Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, ειδικά οι ασπρόμαυρες ταινίες, αποτύπωναν την ελληνική κοινωνία. Ποιος δεν έχει δει περισσότερες της μιας φοράς το «Υπάρχει και φιλότιμο» και δεν έχει ταυτίσει με το πρόσωπο του Μαυρογιαλούρου – Κωνσταντάρα τον παλιό αλλά και σύγχρονο πολιτικό. Αυτός ο δεύτερος εξελίχτηκε σε λιγότερο ευαίσθητο άτομο από τον πρωταγωνιστή, δεν συναντάται συχνά με την συνείδηση του, τόσο που θέτει εν αμφιβόλω τον τίτλο της ταινίας… Όσο για τις μεθόδους ψηφοθηρίας, τον ρόλο των πολιτικών παραγοντίσκων και το παρασκήνιο με τις λοβιτούρες κι όλα τα σχετικά, όλα έχουν ξεπεράσει το παλιό σενάριο…

Όμως εγώ θα σταματήσω σε μια άλλη ταινία, «Ένα έξυπνο- έξυπνο μούτρο», όπου ο Βουτσάς είναι άνεργος και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να πάρει μια θέση σε μια επιχείρηση. Η ατάκα που κυριαρχεί στην ταινία είναι: «δεν θα τρουπώσω; Έτσι και τρούπωσα…τρούπωσα!» Αυτό το «τρούπωμα» έγινε όνειρο ζωής για πολλούς πριν από μας, για μας, αλλά και για τα παιδιά και τα εγγόνια μας…
Το «τρούπωμα», ειδικά όταν γίνεται χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια, διαγωνισμό, διαφάνεια κλπ. είναι ορίτζιναλ τρούπωμα κι έχει συγκεκριμένη συνταγή και μεθοδολογία από τους εμπλεκομένους. Ο πολιτικός, ο αυτοδιοικητικός, ο πολιτευτής, το κομματικό στέλεχος, ο έχων γνωριμίες, είναι οι ρυθμιστές της ιστορίας από τη μια μεριά κι από την άλλη είναι αυτός που δεν έχει δουλειά, ο γονιός του, που χτυπάει πόρτες, ψιλογλύφει ενώ ντρέπεται, γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη «δικός τους»…

Στις μεγάλες πόλεις είναι πολλοί οι άνθρωποι, πολλές οι περιπτώσεις, κάπου χάνεται το πράμα, περνάει πιο εύκολα στα ψιλά, ξεχνιέται.
Στην επαρχία όμως και ειδικά στα χωριά, οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους, οι ιστορίες τους είναι φανερές και ξέρει ο καθένας ποιος είναι ο άλλος και τι καπνό φουμάρει… Και καλά, κάποιοι «τρούπωσαν» όπως τρούπωσαν, το κακό είναι ότι δεν κάνουν και την πάπια, δεν τιμούν τη θέση που τους χαρίστηκε, την έχουν δει αλλιώς…
Στην αρχή και μέχρι να κατοχυρώσουνε την μονιμότητα, είναι χαμηλών τόνων, πρόθυμοι κι ευγενικοί… Μόλις δέσουνε το γάιδαρό τους, αλλάζουν τα γράμματα… Το πόστο, το γραφείο, η ιδιότητά τους γίνονται το κάστρο τους και ξαφνικά την βλέπουν Ναπολέοντες. Σε κοιτάνε με ύφος δέκα καρδιναλίων, σου απευθύνονται με ξινισμένο ύφος και στην τελική σου κάνουν τη δουλειά σαν να σου έκαναν χάρη.
Μπροστά σε μορφωμένους, ανθρώπους με αξιώματα ή ανώτερη κοινωνική θέση γίνονται σαν τα σκυλάκια σαλονιού που γυρνάνε γύρω από τα πόδια σου και γλύφουν τα παπούτσια σου… Άμα έχουν μπροστά τους κανένα μεροκαματιάρη με τα ρούχα της δουλειάς ή καμμιά αγράμματη γριά με την ρόμπα και την παντόφλα, είναι η δόξα και η χαρά της εξουσίας τους…

Δεν μπορούμε, ούτε και είναι ο ρόλος μας να αξιολογήσουμε την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα αυτών των ανθρώπων. Αλλά όσο είναι μέσα στα καθήκοντά τους η επαφή με το κοινό, με εμάς το λαό – τον άμεσο εργοδότη τους – δηλαδή, που είμαστε οι αποδέκτες της συμπεριφοράς τους, θα έπρεπε να απαιτούμε τον στοιχειώδη σεβασμό και την ευγένεια. Κι όπως εμείς είμαστε εντάξει στις υποχρεώσεις μας και με τους φόρους μας για να γεμίζουν τα ταμεία του κράτους, διαφορετικά έχουμε συνέπειες, έτσι κι όποιος δεν κάνει σωστά τη δουλειά του, ειδικά όταν αυτή έχει να κάνει με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, θα πρέπει να έχει συνέπειες. Και δεν εννοώ τις εσωτερικές επιτροπές της πλάκας όπου ο προϊστάμενος χτυπά τον παραβάτη στην πλάτη και του λέει «μην το ξανακάνεις» κι όλοι μαζί τα κουκουλώνουν όπως η γάτα τα περιττώματά της.
Κάθε άνθρωπος έχει την αξία του και την αξιοπρέπειά του και καμιά σφραγίδα, καμιά στολή δεν μπορεί να την καταργεί πάρα μόνο οι ίδιες οι πράξεις του.

Οι μικροί Φύρερ που κρύβονται πίσω από τις θέσεις τους εκθέτουν τις υπηρεσίες τους, τους προϊσταμένους τους που όταν είναι και γνώστες των τακτικών των συγκεκριμένων και σφυρίζουν αδιάφορα είναι συνυπεύθυνοι…Τ΄ ακουσες πουλί μου; Αμ’ πως..! Που θα έλεγε κι ο Χατζηχρήστος, έτσι για να κλείσουμε με ελληνικό κινηματογράφο…αφού η ζωή είναι σινεμά…