Εννιάμσι είχι πάει η ώρα, μόλις είχα μαζέψ’ φλιτζιάνια κι πιάτα απού γάλατα, καφέδις, κέικ και κουλουράκια και τα ‘χα ρίξ’ στου νερουχύτι. H Φανούρς είχι φύγει για του χουράφι. Αφού πήρα τηλέφωνο τς κόρες ‘μ στν πόλη για την καλημέρα, ζώσκα ντ’ ποδιά. Άνοιξα τη βρύσ’, ενώ απ’ του παραθύρι μ’, «παρατηρητήριου», μπουρούσα να ιλέγχου ντ’ κίνησ’ τς γύρου πιριουχής χουρίς να μι ξεφεύγ’ τίπουτα. Είμι σαν τουν Ναπολέουντα που έκανι πολλά πράματα μαζί. Φτιάνω τα χουσμέτια, κοιτάω απ΄ του παραθύρ’ κι έχου και του νου ‘μ στν τηλεόρασι, στα πρωϊνάδικα για να ενημερώνουμι για τη μόδα και τα καμώματα των σιλέμπριτις. Εχου καλό μνημονικό, τα θυμάμι όλα… και έχω και καλό ικιού, θα βαράει ίσαμι 150, αλλά τα βαριόμαν τα βιβλία και μ΄ άριζαν οι βόλτες και τα πιριοδικά με τα ουροσκόπια και τα φουτορουμάντζα… Μετά γνώρσα του Φανούρ’, μι τρέλαναν τα φιλιά τ΄. Τα ΄μαθει ου πατέρας μ’… και πως βρέθκα παντριμένη ούτε που κατάλαβα…

Βλέπω τ’ φιλενάδα μ’, τ’ Μαριγούλα, να κατεβαίν’ απ΄ του σουκάκι… Σίγουρα θα πηγαίνει στου φούρνου, μπουρμπουλωμένη με του ίδιου καφέ μπουφάν, τόσα χρόνια του ίδιου, έχι γίνει ένα μι του πετσί τς… Την έχω σαν αδελφή, και πάρα λίγου θα είμασταν αδελφές δηλαδή, όταν πριν τουν Φανούρ’ την είχα πεσ’ στουν αδελφό τς τουν Βαγγέλη αλλά αυτός μουντρούχος όπους ήταν δεν καταλάβινει τίποτα… Μιτά ήρθε στη ζωή μ’ η Φανούρς!!!
Την χτυπάω του τζιάμι… Μι βλιέπει και σκώνει του χέρι… Ανοίγου του παράθυρου…
– Να βάνω για καφέ; Θα ΄ρθεις;
– Βαν΄ του, να πάρω του ψωμί κι έρχουμι! Ήρθε η απάντησ’.
Άφσα του κλειδί απ’ την έξω μεριά τς πόρτας τς κουζίνας και σε λίγο τν άκουσα να ξικλειδώνει.
– Τι ψόφους ειν’ αυτός σήμιρα είπει και πέταξει του πολύτιμου, αρχαιολογικής αξίας καφέ μπουφάν στουν καναπέ. Από τη σακούλα μι τα ψώνια τς άφσι απάν’ στου τραπέζι που είχα ακουμπήσ’ του δίσκου μι τς καφέδες ένα κουτάκι. Του άνοιξει μι χαμόγελου πιο γλυκό απ’ του περιεχόμενου τ’ κουτιού και μι έδειξει δυο προυφιτερόλ. Ήξερε πόσο μ΄ αρέσν και για χατίρι τ’ λύγιζα τη σιδηρένια πειθαρχία μ΄ και ξέφηυγα απ’ ν’ αυστηρή μ΄ δίητα δυο φουρές τ’ βδουμάδα.
