Κοίταζα τις γυναίκες του νησιού στο ναό του Αγίου Νικολάου. Και ύστερα κοίταζα εμένα που είμαι του κάμπου, ρίζα και των βουνών. Επειδή πήγα νωρίς, ήταν όλες οι μεγάλες! Μα τι ευγενικές! Λεπτοκόκκαλες, ξερακιανές, με πρόσωπα όπου τα μήλα τους διακρίνονταν στο σχήμα του προσώπου και οι ρυτίδες από την αρμύρα και τον ήλιο γάζωναν τα μέτωπα και την περιοχή γύρω από τα χείλη. Αδύνατες οι περισσότερες, με ωραίο σεμνό ντύσιμο, κάπως αυστηρές αλλά μειλίχιες, με χρυσά κοσμήματα, αλληλοχαιρετιόντουσαν και παίρναν τη θέση στο στασίδι τους. Η φωνή τους καθαρή στην άρθρωση και κάπως τραβηγμένη….σαν τραγουδιστή σε σημεία. Θυμάμαι ένα κοριτσάκι στο δρόμο, όταν ρώτησα πώς να πάω στη χώρα. ..
Με κοίταξε και είπε περήφανη:
– τον Άνδρο θέλετε;;;;
Κι έμεινα απορημένη που αρσενικοποίησε τον τόπο της! Φαίνεται έτσι είχε αξία πιο μεγάλη! Οι γυναίκες που εγώ είδα, όλες μοιάζανε όπως μοιάζουν οι γυναίκες μιας φυλής, ενός τόπου, όπως μοιάζουμε όλοι όσοι κρατούμε σειρά τη ρίζα ενός τόπου. Ήταν τα κυκλαδίτικα ειδώλια του σήμερα, γήινες και μητριαρχικές.
Εγώ είμαι λευκή και με στρογγυλά μάγουλα, μα τούτες εδώ ήταν όχι ακριβώς όμορφες, αλλά αρχοντικές πολύ και ζυμωμένες στην ώχρα των βουνών και το μελαχρινό του Αιγαίου. Οι άντρες τους, ναι, είναι η θάλασσα κι αυτές πίσω, τα βουνά που μένουν στο χρόνο ακλόνητα.