Το μερίδιο του εισοδήματος που κατέχει σήμερα το φτωχότερο ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού είναι περίπου το μισό από αυτό που ήταν το 1820, πριν δηλαδή από την κοινωνικοοικονομική αλλαγή που ανέδειξε τον δυτικό κόσμο σε ισχυρότερη και πλουσιότερη δύναμη του πλανήτη.
Επίπεδα ανάλογα αυτών που καταγράφηκαν στην κορύφωση του δυτικού ιμπεριαλισμού στις αρχές του 20ού αιώνα χτυπούν σήμερα οι παγκόσμιες ανισότητες, προειδοποιεί μια νέα έκθεση που είδε χθες το φως της δημοσιότητας.
Η έκθεση (World Inequality Report 2022) παρουσιάζει την πιο επικαιροποιημένη σύνθεση των διεθνών ερευνητικών προσπαθειών για την παρακολούθηση των παγκόσμιων ανισοτήτων. Τα δεδομένα και η ανάλυση που παρουσιάζονται σε αυτήν βασίζονται στο έργο περισσότερων των 100 επιστημόνων και ερευνητών μεταξύ των οποίων και οι Λούκας Τσάνελ, Τομά Πικετί, Γκαμπριέλ Ζούκμαν και Εμανουέλ Σαέζ, σε όλες τις ηπείρους του κόσμου, τα τελευταία 4 χρόνια.

Η έκθεση διαπιστώνει ότι το πλουσιότερο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού καρπώνεται σήμερα το 52% του εισοδήματος που παράγεται παγκοσμίως, ενώ από την άλλη πλευρά το φτωχότερο 50%, μόλις το 8%. Ενα άτομο που ανήκει στο κορυφαίο 10% της παγκόσμιας κατανομής εισοδήματος κερδίζει κατά μέσο όρο 87.200 ευρώ ετησίως. Αντίθετα, ένα άτομο από το φτωχότερο 50% κερδίζει μόλις 2.800 δολάρια τον χρόνο.
Η ανισότητα είναι ακόμα μεγαλύτερη στην παγκόσμια κατανομή πλούτου. Το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν κατέχει σχεδόν καθόλου πλούτο, αφού το μερίδιό του επί των συνολικών περιουσιακών στοιχείων αντιστοιχεί μόλις σε 2%. Αντίθετα, το πλουσιότερο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει σήμερα το 76% του συνολικού παγκόσμιου πλούτου.
Επίσης η αγοραστική δύναμη του φτωχότερου μισού του παγκόσμιου πληθυσμού μόλις και μετά βίας αγγίζει τα 2.900 ευρώ ανά ενήλικα, ενώ αντίθετα η αντίστοιχή του πλουσιότερου 10% προσεγγίζει τα 550.900 ευρώ ανά ενήλικα.

Πολιτική επιλογή
Η ανισότητα δεν είναι η ίδια μεταξύ των χωρών. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, το μερίδιο του πλουσιότερου 10% στο συνολικό εισόδημα αντιστοιχεί στο 36% του συνόλου ενώ αντίθετα στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής το μερίδιο του εκεί πλουσιότερου 10% ανέρχεται στο 58%. Η μελέτη διαπιστώνει ωστόσο ότι μετά το 1980 οι ανισότητες, τόσο σε εισόδημα όσο και σε πλούτο, αυξήθηκαν σχεδόν παντού στον κόσμο. Κάτι που όπως υπογραμμίζει ήταν αποτέλεσμα των πολιτικών της απορρύθμισης και απελευθέρωσης των αγορών που επέβαλε το νεοφιλελεύθερο οικονομικό δόγμα.
Η μεγέθυνση των ανισοτήτων σε αυτήν τη χρονική περίοδο δεν ήταν ωστόσο παντού η ίδια. Σε κάποιες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Ινδία, η μεγέθυνση των ανισοτήτων ήταν τεράστια, ενώ αντίθετα σε κάποιες άλλες (ευρωπαϊκές και Κίνα όπου το κράτος έχει ισχυρότερο ρόλο) ήταν μικρότερη. Οι διαφορές αυτές υποδεικνύουν, σύμφωνα πάντα με την έκθεση, ότι η ανισότητα δεν είναι αναπόφευκτη αλλά πολιτική επιλογή.
Η μελέτη υπογραμμίζει ακόμη ότι ενώ η ανισότητα μεταξύ των χωρών μειώθηκε τα τελευταία 20 χρόνια χάρη στην ισχυρή ανάπτυξη και τη δημιουργία πρόσθετου εισοδήματος στις αναπτυσσόμενες χώρες, στο εσωτερικό όλων σχεδόν των χωρών του κόσμου αυξήθηκε σημαντικά. Το χάσμα μεταξύ του μέσου εισοδήματος του πλουσιότερου 10% και του αντίστοιχου μέσου εισοδήματος του φτωχότερου 50% του πληθυσμού εντός των χωρών σχεδόν διπλασιάστηκε. Αυτή η ραγδαία αύξηση της ανισότητας στο εσωτερικό των χωρών υποδηλώνει ότι παρά την ισχυρή ανάπτυξη των αναδυόμενων χωρών, ο κόσμος συνεχίζει να είναι υπερβολικά άνισος σήμερα.

