπο της επαγγελίας. Δυο φωτογραφίες είχαν στείλει όλες κι όλες και τις είχε βάλει σε κάτι φτηνές κορνίζες πάνω στο μπουφέ κι όποτε πέρναγε από μπροστά τους τις χάιδευε με το παχουλό της χέρι. Μια φορά αντί για ντόλαρς μέσα στο γράμμα είχε μια επιταγή… Είχε πάνω έναν ξερακιανό γέρο με μούσια και μακριές φαβορίτες κι έγραφε με μαύρα γράμματα “Bank of America”, ένα τριψήφιο ποσόν και το σήμα του δολαρίου. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο πράμα η αδελφή… Δεν ήξερε τι είναι…

Έτσι λοιπόν σε ένα τσαλακωμένο χαρτί ανάμεσα σε ορθογραφικά λάθη, ή σε ένα πολυτελές επιστολόχαρτο με καλλιγραφικά γράμματα μπορούσαν να χωρέσουν η αγάπη και το μίσος. Τις περισσότερες φορές το γράμμα μετέφερε με ασφάλεια τις σκέψεις και τα μυστικά του γράφοντος αρκεί να μην έπεφτε στα χέρια κάποιου περίεργου μέλους της οικογένειας που με τη μέθοδο του ατμού θα άνοιγε το φάκελο αφήνοντας εκτεθειμένο μπροστά στα μάτια του το περιεχόμενό του. Μετά θα τον έκλεινε ξανά, δίχως να φαίνεται ίχνος παραβίασης κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Μέσα σε ένα γράμμα μπορούσαν να χωρέσουν τα σκληρά λόγια του χωρισμού όταν τα εμπόδια και οι αντιθέσεις δεν μπορούσαν να διαγραφούν. Λέξεις γραμμένες από το ίδιο μπλε στυλό που λίγο καιρό πριν έγραφε τα λόγια της αγάπης… Και μαθαίνεις να ζεις χωρίς αυτά.. Ψάχνεις για άλλα… Άλλοτε βρίσκεις κι άλλοτε όχι …
Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα τα ταχυδρομεία δούλευαν με τρελούς ρυθμούς. Ο σάκος του Σταύρου ξεχείλωνε από το μεγάλο φορτίο του. Χιλιάδες κάρτες ταχυδρομούνταν για να μεταφέρουν ευχές μέχρι την άκρη του κόσμου. Στα βιβλιοπωλεία, σε ψιλικατζίδικα και σε πάγκους, παντού έβρισκες κάρτες. Η επιλογή της κάρτας κι ο γραφικός χαρακτήρας έδιναν ένα στίγμα της αισθητικής και της προσωπικότητας του γράφοντος. Πόσο της άρεσε να στέκεται μπροστά στο σιδερένιο περιστρεφόμενο σταντ και να τις χαζεύει… άλλες μικρά έργα τέχνης κι άλλες μέσα στην υπερβολή τους να φτάνουν στα όρια του κιτς.. Με δυσκολία κατάφερνε να διαλέξει καμιά δεκαριά και μετά καθόταν στην τραπεζαρία και με γαλάζια καθαρά γράμματα έγραφε μια ευχή που να ξέφευγε λίγο από τα κλισέ. Μετά έγραφε όνομα και διεύθυνση αποστολέα και παραλήπτη κι έκλεινε το φάκελο περνώντας την γλώσσα της από τις άκρες του τριγωνικού καλύμματος του φακέλου. Έγλειφε και το γραμματόσημο και το κόλλαγε στη γωνία. Με ικανοποίηση έπαιρνε το πακετάκι με τις κάρτες και τις έριχνε μια-μια στο σιδερένιο κουτί των ΕΛΤΑ. Σαν δώρο περίμενε πότε θα έφερνε ο ταχυδρόμος τις κάρτες που θα είχαν στείλει οι δικοί της.

Το ίντερνετ έφτασε κι έκανε την Μεγκ Ράιαν να ερωτευτεί τον άσπονδο εχθρό της Τομ Χάνκς μέσα από τα μηνύματα που αντάλλασσαν στην ταινία «Έχετε mail στον υπολογιστή σας». Μέσα από τα ρούτερ περνά πλέον η αλληλογραφία μας που έχει μαύρα γράμματα και τη γραμματοσειρά της αρεσκείας μας. Ότι είναι ανεπιθύμητο το διαγράφουμε και το πετάμε στον κάδο απορριμμάτων. Δεν μπορούμε όμως να διαγράψουμε και τις συνέπειές του. Τις φωτογραφίες δεν τις βάζουμε πια σε κορνίζες αλλά τις φυλάμε σε σκληρούς δίσκους σε αυτά τα χρόνια που όλοι γίναμε πιο σκληροί…
Χρόνια μετά, ο Σταύρος έχει γίνει ταχυδρομικό περιστέρι σε έναν άλλο κόσμο, ο σάκος του θα πετάχτηκε σε κάποια χωματερή μαζί με το τελευταίο γράμμα που ίσως να έγραφε «άγνωστος παραλήπτης» και το ποδήλατό του θα έχει γίνει μια άμορφη μάζα σε μια μάντρα για παλιοσίδερα.
Οι λέξεις είναι πολλές … Πρωτότυπες ή συνηθισμένες, πολυσύλλαβες ή με λίγα γράμματα, συνώνυμες ή αντίθετες… Τις προφέρεις ή τις γράφεις δεν έχει τόσο σημασία…Τις ρίχνεις σε μια βαθιά γαβάθα και τις διαλέγεις μια- μια όπως καθαρίζεις τις φακές για να βρεις τις κατάλληλες για να περιγράψεις τις σκέψεις σου ή την ψυχή σου. Με όποιο τρόπο κι αν επικοινωνείς σημασία έχει να μπορείς να τις φορτώνεις με την αλήθεια σου και να βρίσκεις ανθρώπους που να μιλούν την ίδια γλώσσα με σένα για να τις καταλάβουν.

Απορροφημένη από όλα αυτά που πέρασαν από το μυαλό της δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα. Με ένα δυνατό φτάρνισμα τελείωσε τοποθετώντας στο ράφι το τελευταίο βιβλίο. Κοίταξε ικανοποιημένη το έργο της και χαμογέλασε στη σκέψη πως ευτυχώς το υλικό που έχουν οι υπολογιστές δεν θέλει ξεσκόνισμα και πήγε σφαίρα για να κάνει μπάνιο.