Λίγες μέρες μετά το έμπα του καινούριου χρόνου, απογευματάκι κοντά στο τζάκι, πίνοντας ένα βαρύ γλυκό καφέ, ο Τάκης γυρνάει με το μυαλό του στα περασμένα, στη ζωή του στο χωριό, τότε που στην επαρχία οι εποχές σηματοδοτούνταν από τις καλλιέργειες. Τότε στο χωριό του, ένα ημιορεινό καπνοχώρι της Θεσσαλίας, το χειμώνα λίγο μετά τις γιορτές οι νοικοκυρές βάζαν το σπόρο του καπνού σε υφασμάτινες σακούλες και τις τοποθετούσαν σε ζεστό μέρος, συνήθως δίπλα στη σόμπα, για να φυτρώσει.
Στην αρχή της άνοιξης τον έπαιρναν για να τον φυτέψουν στις «αβραϊές», που φτιάχνανε στους μπαξέδες. Τα μακρόστενα υπερυψωμένα αυλάκια σκεπάζονταν με νάιλον μέχρι να βλαστήσει ο σπόρος και μετά ξεσκεπάζονταν για να ποτιστούν με το «σόπι». Το νερό το μάζευαν σε χωμάτινες ή τσιμεντένιες στέρνες που είχαν μέσα στους μπαξέδες. Αυτή η στέρνα ήταν και η μικρή λίμνη για την αρσενική του πάπια, τον «Πάπο» όπως τον έλεγε, που τον εκπαίδευε να πετά πετώντας τον από το μπαλκόνι…

Ήταν ο σπόρος για την οικογένεια σαν ένα μωρό που ξεκινούσε από τις φασκιές και με φροντίδα κι αγάπη μεγάλωνε. Θυμάται πως από το παράθυρο του, έβλεπε να βγαίνουν τα μικρά βλαστάρια και σιγά σιγά να πρασινίζει ο τόπος. Ο πατέρας όργωνε με τη φοράδα, την Καράσω, το χωράφι για να γίνει η μεταφύτευση. Όργωνε μια φορά στις αρχές της άνοιξης και δεύτερη φορά το Μάη, λίγες μέρες πριν βγάλουν το φυτό από τις αβραϊές για να το φυτέψουν εκεί. Θυμάται πρωί να τρώει τριψάνα με φρεσκοαρμεγμένο κατσικίσιο γάλα και να βλέπει τη μάνα του να βγάζει στο μπαξέ το φυτό και να το βάζει σε ξύλινες κάσες. Ο πατέρας είχε φύγει ήδη για να σβαρνίσει το χωράφι και θα γύριζε για να την πάρει μαζί με τα φυτά και να φυτέψουν. Αχνά θυμάται ότι επειδή δεν είχαν νερό στο χωράφι, το φύτεμα γινόταν με τη «λούνη» που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά χώμα, με νερό που κουβαλούσαν εκεί, το έφτιαχναν επί τόπου κι έπαιρναν ένα- ένα τα φυτά με τη λάσπη και με το φυτευτήρι έκαναν τρύπα και τα έβαζαν στα ανοιγμένα με τσάπα αυλάκια. Όσο πιο ξερικό ήταν το χωράφι τόσο πιο δύσκολο ήταν να πιάσει το φυτό και παρακαλούσαν να βρέξει.

Μια τέτοια βροχερή άνοιξη την είχε κοπανήσει από το σχολείο κι είχε πάει σε ένα κοντινό χωράφι που φύτευαν. Οι ουρανοί άνοιξαν και τα δυο ρέματα ανάμεσα στα οποία ήταν το χωράφι φούσκωσαν. Ο πατέρας του τον πήρε στους ώμους και τον πέρασε μέσα από το νερό απέναντι από το ρέμα για να πάει στο σπίτι και γύρισε πίσω στο χωράφι για να περιμένουνε με τη μάνα να πέσουν τα νερά για να μπορέσουν οι ίδιοι και η φοράδα να γυρίσουν στο σπίτι.
Αυτή η περίοδος του φυτέματος ήταν γι’ αυτόν και τους συνομήλικούς του, παιδιά του δημοτικού όλοι τους, που δεν τους παίρναν στο χωράφι, μεγάλο γλέντι !!! Χωρίς κανένα έλεγχο από τους γονείς, ζούσαν την απόλυτη ελευθερία. Στην αρχή πήγαιναν και κολυμπούσαν στις φυσικές μπάρες που σχηματίζονταν στο μεγάλο ρέμα του χωριού. Με το που σχόλαγαν από το σχολείο πέταγαν στην αυλή τις σάκες κι όλη η παρέα μαζευότανε στο ρέμα για να ψαρέψουν άλλοτε με τα χέρια σε μικρότερες μπάρες που φτιάχνανε κλείνοντας με πέτρες μια περιοχή, άλλοτε με αγκίστρια που φτιάχνανε από καρφίτσες κι άλλοτε με ασβέστη. Αυτό το κάνανε για τη φάση και τα ψάρια που πιάνανε – όποτε πιάνανε, άλλοτε τα άφηναν ξανά στο νερό κι άλλοτε τα ψήνανε σε αυτοσχέδιες φωτιές που άναβαν εκεί. Όσες φορές είχε φάει ήταν σχεδόν ωμά και τώρα που το σκεφτότανε γελούσε που τόσο πρώιμα αυτοί είχαν δοκιμάσει το σούσι που οι χλεχλέδες οι πρωτευουσιάνοι το κάνανε μόδα χρόνια μετά.

