ΤΙ είναι αυτό που μας βρήκε φίλε μου… Θέλω γιατρέ μου να πεθάνω σπίτι. Να έχω δίπλα μου τους δικούς μου ανθρώπους, τους αγαπημένους. Να προφτάσω να χαιρετήσω για τελευταία φορά τα παιδιά μου, δεν ξέρεις πόσο θέλω να χαϊδέψω τα εγγόνια μου… Ναι ρε φίλε, ήθελα πριν φύγω από την ζωή, να πω και πολλά χρήσιμα πράγματα στην γυναίκα μου. Να της μιλήσω τι πρέπει να κάνει για το σπιτικό μας από δω και στο εξής. Τι πρέπει να ξέρει, από που να στηριχθεί και πως να βοηθήσει τα παιδιά μας, να τους πω τι άφησα ανοιχτό πίσω μου, τι δεν πρόλαβα να τακτοποιήσω, τι να προσέχουν, να τους φιλήσω τώρα που φεύγω από κοντά τους και δεν θα τους ξαναδώ ποτέ πια. Μπορείς να χωρέσεις στο μυαλό αυτό που μας συμβαίνει; Πες μου ρε φίλε, εσύ τους χαιρέτισες πριν σε φέρουν εδώ; Τους είπες πόσο τους αγαπάς, τους έδωσες, όπως και γώ, υπόσχεση, ότι θα βγεις γερός από αυτή την δοκιμασία; Τους είπες και εσύ να μην ανησυχούν, ότι όλα θα πάνε καλά; Ότι δεν θα μας νικήσει ο κορονοϊός;Τους είπες ότι όλα θα περάσουν και να μην φοβούνται, ότι μια γρίπη είναι…

Η ΠΡΑΞΗ του δράματος παίζεται στο χαμηλά φωτισμένο δωμάτιο της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας, όπου δεν ακούγεται τίποτε άλλο εκτός από τον ρυθμικό, βασανιστικό, τον αποκρουστικό ήχο των μηχανημάτων υποστήριξης, είκοσι και πλέον διασωληνωμένων ασθενούντων, θυμάτων του COVID-19. Κανένας άλλος ήχος… Παρά μόνο αυτός, ο ήχος των μόνιτορς, της μάσκας παροχής οξυγόνου και της ελπίδας για ζωή… Μπιπ μπιπ μπιπ μπιπ…κάθε λεπτό, μπιπ 24 ώρες, 48 ώρες, πέντε μέρες, μπιπ μπιπ είκοσι μέρες, μπιπ μπιπ 30 μέρες, μπιιιιιιιιιιιπππ ύστερα παύση. Μια ολόκληρη ζωή… Κανένας ήχος. Σιωπή. Ούτε βέβαια και το υποσυνείδητο μπορεί να ανιχνεύσει κανείς. Το αγωνιώδες μήνυμα στον διασωληνωμένο διπλανό. Τον φίλο του, τον συμπάσχοντα, τον ευρισκόμενο στην ίδια μοίρα…
ΑΛΛΑ, πως να ακουστούν τέτοιοι διάλογοι; Ακούγονται άραγε οι ψίθυροι της σκέψης, του φόβου, της αγωνίας, οι επιθυμίες της ψυχής; Όχι δεν ακούγονται. Μόνο οι γιατροί και οι νοσηλευτές της εντατικής αποκτούν την ικανότητα να ακούν τις φωνές των μελλοθανάτων. Να μπορούν να αφουγκράζονται τους ψιθύρους αυτών που δεν μπορούν καν να μιλήσουν. Ούτε και να αισθανθούν. Οι γιατροί όμως, ίσως αυτοί μπορούν να αποκωδικοποιήσουν τις τελευταίες ανεκπλήρωτες επιθυμίες των διασωληνωμένων στις ΜΕΘ.

