Οι γιορτές μου αρέσουν μόνο γιατί είναι αργίες. Ευκαιρία για να ξεκουράζονται οι εργαζόμενοι, για να σμίγουν παρέες και οικογένειες. Κατά τ΄ άλλα κάτι με πιάνει κι όλο κάνω παράξενες σκέψεις και πονάει το μυαλό μου γιατί άκρη δε βρίσκω. Φταίει που έχει από καιρό χαλάσει και το ρημάδι το κουμπί μου της αυτόματης χαράς κι αυτό με αφήνει πολύ πίσω στο πανηγύρι. Βλέπεις μ΄ αρέσουν τα ασυγκράτητα γέλια και τα καυτά δάκρυα που έρχονται εκεί που δεν τα περιμένεις…
Οι ζεστές αγκαλιές και τα φιλιά που δεν συνοδεύονται από ευχές παρά από ένα χνούδι σιωπής που σε τυλίγει μαζί με τα χέρια και σε ζεσταίνει τόσο…
Φταίει η παράξενη ψυχή μου που δεν της φτάνει η χαρά που φέρνει το χρυσό άστρο κάθε Χριστούγεννα καθώς κάτω από το φως του γεννιέται το θείο βρέφος αλλά θρηνεί για τις χιλιάδες μωρά που σφαγιάστηκαν λίγο μετά… Ξέροντας την συνέχεια της ιστορίας δεν μπορεί να αλλάξει τη μοίρα του παιδιού .

Ακόμη όμως κι αν είχαμε την ευκαιρία να έχουμε ξανά το Χριστό κοντά μας η ιστορία θα είχε το ίδιο τέλος. Σταυρός σίγουρα δεν θα υπήρχε αφού μετά από τόσα χρόνια η πρόοδός μας στους τρόπους εξόντωσης είναι αλματώδης… Η πιθανότητα της ηλεκτρικής καρέκλας η της θανατηφόρου ένεσης θα έπεφτε στο τραπέζι. Εκτός κι αν γινότανε κάποιο «δυστύχημα». Και το φαντάζομαι αυτό γιατί αν ερχότανε ξανά στη γη ο Χριστός δεν πιστεύω πως θα σύχναζε στους κύκλους των τραπεζιτών και των μεγάλων λόμπις. Ούτε καν με τους σελέμπριτις δεν θα έκανε παρέα. Στα στέκια των άστεγων και των ναρκομανών θα σταμάταγε, θα άναβε τσιγάρο και θα σκούπιζε τα δακρυσμένα μάτια μιας πόρνης νύχτα στην πιάτσα, θα περπατούσε ξυπόλυτος στα γκέτo των ρομά και των μεταναστών, θα μοιραζότανε το ψωμί του με τα παιδιά των φαναριών… Θα ξανάλεγε περί βασιλείας του Πατέρα του και οι πολιτικοί και οι ηγέτες θα φόρτωναν κρανίο ξανά και θα κάνανε μίτινγκ για να δούνε τι θα κάνουν με το μπελά που γλυκοκοιτάει την εξουσία τους…

Θα έμπαινε ξανά στους μητροπολιτικούς ναούς με τα χρυσά καντήλια κι αφού θα τα έκανε λαμπόγυαλα θα κατακεραύνωνε τους βλοσυρούς ιεράρχες με τα χρυσοκέντητα άμφια και τα βαγγέλια με τα πετράδια – ποιος είδε τον Κύριο με τρύπιο μανδύα και τον υπηρέτη μες ‘τα βελούδα; – και θα τους έλεγε να μοιράσουν τα όβολα και τα βακούφια τους στη φτωχολογιά. Εκείνοι όπως έκαναν και στο παρελθόν, οι απανταχού προκάτοχοί τους, δεν θα θέλουν να χάσουν τη βολή τους και θα αρχίσουν πάλι τα περί βλασφημίας κ.τ.λ. Επειδή λοιπόν ο Ιησούς δεν θα κάνει τον Σούπερμαν ούτε θα καταστρέψει όλους με μια κίνηση του χεριού του, με τη δύναμη που θα του δώσει ο Πατέρας του, μετά από ένα κατασκευασμένο κατηγορητήριο που θα μαγειρέψουν χέρι – χέρι πολιτική και θρησκευτική εξουσία και μη έχοντας ο Ιησούς άσυλο και πολύ περισσότερο το ακαταδίωκτο, θα βρεθεί στην ίδια θέση του αμνού επί σφαγή.
Κι εμείς, ο όχλος, θα ρίξουμε τα βαγιόφυλλα που κουνούσαμε κατά την είσοδό του στην πόλη, μέσα στη σούπα απ’ τις φακές για να μην «χαρακτηριστούμε» και χάσουμε τη δουλειά και το «έχει μας» και για να μην μας αφορίσουνε οι θρησκευτικοί ταγοί από το «ωσαννά» θα περάσουμε στο «άρον – άρον σταύρωσον Αυτόν».
Κι ενώ θα βλέπω (από μακριά) να γράφεται ο επίλογος από τους επιτάφιους που δεν στολίζονται πια με ταπεινά αγριολούλουδα αλλά με αγορασμένα και φωτίζονται με λεντ λαμπάκια και γυαλίζουν από γκλίτερ κάτι θα παρασέρνει το μυαλό μου στο Ρίο Ντετζανέιρο και θα τρέχω να το συμμαζέψω.

Θα ακούσω για άλλη μια φορά το «γλυκύ μου έαρ» και πάνω του θα πέσει σαν αντίλαλος το «γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου» του Ρίτσου και θα σκίσει την καρδιά μου ο πόνος της κάθε μάνας που χάνει άδικα το παιδί της απ’ άκρη σ΄ άκρη της γης. Είτε είναι ένας μάρτυρας στο Κολοσσαίο ή μια γυναίκα που κάηκε σα μάγισσα από τη φωτιά της Ιερής εξέτασης είτε ο Λούθερ Κίνγκ, ο Λόιντ, ή μια γυναίκα από τις χιλιάδες εξαφανισμένες στα σύνορα του Μεξικό, ο Ζακ, ο Μάγγος, ένας πνιγμένος μετανάστης και τόσοι άλλοι που δεν πρόλαβε του Παλαμά «το ανθόνερο την όψη τους να πλύνει»…

Και θα περιμένουμε την Ανάσταση, που θα είναι πάλι εικονική για να βάλουμε το καινούριο ανοιξιάτικο φουστάνι και το πέδιλο, δε ‘πα να ‘χει και ψοφόκρυο, εμείς εκεί με ανταύγεια κι εξτένσιον…

Θα βαράνε οι καμπάνες και θα φωτίζεται ο ουρανός από τα βεγγαλικά ξημερώνοντας μέρες νεφελώδους δημοκρατίας και εργασιακού σκότους.
Κυριακή με τα νησιώτικα του Πάριου θα στηθούν οι σούβλες και θα σπάσουμε τα κόκκινα αυγά, αφού άλλα αυγά δεν έχουμε τα κότσια να σπάσουμε, θα φάμε μέχρι σκασμού και θα ξεπλύνουμε τα ανομήματά μας με αφρισμένες μπύρες… έτοιμοι πάντα για σταυρώσεις κι αποφεύγοντας επιμελώς τις αληθινές Αναστάσεις.