– Για να σε γλυκάνου…μι είπει με μελιστάλαχτ’ τσαχπινιά…

– Τι νέα; Τη ρώτσα και δεν πρόλαβα ν’ αποσώσου ντ’ κουβέντα μ΄ άρχισι μι ζουηρές χειρουνομίες να μι λέει…
– Τη θυμάσει αυτήν τν μιλαχρινή, που είχι αγουράσει μι τουν άντρα τς του σπίτ΄ απ’ τν Ολυμπία τ’ Κούκουρα;
– Ποια μαρί, αυτήν μι του βαμμένου του μαλλί του ξανθό, με τ’ μαύρ’ ρίζα, που πήγαινι ακόμα και στουν καμπινέ μι τ’ γόβα στιλέτου;
– Αυτήν!!! Που είχε τ’ μύτ΄ ψηλά κι έλιγι ότι ήταν συγγραφέας… Εμάς, βλέπς μας χουρίζ’ ένα τοιχάκι απ’ του δικό τς οικόπιδου και του σπίτ΄ είνι σύρζα χτισμένου στουν τοίχου… Ψες του βράδι λοιπόν, νέκρα, σιουπή … Δυο η ώρα τα χαράματα άκσα φωνές και μαλώματα. Έρχουμι σν κουζίνα, ανοίγου του παραθύρ να ‘χου καλύτερη λήψη και τ΄ άκουγα όλα ντόλμπι στέριου. Και τι δεν έλιγι η στόμας τς…
– Τι;;; Βρίζουνταν ;;;;
– Αυτή τουν έλεγι «Κοίτα τα μούτρα σ’ στουν καθρέφτ’ ρε Χατζατζάρ’ π’ ήθιλις κι γκόμινα» κι εκείνους την έλιγι «τουλάχιστου αυτήν δεν είνι ψουνάρα σαν ισιένα κι έχου έναν άνθρωπου να μλάω.»
Αυτήν στρίγγλιζει και τουν έλιγι «ιγώ είμι συγγραφέας, είμι άνθρωπους τ’ πνεύματος, δεν θα πέσου στου ιπίπεδό σ’» κι αυτός γέλαγι και τν έλιγι «Συγγραφέας…!!! …Που γράφει στοιχάκια κι συνταγές για ημιρουλόγια τοίχου..! Πες – πες το παραμύθις στους άλλους το πίστιψεις κι εσύ. Κακουμοίρα μ’ ξύπνα…»
Μιτά άκουσα πόρτις να βρουντάν, πουτήρια να σπαν, κάτ’ βλαστήμιες και ύστιρα άκρα του τάφου σιουπή… Όμως του προυί ήρθι η ταξιτζής η Λευτέρς, τη φόρτουσι στ΄ αμάξι μι δυο βαλίτσις κι έφυγι…
– Όμως πουλλά λιφτά κι αυτός κι η αδελφός τ΄ βρε παιδί μ’… Αυτουνών οι γονίδις δεν είχαν δεύτερου βρακί να βάν’ και δεν τς άφσαν δικάρα τσακιστή…
– Αααα δεν τα ξέρς καλά…Κι αυτός κι η αδερφός τ΄ είνι μεγάλη μαφία… Αυτός ου ίδιος, μην τον βλέπ΄ς έτσ’ μισουριξιά και χαμηλοβλεπούσα… Αυτός που τον βλέπ΄ς είν΄ εκδότ΄ς!!!
– Τι λες μαρή; Αυτός βγάνει τα βιβλία τς γυναίκας ‘τ, τς συγγραφέας;
– Όχι μαρή χαζιά…Αυτός είνι εκδότ’ς σι λέου… Έχει δυο – τρεις Ρουσίδες, που τς εκδίδ’, τς αποδίδ’, νταβατζής πώς τουν λεν… Γι΄ αυτό γυρνάει αργά τα βράδια… Βρώμα και δυσουδία… Αλλά κι η αδελφός τ΄ καλό κουμάσ’… Αυτός είν΄ πιο βαθιά χουμένους… Αυτός πλάει βουτάνια…
– Τι τσιάι του βουνού, μέντα κι τίλιου;
– Όχι μαρή, κτούκι είσι; Απ΄ τα βουτάνια τς χαράς πλάει, χόρτου, μαύρου, κανναβούρι, παπαρούνα κι τέτοια, αλλά τουν έπιασαν κι μι σφιρίδια, κάτ’ χάπια που τα πίν΄ς κι γυρνάν τα μάτιας ανάπουδα, του μέσα όξω και γλεπς ουράματα και θεάματα… Αααχ έτσ’ νουμίιζ γίνουνται οι σπιταρώνις μι τα τζακούζια κι οι τζιπάροις; Μι του μερουκάματου και του σφίξιμο στου ζωνάρι; Κι δώστου ταξίδια στα Παρίσια κι στου Ντουμπάϊ. Κι τα καλουκαίρια πέρα-δόθι στη Μήκουνου κι στ’ Σαντουρίνη. Ιμένα η Φανούρς μι του στανιό να μη πάει μέχρι τα Μσάγκαλα κι του Τσάϊζ. Μπιζέρσα πιά…
