Έξω κορναρίσματα, γαυγίσματα, χοροί. Μέσα τσιμέντο όλη η αυλή, να μην αφοδεύουν οι οικόσιτοι σκύλοι. Η Κάθριν, γεννήθηκε το μοναδικό παιδί, ένα πρωινό με ομίχλη στα τσιμέντα κοινόχρηστης αυλής, με την βοήθεια έμπειρης γειτόνισσας, χωρίς να διαταράξει την καθημερινή συνήθεια των ενηλίκων με κουβέντες και βουτήματα καφέ, τις άγουρες ώρες της μέρας. Περιμετρικά, κτισμένοι αυλόγυροι με τούβλα, χωρίς διάκενα στο φως. Και πώς να παίξει μόνη της, δίχως αδέλφια, δίχως φίλους; Βάλθηκε να λευτερώνει με τα χέρια της, τις ρίζες από τα τσιμέντα στα δένδρα της αυλής. Καμία αμυγδαλιά ανάμεσα τους να ντύνει την Άνοιξη. Στο κέντρο της αυλής το κορμί μιας γέρικης ελιάς, όπου μετρούσε τούς χρόνους καθώς την πλήγωνε με σουγιά κάθε πρώτη του Οκτώβρη, στα γενέθλια της. Στο μεταξύ, απτόητη η ελιά, συνέχιζε να δουλεύει τις ρίζες της κάτω από το έδαφος, να λιάζεται την μέρα και να γεμίζει χυμούς το βράδυ με την δροσιά. Αφανέρωτες όμως και οι συμμαχίες της Κάθριν, με σκυλάκια φουξ και κίτρινα που φυτρώνουν με θάρρος στις σκεπές, σε πείσμα της έλλειψης χώματος, αλλά και με τα χελιδόνια που επιμένουν να ανακαινίζουν φωλιές, όταν υμνούν τον έρωτα.

Τα κεραμίδια στην σκεπή πιέζουν πια, τον πηλό να γίνει χώμα. Οι τοίχοι συγκλίνουν πάνω από το κρεβάτι της. Το ταβάνι χαμηλώνει κάθε φορά που, πλησιάζει η νύχτα. Τα νούφαρα του Μονέ καρφωμένα στον τοίχο, γέρνουν απειλητικά, να ρίξουν την λίμνη στο πάτωμα. Δίπλα της, πάνω στο πατιναρισμένο από τον χρόνο κομοδίνο, αναμμένη η συλλεκτική Galle προσμένει να χαράξει η αυγή, πίσω από τον Λυκαβηττό. Κάτω από τα σεντόνια, λευκή ματώνει η σάρκα της, δίχως έρωτα. Τον έρωτα τον γνώρισε μόνο μέσα από φθαρμένες σελίδες λογοτεχνίας. Για πολλοστή φορά, έρχεται στο δωμάτιο ο Φλορεντίνο του Μαρκές να κοιτάξει από το παράθυρο τα Αναφιώτικα, αναζητώντας την Φερμίνα. Τα σανίδια ιρόκο στο πάτωμα που τρίζουν παραπονιάρικα, μαρτυρούν την κακομαθημένη Σκάρλετ Ο’ Χάρα σαν τρέχει βιαστικά να συναντήσει τον Ρετ Μπάτλερ πίσω από τον Πύργο των Αέρηδων. Κάτω από τη κουρασμένη Ελληνική σημαία, εκεί στον Λυκαβηττό, η αριστοκράτισσα Τσάτερλυ συναντά τον δασοφύλακα Μέλορς. Η νύχτα πιστή, μα πάντα σκληρή, φέρνει ανασασμούς και όρκους αγάπης στο άδειο της κρεβάτι.

Την ημέρα, χορταίνει λαίμαργα, όταν ακολουθεί με τα μάτια από το παράθυρο του δωματίου της, την ανυπότακτη γάτα της να κόβει δρόμο από τις σκεπές, για να ζευγαρώσει ξεδιάντροπα με τον κεραμιδόγατο της. Ξεσηκώνει η ανυπότακτη με τον καλό της την γειτονιά με ήχους, που τα αθώα τα παιδιά στους κήπους τους, δεν καταλαβαίνουν αν είναι κλάμα μωρού που δεν βρίσκει στήθος να βυζάξει ή παιγνίδι ενήλικων να μοιραστούνε την χαρά.
Μια αράχνη στήνει τον ιστό της σε ένα άδειο καρφί στον τοίχο, εκεί όπου ματώνει η σκουριά. Πιάνει σταθερά χωρίς να φοβάται την αράχνη. Βγαίνει λεύτερη στα κεραμίδια και την ταΐζει στα χελιδόνια. Ανεκπλήρωτη η ζωή της όπως ο έρωτας του Χιθκλιφ για την περήφανη Κάθριν; Όχι, τραγουδά!

Σήμερα θα είναι μια καινούργια μέρα και ακολουθεί με εμπιστοσύνη την γάτα της!

Ίχνη στο πάτωμα, από άνθη αμυγδαλιάς που ταξίδεψαν σήμερα με το δικό της φόρεμα, όχι της Σκάρλετ ή της Τσάτερλυ.