Πόρτες κλειδωμένες σαν να θέλουν να φυλάξουν μέσα στα σπλάχνα των σπιτιών όλα τα μυστικά του παρελθόντος, σαν να θέλουν να κρατήσουν μέσα στις σιωπηλές κάμαρες τις σκιές των ανθρώπων που τις κατοίκησαν κι ίσως να χαμογελάνε ή να κοιτάνε νοσταλγικά μέσα από ξεθωριασμένες φωτογραφίες που κρέμονται από σκουριασμένα καρφιά, σε τοίχους με πεσμένους σοβάδες, στραβά κρεμασμένες, γλιστρώντας στο χρόνο, όλο πιο κάτω, όλο πιο βαθιά.

Πόρτες μισάνοιχτες σαν να περιμένουν κάποιους ακόμα, να γυρίσουν από την ξενιτιά και να βρουν ένα μέρος να ακουμπήσουν την νοσταλγία τους.
Πόρτες αβέβαιες αν πρέπει να ανοίξουν ή να σφαλίσουν, αν απ΄ έξω βρίσκεται το καλό ή το κακό…
Πόρτες ορθάνοιχτες, προκλητικές, άφοβες…

Ανοιχτές αβέρτα στους αέρηδες να μπουν και να αλωνίσουν τα δωμάτια, να πάρουν τα κίτρινα χαρτιά από τα μισάνοιχτα συρτάρια να τα στροβιλίσουνε και να πέφτουνε οι λέξεις στα ξύλινα σαρακοφαγωμένα πατώματα. Να σαλεύουν τα κιτρινισμένα σεντόνια και να γεμίζουν τον αέρα με μια αποφορά ερωτικού ιδρώτα που να τρέφει μια ρίζα παρασιτικού κισσού που φύτρωσε σε μια ρωγμή του τοίχου της κρεβατοκάμαρας.

Πόρτες ανοιχτές στις σκιές, στους περίεργους, στα αερικά και στους άστεγους, στους καταραμένους και στα σκυλιά…
Πόρτες φθαρμένες …

Ξύλο και σίδερο – σαράκι και σκουριά. Δεν υπάρχει πια μπογιά, μόνο η ύλη αυτούσια, αφτιασίδωτη, ανυπεράσπιστη. Τα νερά του ξύλου νεύρα σώματος, η σκουριά στο μέταλλο λεκέδες γηρατειών σε κοκκαλιάρικο χέρι. Πόμολα από σκουριασμένο σίδερο, βγάζουν τριγμούς στο άγγιγμα σαν κλάμα, σαν παράπονο, σαν φόβο μπροστά στον αδιάφορο χρόνο.