– Και ποιος στα είπι ισένα αυτά Μαριγούλα μ’;
– Όλα κι όλα, ιγώ δεν μαρτυράου τς ανθρώποι ούτι κι τς πηγές μ’…

– Που να σι λέω κι εγώ… Χτες που έλειπις πέρναγει απ΄ του δρόμου η νύφη τς κυρά-Καλλιόπς, η πρωτευουσιάνα, ξέρ΄ς…. Έχει ένα χρόνου στου χωριό και μι καμιά δεν έχει κάνει παρέα. Την λέω κι ιγώ μια καλημέρα και την ρίχνου και του δόλωμα: «Δεν έρχισι μέσα για ένα καφέ;»
Άρχισι τα «να μη σας ενοχλώ» αλλά ιγώ δεν μάσησα έσφιξα τουν κλοιό και την είπα:«ντρουπή να είσι ξένη στουν τόπου μας και να μη σ΄ ανοίγουμι ντ’ πόρτα μας» και την έσπρουξα μέσα. Έφτιασα τουν καφέ, έβγαλα και του γλυκό μ΄ του καλό, του καρυδάτου κι άρχισα την ανάκριση… Αλλά την έβγαζα τν κουβέντα μι του τσιγκέλι και δεν μι μουλάγαγει τίπουτα, ούτε για του πούθε κρατάει η σκούφια τς ούτε για την οικογενειά τς…
– Από τότε που παντρεύτηκε τουν Πιρικλή, τουν πιο χουρατατζή, τουν πιο γλιντζέ τ’ χωριού, τουν άλλαξι ντίπ για ντίπ… Μήτε στην εκκλησιά τς βλέπς μήτε στα πανηγύρια.
– Τη ρώτηξα «τι νέα;» και μ’ είπε «δεν έχου νέα, όλα καλά. Τώρα διαβάζου ένα βιβλίου – τς Γκαβριέλας μ΄ είπι, του Γκαβριήλ μ΄ είπι… με ένα μακρύ παρόνομα, που δεν του θυμάμι – που λέγιτι Ικατό χρόνια μουναξιά»
Μόλις μι το΄ πε ιγώ έσκασα στα γέλια χουρίς να του θέλω και τν είπα :
«Κορίτσι μ΄ τι νέα να μάθ΄ς απ΄ του Γκαβρίλι…Ικατό χρόνια μουνάχους ποιούν είδι και ποιούν άκουσι… Άμα θες να μάθ΄ς νέα χίλιις φουρές να πας στ’ Φωτούλα τ’ γκαβή που γυρνάει όλις τς γειτονιές και του μάτι τς του αλλήθωρου τα γκιαλουρίζει όλα…»
– Ακοινώνιστοι άνθρωποι…Στη χάση και στη φέξη τς βλέπ΄ς στην πλατεία, μουνόχνωτ’… Κουλτουριάρδις… Ακούν κατ’ τραγούδια που σου ιρχιτε να κλαίς…Βάνε ρε μια Θώδη να πετάξ΄ η ψυχούλα σ΄…! Σήκου να χουρέψις τα καγκέλια να βράζει του αίμα σ’ και να αγαλιάσει η ψυχή σ΄…. Παέν λέν στς Πινακουθήκις και βλέπν ζουγραφιές και στα θέατρα τα μουνόπρακτα…Τς νοιάζ΄ να σώσουν τα δάση τ’ Αμαζόνιου και τς γκαχιλώνις… Ιμάς μας νοιαζ’ τι κάνει ο δίπλας κι ο παραδίπλας… Είμαστι κοινουνικοί!!!
– Το ξέρ΄ς μαρί ότι αυτή δυο φουρές του μήνα παέν’ στου γηροκομείου με δυο τσαντάρις φίσκα τρόφιμα; Μι το ΄πε η ανιψιά μ΄ η Βασούλα που δλεύει τραπεζοκόμους.
– Ότι κάν’ καθένας για την ψυχή τ’… θα το βρει στουν άλλουν κόσμου! Άντε να παένω κι ιγώ να φτιάξου κάνα σκορποφάι να χουμι για το μισμέρι…
– Την Κυριακή στν εκκλησιά και μετά για καφέ στου «Ζάχαρη και κανέλα». Θα είνι κι η Κούλα μι την Πιπίτσα.. Την λέου και την ξεπρουβουδάω.

Πάου να πάρου τν κατσαρόλα και βλέπου απ΄ του παράθυρ’ την κόρ’ τς Θοδώρας τ’ Ζάχου να μιλάει μι τουν Γιαννάκη τ’ Παπά.. Ανοίγου μια στάλα του παραθύρι και τσιλώνου τ΄ αυτί…