Ξαπλωμένος σε βρεγμένη κουβέρτα για στρώμα και σκέπασμα. Τα πόδια μου δεν τα χωρά η σκηνή. Ογδόντα εκατοστά σε ύψος η λερή σπίτι-σκηνή, καρφωμένη στην ακροθαλασσιά – αδιαπραγμάτευτο δώρο των χουντικών – να με κτυπά σκοπίμως η πρωινή φουσκοθαλασσιά. Βρεγμένος ως το κόκκαλο, να ξυπνάς πριν τον ήλιο. Να κοιτάς τον ορίζοντα. Ούτε νησί, ούτε περιστέρι να φέρει μήνυμα για άλλη, φιλική ξηρά. Γιατί, φιλική δεν την λες τούτη δω. Δεν σου μιλώ για τούτη τη μεγαλούπολη, τη φτωχομάνα που σέρνεσαι σήμερα. Για εκείνη τη μακρόστενη λωρίδα γης, την περιτριγυρισμένη από θάλασσα, αλμύρα και υγρασία, που σε φιλοξένησε αμούστακο τρία χρόνια, μιλώ.

Όπα! Μη χεστούμε! Πρόσεξε τι λες, μη τύχει και ξεχάσω τους λίγους καλούς τρόπους που με έμαθε η μάνα μου! Φιλοξενία δεν το λες τα τρία χρόνια που κλεψανε από την ζωή μου οι καλοσιδερωμένοι γαλονάδες. Εκείνοι, έρχονταν και ξανάρχονταν ακούραστα, να σημαδεύουν το κορμί και την ψυχή μου. Απαιτούσαν την υπογραφή της μεταμέλειας μου.

Που είσαι; Αϊ-στον Δι-άκονο! Έπεσες πάλι; Δεν σε κρατούν τα πόδια σου καημένε! Πόσα και τι να αντέξουν! Παιδί οκτώ χρονών, όταν πήδηξες από την σκεπή του βαγονιού μη σε πιάσουν οι Γερμανοί. Στις σκληρές κροκάλες και τις ράγες της γραμμής σκάσανε, πρώτα οι κουραμάνες που φούσκωναν τα ρούχα σου και έπειτα εσύ, με σπασμένες τις πτέρνες. Ψωμιά ήθελες, να πας στην Κατίνα, την μάνα σου που δεν μπορούσε να χορτάσει εσένα και τα επτά αδέλφια σου. Είχε στην έγνοια της και κείνο το ορφανό, την Στέλλα. Να μου σφιχταγκαλιάσεις την μάνα σου, άμα τύχει να την συναντήσεις, κοκαλωμένος από τον Βαρδάρη ένα πρωινό.

Πρόσωπα, χρόνια, σπίτια όλα σφίγγουν γύρω σου. Λευκό χειμωνιάτικο τοπίο όλα, όπως ολάκερες οι ώρες τότε. Μαζί με την Δήμητρα, θυμήσου, την γυναίκα σου με τα πράσινα μάτια και τα κυματιστά μαλλιά, κτίσατε σπίτι να χωράει εσάς, την μάνα της, τις αδελφές της και τα τρία σας παιδιά.
Κάποιος σου απευθύνει τον λόγο. Δεν ακούς γέρο μου; Σε αγκαλιάζει με τον τρόπο παιδιού που αγκαλιάζει τον ύπνο. Φαίνεται γνωστός. Λέει το όνομα σου. Ποιο είναι το όνομα σου; Σε τρείς μέρες έχουμε Λαμπρή! Καλό κατευόδιο! Αϊ -χάσου!