Σε ιδιωτικά χέρια
Οι σημερινές παγκόσμιες ανισότητες είναι μάλιστα τόσο μεγάλες όσο στην κορύφωση του δυτικού ιμπεριαλισμού στις αρχές του 20ού αιώνα. Το μερίδιο του εισοδήματος που κατέχει σήμερα το φτωχότερο ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού είναι περίπου το μισό από αυτό που ήταν το 1820, πριν δηλαδή από την κοινωνικοοικονομική αλλαγή που ανέδειξε τον δυτικό κόσμο (Δυτική Ευρώπη και αποικίες του Νέου Κόσμου που ανεξαρτητοποιήθηκαν) σε ισχυρότερη και πλουσιότερη δύναμη του πλανήτη.
Ακόμη μία διαπίστωση της έκθεσης είναι ότι παρότι τα τελευταία 40 χρόνια οι χώρες έχουν γίνει σημαντικά πλουσιότερες, οι κυβερνήσεις τους έχουν γίνει σημαντικά φτωχότερες. Το μερίδιο του πλούτου που κατέχουν οι φορείς του Δημοσίου είναι σχεδόν μηδενικό ή αρνητικό στις πλούσιες χώρες, κάτι που σημαίνει ότι το σύνολο του πλούτου βρίσκεται σε ιδιωτικά χέρια.
Η τάση αυτή μεγεθύνθηκε από την κρίση του κορονοϊού, στη διάρκεια της οποίας οι κυβερνήσεις δανείστηκαν ποσό ίσο με το 10-20% του ΑΕΠ, κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα. Η εξέλιξη αυτή και ευρύτερα ο τρέχων χαμηλός πλούτος κυβερνήσεων έχει σημαντικές επιπτώσεις στη δυνατότητά τους να αντιμετωπίσουν την ανισότητα στο μέλλον αλλά και βασικές προκλήσεις του 21ου αιώνα, όπως η κλιματική αλλαγή.
Από την άλλη πλευρά ο πλούτος των 50 πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 9% μεταξύ 1995 και 2001, ενώ των 500 πλουσιότερων κατά 7% ετησίως. Ο μέσος πλούτος αυξήθηκε στην ίδια περίοδο μόνο κατά 3,2%. Από το 1995 το πλουσιότερο 1% καρπώθηκε το 38% του συνόλου του πρόσθετου πλούτου που δημιουργήθηκε, ενώ το φτωχότερο 50% μόλις το 2%. Στη διάρκεια της πανδημίας η τάση αυτή μεγιστοποιήθηκε και το μερίδιο των δισεκατομμυριούχων στον πλούτο των νοικοκυριών κατέγραψε άνοδο ρεκόρ. Οι 2.755 δισεκατομμυριούχοι αβγάτισαν συγκεκριμένα τον πλούτο τους φέτος στα 13,1 τρισ. δολάρια από 8 τρισ. δολάρια πέρυσι.

Πηγή : ΕΦ.ΣΥΝ. – Μπάμπης Μιχάλης