Γράφει η Φλώρα Γουγουλιά

Στη γειτονιά που μεγάλωσα, κοντά στο σπίτι μας – μας χώριζαν οι γραμμές του τρένου – βρίσκονταν το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων. Κατεβαίνοντας τη τσιμεντένια γέφυρα που μας πέρναγε από τις «γραμμές» περνούσες μπροστά από ένα παλιό δίπατο χτίσμα με ένα μικρό μπαλκονάκι, που ήτανε παλιά το σπίτι του παπά και μετά έβλεπες την εκκλησία.
Δίπλα στην εκκλησία ήταν ένας χώρος σαν μικρή αλάνα που θεωρούνταν αυλή της εκκλησίας και στη μέση δέσποζε ένα μεγάλο πεύκο που περικλείονταν από ένα κυκλικό πεζούλι. Ήταν η ενορία μας και την αγαπούσαμε αυτή την εκκλησία που μέσα στην λιτότητα της απείχε πολύ από τις επιβλητικές της Αγίας τριάδας ή της Παναγίτσας.
Όταν είμαστε μικροί, εγώ κι ο αδερφός μου λυσσάγαμε τα μεσημέρια και δεν αφήναμε τον πατέρα μας να κοιμηθεί. Συχνά η μάνα μας για να μας γλυτώσει από τα χέρια του εξαγριωμένου πατρός που σηκωνότανε με το σώβρακο κι έψαχνε τη «λουρίδα», μας φυγάδευε στο σπιτάκι της γιαγιάς. Εκείνη μας έπαιρνε από το χέρι και μας πήγαινε στην εκκλησία. Το ίδιο έκανε κι όταν η μάνα μου είχε δουλειές και της έλεγε συνθηματικά «πάρε τα παιδιά να πάτε να βρείτε το κρατητήρι». Πηγαίναμε αλλά αυτό το «κρατητήρι» δεν το είδα ποτέ…

Μόλις λοιπόν στρίβαμε από το σπίτι του παπά και μπαίναμε στην αυλή, τους έβλεπα… Ήταν και οι δώδεκα καθισμένοι στο πεζούλι κι Εκείνος όρθιος απέναντι τους με τα χέρια ανοιχτά τους μίλαγε. Δεν είχε υψωμένο τον δείκτη της διδαχής, αλλά τα χέρια ανοιγμένα σαν αγκαλιά. Δεν ξέρω αν είχε τη μορφή του Χριστού του Τζεφιρέλι ή των μεγάλων ζωγράφων, δεν τον είδα ποτέ κατά πρόσωπο. Κι οι μαθητές μόλις πατούσαμε το πόδι στην αυλή σηκώνονταν και σαν αερικά φεύγανε μαζί του κι από την πίσω μεριά της εκκλησίας γλιστρούσαν μέσα στο ιερό και ξαναπαίρναν τη θέση στην εικόνα τους. Όμως κοιταζόμασταν με τον αδερφό μου και το ξέραμε ότι ήταν αυτοί. Αφού ακούγαμε ακόμα και το σούρσιμο από τα παράξενα ρούχα τους και βλέπαμε τα χνάρια απ’ τα σανδάλια ίσα που να γράφονται στο ψιλό κόκκινο χώμα και να εξαφανίζονται στο λεπτό.
Οι μεγάλες δόξες της εκκλησίας μας ήταν την Μεγάλη βδομάδα. Όταν δε μπήκαμε στην εφηβεία το στόλισμα του επιτάφιου ήταν το μεγάλο γεγονός γιατί το βράδι της μεγάλης πέμπτης μαζευόμαστε εκεί μετά τη λειτουργεία και γινότανε μεγάλο σούσουρο από μικρούς και μεγάλους. Κι αν ήτανε αφορμή για κατάνυξη η κατασκευή της γιρλάντας με τις βιολέτες άλλο τόσο ήταν αφορμή για καλαμπούρια και για φλερτ. Μια χρονιά μάλιστα, πώς την είχαμε δει κι αποφασίσαμε τα αλάνια της γειτονιάς ότι θα μαθαίναμε με τον ψάλτη τον μπάρμπα Κώστα τον Θεοφίλου το «κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτη τύραννο». Απ’ τα τρελά της υπόθεσης είναι ότι ο μπάρμπα-Κώστας ήταν βαμμένος Κουκουές, με τις φυλακές του και τις εξορίες του, ένας γνήσιος κατά ιδεολογία άθεος που με τη φωνή και την ψυχή του υμνούσε το θεό. Κάναμε λοιπόν τις πρόβες στο σπίτι του και δίπλα στο βιβλίο με τους ψαλμούς ήτανε βιβλία με έναν με μούσια και φουντωτά μαλλιά, νομίζω Κάρολο τον έλεγαν… Όταν τον ρωτήσαμε τι είναι αυτός μας απάντησε, χαμογελώντας, αφήστε τον αυτόν είναι από άλλη θρησκεία.