Αφού βαριόντουσαν το ψάρεμα κολυμπούσαν. Βγάζανε τα ρούχα και μένανε με τα μαύρα αλατζαδένια σώβρακα. Βουτιές και φωνές και γέλια. Ο άλλος Τάκης της παρέας ήταν γητευτής νερόφιδων και φιδιών. Τα έπιανε με τα χέρια, έπαιζε μ΄ αυτά και φόβιζε τους άλλους. Εκεί στις μπάρες μετά το μπάνιο βγάζανε τα σώβρακα και τα κοπανούσαν πάνω στις πέτρες για να φύγουν τα πολλά νερά, τα άφηναν λίγο στον ήλιο και μισόστεγνα τα φορούσαν για να μη τους πάρει χαμπάρι η μάνα τους. Όταν μεγάλωσαν περισσότερο πήγαιναν για μπάνιο στο ποτάμι, στο Νταϊλιάνι. Εκεί ο Τάκης έπαιρνε ακόμα και βατραχοπέδιλα… Η δραστηριότητά τους μαθεύτηκε κι ο πατέρας του για να τον φοβίσει και να τον προστατέψει πήγε και το είπε στο δάσκαλο. Αυτός τον έβγαλε στην προσευχή κι αφού του έριξε μια σβουριχτή σφαλιάρα είπε σ΄ όλους «Τον βλέπετε αυτόν;…Πάει και κολυμπάει στο Νταϊλιάνι».
Κλείνοντας τα σχολεία, άρχιζε το αρμάθιασμα των φύλλων του καπνού στο οποίο συμμετείχαν τα παιδιά. Τέρμα τα γλέντια, στο υπόγειο με τη βελόνα περνούσαν στο σπάγκο τα φύλλα για να κρεμαστούν στις ηλιάστρες. Τα δάχτυλα γίνονταν μαύρα και κολλούσαν από την πικράδα αν δε έκανες το λάθος να τα βάλεις στο στόμα, δηλητηριαζόσουν… Όμως σε γλύκαιναν τα παραμύθια και τα καλαμπούρια που ακούγονταν στη διάρκεια της δουλειάς κι όταν ακουγόταν το μηχανάκι του Χολέβα του παγωτατζή βγαίναν τα παιδιά σαν ποντίκια από τα υπόγεια για να πάρουν μετά από γκρίνια, μια φορά τη βδομάδα, με το πολύτιμο αντίτιμο στο χέρι, ένα παγωτό χωνάκι !

Στο τέλος του Αυγούστου όταν παίρναν και το τελευταίο χέρι, ήταν η χαρά του… Πήγαινε με το λελέκι κι έκοβε τον καπνό κι αυτά τα καλάμια που απόμεναν κι ήταν πριν οι βλαστοί του φυτού έγιναν τα πρώτα τους τσιγάρα. Μαγκιά και όνειρα, αθωότητα και νιότη ήταν το χαρμάνι τους.
Μεγαλώνοντας συμμετείχε σ΄ όλα τα στάδια της καλλιέργειας. Παράλληλα είχαν αρχίσει να πηγαίνουν  για μπάνιο στη θάλασσα. Στην αρχή με φορτηγά στα Μεσάγκαλα και μετά με λεωφορεία στον Πλαταμώνα. Για κακή τους τύχη μια Κυριακή ο οδηγός τους ξέχασε εκεί και δεν πήγε για να τους πάρει πίσω. Μετά από περιπέτειες γύρισαν μεσάνυχτα και βάλε στο χωριό. Θυμότανε… Δευτέρα ξημερώματα τρείς η ώρα να περνάει καβάλα στο γάιδαρό του, τον Λουκά, το μεγάλο ρέμα και να νοιώθει το ρεύμα ψυχρό κι ανελέητο να του τρυπάει τα κόκαλα και να σφίγγει πάνω του, το παλιό σακάκι του πατέρα του.
Αρχές Σεπτέμβρη είχαν πάει στο αμπελάκι τους να μαζέψουν τα λιγοστά σταφύλια του. Μαζί τους πάντα κι ο Τζόνι, ο μικρόσωμος σκύλος τους που τον αγαπούσε πολύ. Μάζεψαν ότι ήταν να μαζέψουν και πήραν το δρόμο του γυρισμού. Όμως ο Τάκης είχε ξεχάσει στο χωράφι το σακάκι του. Πέρασε το μεσημέρι, πέρασε και το βράδυ κι ο Τζόνι πουθενά. Κόντευε να περάσει κι η άλλη μέρα κι ούτε σε φωνές ,ούτε σε σφυρίγματα εμφανιζότανε ο Τζόνι. Ψάχνοντας μέσα στην απελπισία του έφτασε και στ’ αμπέλι και τον βρήκε πάνω στο σακάκι, νηστικό και διψασμένο να τον περιμένει…

Το φθινόπωρο με τις υγρασίες γινότανε το πάτημα των καπνών σε δέματα για να είναι έτοιμα για τον έμπορα την άνοιξη. Ως τότε όποτε ζητούσε λίγα χρήματα για ένα γλυκό, για ένα ρούχο θα του έλεγαν «όταν πληρωθούμε το καπνό» κι η μάνα θα αγόραζε βερεσέ από το μπακάλη και θα ξεχρέωναν όταν θα έπαιρναν λεφτά από τον έμπορα.

Κι η ζωή σα ρόδα γυρνούσε με την πίκρα του καπνού, τη δροσιά του ποταμού, τη μυρωδιά του ζεστού ψωμιού του ζυμωμένου με ιδρώτα κι όνειρα. Θα γύρναγε ξανά και ξανά… κουβαλώντας το νερό του χρόνου, που τα παίρνει όλα σβάρνα στο πέρασμά του…

  • Το διήγημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» της Λάρισας την Κυριακή 24 Γενάρη 2021.