Κάθε γειτονιά είχε τις δικές της αργόσχολες, παντρεμένες ή ανύπαντρες, που “όργωναν” με το στόμα τους την κάθε μέρα. Εγώ θα μιλήσω για τις ανύπαντρες στις γειτονιές που με ανέθρεψαν.
Συνήθως ήταν μεγαλοκοπέλες, εργάτριες, μοδίστρες, γεροντοκόρες, γυναίκες στο “ράφι” ή αποτυχημένες στον έρωτα. Η επιδερμίδα του φορές διατηρούσε μια ατσαλάκωτη νεότητα, που ξεγέλαγε το χρόνο και τις έγνοιες σε πείσμα των παντρεμένων γυναικών.
Στην πρώτη μου γειτονιά γνώρισα τις δικές μου αδελφές “Τατά”. Ήταν 7! Το επίθετό τους κατέληγε σε -ουσες, δηλωτικό της πληθώρας τους και προερχόμενο από το παραποιημένο πατρώνυμο – παρατσούκλι.
Ταγεράκι πράσινο, πέρλα στο λαιμό, άσπρη πούδρα και κόκκινο χειλάκι και το μαλλί ψημένο στην ψιλή περμανάντ. Όλες αντάμα μπούκαραν στο πατρικό μας, καθότι φίλες των παππούδων εξ Αμπελακίων. Μας έπαιρναν το κεφάλι! Σαν γαλοπούλες έκραζαν, αλλά κουβαλούσαν πάνω τους κι ένα άρωμα άλλης εποχής. Θα ‘λεγα άσπρης κόλλας σε πλεχτή δαντέλα βελονάκι.
Δεν φοβόμασταν το “άφραγο” στόμα τους, γιατί συμπαθούσαν την αμίλητη μάνα μας, που στα γεράματά τους τις επισκέπτονταν. Όμως τις αποφεύγαμε διακριτικά, όσο ήταν νέες. Τα χάχανα και οι φωνάρες τους σκέπαζαν και τα τραίνα στη γειτονιά του Σταθμού. “Χαζοντάμαρα” τις αποκαλούσε ο ανύπανδρος αδελφός της γιαγιάς μου. Μία – μία φυλλορρόησαν στο άγγιγμα του χρόνου, σαν παρτέρι που το χτύπησε αρρώστια.

Στην τωρινή μου γειτονιά όλες οι “συχωρεμένες” φάνταζαν στρίγκλες στα παιδικά μας μάτια! Μας πρόγκιζαν τα μεσημέρια, που χαλούσαμε τον ύπνο τους και μας ξαπόστελναν στο έξω από δω…
Όμως τα καλοκαιρινά βράδια έσερναν τις καρέκλες τους κι έκαναν τα μεγαλύτερα πηγαδάκια στα πεζοδρόμια. Περιέργως κάποιες ήταν αγαπητές στις ανδροπαρέες. Λίγο σταύρωμα το πόδι, η ρόμπα μια “υποψία” ξεκούμπωτη, η ‘Αμστελ στο χέρι και μια σχετική ελευθεροστομία τους έδινε πρόσβαση στο δημόσιο χώρο της γειτονιάς.
Αλίμονο αν σε πιάνανε στο στόμα τους. Είχαν μια δαιμονική
ικανότητα μέσα από αποχρώσες ενδείξεις να στήνουν κατηγορητήρια και να επικαλούνται μάρτυρες. Σ’ έθαβαν και σε ανάσταιναν στο λεπτό, ανάλογα τα κέφια τους. Οι γονείς μας έσπειραν το φόβο να μην τις προσεγγίζουμε και καμιά φορά πατούσαμε και κανένα ξεμάτιασμα, αν έπεφτε πάνω μας το “στραβό” τους μάτι.
Αυτές οι γυναίκες, που τότε “αλώνιζαν” τα μέρη μας, συνήθως πίσω τους είχαν έναν αδελφό, ανίψια, μια περιουσία, που θα τους εξασφάλιζε έναν αξιοπρεπή θάνατο. Μπορεί η γειτονιά να τις “στιγμάτιζε”, αλλά δεν τις εγκατέλειπε. Εκεί που μάλωναν τα ξανάβρισκαν μ’ ένα πιάτο φαΐ, ένα γλυκό που αντάλλασσε χέρια, με τα κόλλυβα που μοιράζονταν για “σχώριο” τα ψυχοσάββατα.
Ένας κήπος έχει πολλά λουλούδια. Κι αυτές ήταν σαν τα
γαϊδουράγκαθα που τσιμπούσαν, αλλά στην λουλουδάτη τους κορφή διέσωζαν εκείνο το υπέροχο μωβ , που έντεχνα κάλυπτε τις πληγές της έρημης ζωής τους.

(Δημοσιεύτηκε σε λογοτεχνικά περιοδικά)