Ένα βράδυ, λοιπόν, Μεγάλης Πέμπτης κι ενώ έκανε κοιλιά το πράγμα και μια νύστα άρχιζε να μας πιάνει κατά τις δυόμιση το βράδυ ανέβηκε στο ψαλτήρι ο Βαγγελάκης ο Μπαλαμπανίδης, έβγαλε επιδεικτικά από την τσέπη του ένα ζευγάρι γυναικεία γυαλιά ηλίου χολιγουντιανά, με μυτερές σηκωμένες άκρες και στρας κι αφού τα φόρεσε τελετουργικά, ανέβηκε στο ψαλτήρι.
Κτύπησε τρις φορές το ποδάρι του στο πατάρι για να είναι σίγουρος ότι έχει την προσοχή μας και ανοίγοντας στην τύχη το βιβλίο που βρέθηκε μπροστά του άρχισε να αυτοσχεδιάζει ψέλνοντας. Εμείς άλλο που δεν θέλαμε, τον σιγοντάραμε σαν χορωδία, ξαναζωντανεμένοι, ενώ η Δεσποινίς Ειρήνη, μια σιτεμένη γεροντοκόρη που μας έκανε κατηχητικό και η καρδιά της ήτανε τόσο σφιχτοδεμένη όσο ο μικρός κότσος στο σβέρκο της, έτρεχε να πιάσει τον βλάσφημο και να τον πετάξει έξω με όση ευσπλαχνία διέθετε. Τότε, που γελάγαμε με το παραμικρό και η λέξη «αμαρτία» δεν είχε θέση στη ζωή μας.
Όταν είσαι παιδί όλα τα βλέπεις με άλλο τρόπο, με άλλο μάτι, ίσως με άλλη ψυχή.

Το βράδυ λοιπόν της Μεγάλης Πέμπτης όταν ερχότανε η ώρα να βγει ο εσταυρωμένος σβήνανε τα φώτα και χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα. Την εποχή εκείνη είχαμε έναν παπά που ήταν πολύ νέος κι όμορφος. Φαντάζομαι θα ήταν η πρώτη του ενορία. Ήταν καστανός με λεία επιδερμίδα και φωτεινό πρόσωπο με δυο μελιά μάτια κι ένα χαμόγελο να αχνοανθίζει κάθε τόσο ντροπαλά στα χείλη του. Απείχε πολύ από τους αγριωπούς, βλοσυρούς χοντροπαπάδες με τα φουντωτά φρύδια και τους κεραυνούς της κόλασης στα μάτια. Με το που έβγαινε λοιπόν από το ιερό με το σταυρό στον ώμο λέγοντας το «Σήμερον κρεμάτε επί ξύλου», βίωνε σε τέτοιο βαθμό το μυστήριο που θαρρείς μεταμορφωνότανε μες στο μισοσκόταδο που φώτιζαν μόνο τα κεριά… Γινόταν κι ο ίδιος ένας Χριστός… Μικρές στάλες ιδρώτα στο μέτωπο και δάκρυα στα μάτια… ένας σπαραγμός που σε έκανε να θες να τρέξεις να του δώσεις λίγο νερό, να του σκουπίσεις το μέτωπο… Αυτή τη μέρα, σ’ αυτήν την ακολουθία των παθών έκανε την μοναδική της εμφάνιση στην εκκλησία και η Βασίλω, η μουγγή. Καθότανε παράμερα ήρεμη και σιωπηλή. Έλεγαν ότι όταν ήτανε μικρή, κανα δυο χρόνια αφού έχασε τη μιλιά της από αρρώστια την είχαν δει μπροστά στην εικόνα της Αγίας Βαρβάρας αντί για την αγία να ασπάζεται το διάολο που κρατούσε από το κέρατο… Μετά η μάνα της την έκλεισε στις καλόγριες κι έμαθε να ράβει και να κεντάει. Εγώ δεν την φοβόμουνα τη Βασίλω… τη συμπονούσα… Την άκουγα μετά, που παντρεύτηκε να κλαίει και να βγάζει άναρθρες κραυγές όταν την σκότωνε στο ξύλο ο άντρας της. Όλοι στη γειτονιά την άκουγαν αλλά κανένας δεν έκανε τίποτα… Κι αυτή με μελανιές καθότανε στο σκαλί κι έφτιαχνε στο πανί με κλωστές τον δικό της σιωπηλό κι όμορφο κόσμο. Για μένα η Βασίλω ήταν ένας σωτήρας! Καθώς δεν είχα καμία κλίση στα κεντήματα και θα μπορούσα να κάνω με τη βελόνα ακόμα και χαρακίρι, κάθε φορά που η καθηγήτρια των οικοκυρικών μας έβαζε να κάνουμε δείγματα με ρόμβους και διαγκονάλ πάντα σε κείνη έτρεχα που μου τα έφτιαχνε στο πιτς φυτίλι… Χρόνια μετά, μακριά εγώ, έχασα τα ίχνη της. Όσο για τον όμορφο παπά, κάποιος – κάποτε μου είχε πει ότι είχε ενορία στην Κηφισιά… είχε πάρει πολλά κιλά… είχε αλλάξει… ποιος ξέρει μπορεί να είχε μάθει και πως να βγάζει κεραυνούς από τα μάτια…

Σάμπως εμείς δεν έχουμε αλλάξει; Δεν ξαναπήγα στην αυλή των Αγίων Αποστόλων. Δεν θέλω να διαπιστώσω ότι δεν μπορώ να τους ξαναδώ κι ας ξέρω πως είναι από χρόνια αλήθεια. Βλέπω τόσο συχνά εξάλλου τον Ιούδα, δίπλα μου, μέσα μου, στο δρόμο, στην τηλεόραση… παντού… Κι ενώ υπάρχουν τόσες συκιές και χιλιόμετρα σκοινί για να κρεμαστεί ξανά και ξανά, αυτός τα ‘χει γραμμένα όλα και κάθεται στον ίσκιο μιας ακακίας και κάνει ταμείο τα αργύρια κοιτάζοντας κάθε τόσο το κινητό του για να δει μην έχει κλίση από νέο πελάτη…

Δεν ακολουθεί πια κανένα δάσκαλο… έχει δικούς του followers…!