Παραμονή πρωτοχρονιάς! Ζεστά σπίτια, αναμμένα τζάκια με καμινάδες που στέλνουν μηνύματα στον ουρανό. Καυτά ροφήματα σε χρωματιστές κούπες με Αγιο-Βασίληδες και πιατέλες με γλυκά και φαγητά στεφανωμένα με γιρλάντες από γκι.
Μαραμένα όνειρα της περασμένης χρονιάς που δεν πραγματοποιήθηκαν κι άλλα, καινούρια , νεογέννητα βρέφη που θέλουν να τους φερθεί τρυφερά η ζωή κι η τύχη να τα κανακέψει…
Οθόνες που μπακ του μπακ προβάλουν σκηνοθετημένα Χριστούγεννα με δώρα, μεγάλες οικογένειες που σμίγουν και γελούν σε πλούσια φωταγωγημένα σπίτια κι έρωτες που γεννιούνται κάτω από έλατα, σε χιονισμένα τοπία, ενώ τριγύρω χορεύουν χιλιάδες νιφάδες. Παραμύθια για ενήλικες.
Κι άλλα παραμύθια που διαβάζονται από παππούδες και γονείς μέσα από βιβλία με πλούσια εικονογράφηση και σε προσκαλούν να φτάσεις με την φαντασία σου σε μέρη που δεν τα βάζει ο νους…


Όμως εγώ πήγα στον τόπο των παραμυθιών, αφήνοντας πίσω την θαλπωρή του σπιτιού και τα παραμύθια σε κονσέρβα.
Έβαλα σκουφί και αδιάβροχα παπούτσια, ξεσήκωσα και τον σύντροφό μου στη ζωή και στο παραμύθι για να πάμε χέρι-χέρι, ντυμένοι ζεστά να περπατήσουμε στα μέρη που παλιά ζούσανε οι νύμφες κι οι νεράιδες και… που ξέρεις μπορεί να είχε ξεμείνει και καμιά και να την συναντούσαμε.
Ήτανε γύρω στις δέκα το πρωί, η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που έλεγες πως κόβεται με το μαχαίρι. Μοιάζει με ένα μεγάλο στόμα που βγάζει συνέχεια το υγρό χνώτο του για να σε τυλίξει, να σε καταπιεί.
Γίνεται αραχνοΰφαντο πέπλο που σε ντύνει από όλες τις μεριές και τότε χάνεις το βάρος σου, σχεδόν πετάς, οι διαστάσεις σου αλλοιώνονται καθώς σε μετατρέπει σε σκιά που περπατά μέσα σε νεφέλωμα αφήνοντας έξω από αυτό την πραγματικότητα.


Το χώμα είναι υγρό και λασπώδες. Τα παπούτσια γίνονται μούσκεμα καθώς τινάζεται η υγρασία από τα χόρτα και τα βάτα. Οι πέτρες γλιστερές, γυαλίζουν αλλάζοντας χρώμα και συνομιλούν ψιθυριστά με το ποτάμι που κυλά ήσυχα τα λασπωμένα νερά του. Τα πλατάνια δίχως φύλλα (τα βλέπουν κατακίτρινα – πεθαμένα μπροστά στις ρίζες τους) σηκώνουν τα γυμνά κλαδιά τους σαν μακριά χέρια δεόμενα στον ουρανό σε μια χωρίς λόγια προσευχή. Κάποιοι κορμοί είναι μισοκρυμμένοι από το νερό καταμεσής στο ποτάμι και γύρω τους σχηματίζονται μικρές δίνες. Εκεί μάλλον στροβιλίζεται μια γερασμένη νεράιδα που τα μαλλιά της μπλέχτηκαν σε ένα κλαδί… Ένα κρώξιμο πουλιού κι ύστερα πάλι εκκωφαντική ησυχία… Ούτε καν ο ήχος του νερού δεν ακούγεται…
Ο κισσός κάπου κάπου ντύνει τάχα προστατευτικά ένα δέντρο και με πονηριά του τρώει τα σωθικά και γίνεται εκτυφλωτικά πράσινος μέσα στη μουντάδα της ομίχλης.


Στο βάθος διακρίνονται με δυσκολία οι όγκοι των βουνών σε αποχρώσεις του γκρι και σκούρου μπλε και λες πως μπορεί κι αυτό που αχνοφαίνεται σε μια κορφή να είναι κάποιο κάστρο που κρύβει μια μαγεμένη βασιλοπούλα που κοιμάται το αιώνιο ύπνο της γιατί δεν βρέθηκε ακόμα ένα βασιλόπουλο να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια για να φτάσει ως εκεί για να την ξυπνήσει με ένα φιλί.

Περπατώ στην ακροποταμιά, η μύτη μου είναι υγρή και παγωμένη. Το παντελόνι έχει νοτίσει μέχρι το ύψος της γάμπας αλλά μαγεμένη προχωρώ όντας σίγουρη πως λίγο πιο κάτω άλλη μια όμορφη εικόνα με περιμένει. Κάνω να πηδήξω από την μια πέτρα στην άλλη κι όπως είμαι αίλουρος χάνω την ισορροπία μου και προσγειώνομαι στη λάσπη. Ένας γενναίος ιππότης – πολύ γνωστός κι οικείος που δεν βγήκε από κανένα παραμύθι αλλά είναι μέρος της ζωής μου – σπεύδει να με σώσει. Πριν με σηκώσει ένα κλικ της φωτογραφικής μηχανής με απαθανατίζει. Είναι παραμονή πρωτοχρονιάς κι έτσι τελείωσε ένας χρόνος κι ένα απλό καθημερινό παραμύθι τυλιγμένο στην ομίχλη…

Φωτογραφίες : Φλώρα Γουγουλιά