ΧΘΕΣ, μας έφυγε και η προϊσταμένη νοσοκόμα από την μονάδα. Νεκρή… Ούτε τα 60 δεν έφτασε η Τασούλα. Εργάζονταν εδώ, στο νοσοκομείο. Μια ηρωίδα. Εικοσιπέντε ημέρες και νύχτες πάλευε με τον κορονοϊό και τις λοιμώξεις. Σήμερα ετοιμάζεται να βγει και ο ιερέας. Ζωντανός αυτός. Αλλά και σχεδόν …νεκρός. Ακόμα παράλυτος, με ανίατα τραύματα, ποιος ξέρει αν και πότε θα συνέλθει. Ο Γιώργος πάλι, το πρωί πέθανε. Δεν τα κατάφερε… Έφεραν έναν άλλον στην θέση του. Γνωστός κι αυτός. Πόσο μικρός και άδικος είναι ο κόσμος… Γέμισαν τα κρεβάτια με γνωστούς. Μια γειτονιά είναι η Λάρισα. Έρχονται και φεύγουν, πολλοί δεν τα καταφέρνουν. Άλλοι βγαίνουν για αποκατάσταση. Δεν είναι ζωή κι αυτή. Σε λίγες μέρες η σειρά και άλλων. Όλο και περισσότερων. Κάθε μέρα ανακοινώνονται πολλοί νεκροί…500 ψυχές ταξιδεύουν από τις ΜΕΘ στον ουρανό, δίχως να τους δουν οι συγγενείς τους. Παιδιά αφήνουν τους γονείς έξω από τα επείγοντα και δεν τους ξαναβλέπουν. Ποτέ. Γονείς δεν μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους. Κηδείες δίχως κόσμο. Πολλές κηδείες. Φέρετρα με απεριποίητους νεκρούς. Νεκροί χωρίς τα ρούχα τους, γυμνοί, τυλιγμένοι άνθρωποι, σε σάκους… Απίστευτες καταστάσεις. Ταφή χωρίς μοιρολόγια, χωρίς τις προσήκουσες τιμές. Φέρετρα με άγνωστο περιεχόμενο. Σφραγισμένα. Τυλιγμένα με νάιλον. Πόνος δίχως όρια. Χωρίς απαντήσεις τα χιλιάδες «γιατί».

ΑΚΟΥΣ Βαγγέλη; Σου μιλάω ρε φίλε. Ξέρεις ότι δεν γίνεται, ξέρω ότι δεν με ακούς. Σε καταστολή είμαστε. Δεν έχουμε επαφή με το περιβάλλον. Μόνο με τον δικό μας το νεκρικό κωδικό. Αν βγεις εσύ από δω ζωντανός, να πεις και στους δικούς μου πόσο θα τους σκέφτομαι. Να τους πεις ότι δεν μπόρεσα να κρατηθώ στη ζωή για να τους βοηθάω. Ότι το πάλεψα να πεις. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές θυσιάστηκαν, όμως την χάσαμε την μάχη αδελφέ. Φταίγαμε και μείς λίγο, δεν την πήραμε στα σοβαρά όταν έπρεπε την ζωή. Αυτά που θα σου πω, μη τα ξεχάσεις. Να τους πεις πως δεν υπέφερα περισσότερο από εκείνους. Εδώ, τίποτα δεν καταλάβαινα. Να τους πεις ότι κανείς δεν φταίει γι’ αυτό που έπαθα. Ότι όλα, μέσα στην ζωή είναι. Και ο ξαφνικός θάνατος και οι πανδημίες. Να προσέχουν θέλω, μόνο αυτήν την χαρά θέλω να μου δώσουν. Εσύ φίλε μου, γιατρός είσαι, θα βρεις τρόπο να γλυτώσεις. Δεν θα σε νικήσει ο κορονοϊός…

ΣΤΟΝ χαμηλά φωτισμένο θάλαμο της ΜΕΘ οι μάσκες οξυγόνου, ακούγονται ως φύσημα ζωής. Μια παράταση ελπίδας σε συνανθρώπους μας, της διπλανής πόρτας. Θα μπορούσε να βρίσκεται ο καθένας μας στην θέση τους. Ακόμα και οι πλέον δύσπιστοι στην θανατηφόρα εξάπλωση του κορονοϊού, σίγουρα δεν αμφισβητούν το πόσο κοντά στον θάνατο έχει φτάσει πλέον η ανθρωπότητα. Όλοι μας. Ο κίνδυνος δεν πέρασε, ο ιός είναι εδώ, δεν πρέπει να υπάρχει κανείς λογικός άνθρωπος που να μην έχει αντιληφθεί ότι μπορεί να είναι το επόμενο θύμα. Το βράδυ έφυγε για ταξίδι χωρίς επιστροφή και ο Βαγγέλης, ο γιατρός. Ούτε αυτός γλύτωσε…

ΟΙ ΝΟΣΟΚΟΜΕΣ της μονάδας και οι γιατροί, ξέρουν, είδαν, άκουσαν, πόνεσαν, αισθάνθηκαν, έκλαψαν, θα μεταφέρουν όλων των νεκρών τα μηνύματα. Και του Νίκου. Όπως κάνουν οι στρατηγοί όταν ενημερώνουν τους συγγενείς των πεσόντων στη μάχη. Γιατί αυτό που συνέβη και συνεχίζει να συμβαίνει στις εντατικές κλινικές των νοσοκομείων, είναι ΑΛΗΘΙΝΗ ΜΑΧΗ. Είναι κηρυγμένος ΠΟΛΕΜΟΣ. Από αόρατο εχθρό. Ένας πόλεμος που κανείς δεν γνωρίζει πότε θα τελειώσει. Ας βοηθήσουμε όσους πολεμούν στα χαρακώματα. Τους γιατρούς, τους νοσηλευτές, αυτοί είναι στην πρώτη γραμμή…