Μ’ αφορμή την παρουσίαση από τη Φωτεινή Καραδούκα του παραμυθιού της Φλώρας «O Κλεφτοχαμόγελος και τα Χριστουγεννιάτικα Στολίδια», στα παιδιά της Α΄ τάξης του Γυμνασίου Αρμενίου Λάρισας, μπορείτε κι εσείς να το διαβάσετε ολόκληρο εδώ.

Σε έναν τόπο κάποτε, ένα ποτάμι κυλούσε ήσυχα τα νερά του μέσα από μια όμορφη κοιλάδα. Ένα μικρό χωριό απλωνόταν στην αγκαλιά της γης με τους ήσυχους κατοίκους του να ζουν την κάθε μέρα με τις χαρές και τις λύπες της.
Αυτό το ποτάμι ήτανε αγαπημένος τόπος από τα παλιά τα χρόνια για τις νύμφες που έλουζαν τα μαλλιά τους στα πράσινα νερά του, για τις μούσες, για τα αγρίμια που ξεδιψούσαν στις όχθες του και για τα πουλιά που κρύβονταν στις φυλλωσιές των δέντρων.
Τα βράδια ακούγονταν παράξενες μουσικές ανακατεμένες με το θρόισμα των φύλλων και με μακρινούς ψιθύρους.
Αυτό το ποτάμι διάλεξαν και τα ξωτικά για να στήσουν το χωριό τους, να κάνουν τα μαγικά τους κόλπα και να μπερδεύονται με όποιο τρόπο μπορούσαν στην ζωή των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων.
Τα ξωτικά αυτά ήταν από διαφορετικούς τόπους, είχαν παράξενα ονόματα, ανάλογα με τον χαρακτήρα και τις συνήθειές τους και μιλούσαν μια παράξενη γλώσσα που καταλάβαιναν μονάχα αυτά.

Αρχηγός τους ήταν ο Κλεφτοχαμόγελος, ένα κοκκαλιάρικο ξωτικό με μυτερά αυτιά που ξεπρόβαλλαν από το πράσινο σκουφί που φορούσε πάντα στο μακρουλό κεφάλι του.
Αυτό το σκουφί είχε στην κορφή του μια κόκκινη φούντα με ένα κουδουνάκι, που τον ξεχώριζε από τα άλλα ξωτικά, έκανε την παρουσία του αισθητή όπου κι αν βρισκότανε και τον ίδιο πολύ περήφανο γιατί ένοιωθε πολύ όμορφος και πολύ μοντέρνος.
Ο Κλεφτοχαμόγελος όλη μέρα γυρόφερνε στο χωριό κρυμμένος πίσω από τα δέντρα, πάνω στις σκεπές , πίσω από τα ζώα και τους ανθρώπους και μόνο το κουδουνάκι του ακουγόταν, αλλά κανείς δεν φανταζόταν από πού ερχόταν αυτός ο ήχος.
Η μεγάλη του ευχαρίστηση ήταν να κλέβει τα χαμόγελα των παιδιών και πολλές φορές τα κατάφερνε κρύβοντας τα παιχνίδια τους, βάζοντας στο μυαλό τους τρελές ιδέες για να κάνουν σκανταλιές και να τα μαλώνουν οι γονείς τους κι όσο πιο πολλά χαμόγελα έκλεβε και τα κρεμούσε σαν χρωματιστές κορδέλες στη φαρδιά καφετιά του ζώνη, τόσο πιο ευχαριστημένος ήτανε και ξεκαρδιζότανε στα γέλια.
Στις διαταγές του είχε όλα τα άλλα ξωτικά : Τον Μπεν τον Μπουγέλο που του άρεσε να καταβρέχει τον κόσμο, τον Μένιο το ζαβολιάρη που έβαζε τα παιδιά να κάνουν ζαβολιές για να τους χαλάει τα παιχνίδια, την Αλίντα την γκρινιάρα με τα πορτοκαλί μαλλιά, τον Χασάν τον τεμπέλη που ήταν δυσκίνητος και τον περνούσαν όλοι στο τρέξιμο, τον Πέτρο τον λάσπη, που κατέβαινε στο χωριό μόνο τις βροχερές μέρες για να σπρώχνει τους ανθρώπους να πέφτουν μέσα στα λασπόνερα και να γελά, τον Ρομπέρτο τον αδιάβαστο που σύχναζε στο σχολείο, την Πεπίτα την ανακατωσούρα που μπαινόβγαινε στα παιδικά δωμάτια και πέταγε παιχνίδια και ρούχα εδώ κι εκεί και τόσους άλλους που ο καθένας ευχαριστιόταν με ένα πρόβλημα που δημιουργούσε στους ανθρώπους.

Ανάμεσα σε όλα αυτά τα ξωτικά ζούσε κι ένα διαφορετικό, ένα αταίριαστο: η Ιρίνα η χαμογελαστή. Αυτή είχε γεννηθεί στη χώρα της χαράς κι είχε περάσει πάνω από το ποτάμι πριν πολύ – πολύ καιρό ακολουθώντας ένα σμήνος αποδημητικά πουλιά. Αλλά για κακή της τύχη έπεσε πάνω στον κλεφτοχαμόγελο…
Μόλις την είδε γελαστή και κεφάτη σκέφτηκε ότι το δικό της χαμόγελο θα ήταν καλύτερο από όλων των παιδιών…Το γέλιο της ήταν κελαριστό και διάφανο και θα στόλιζε ξεχωριστά τη καφετιά του ζώνη.
Έτσι λοιπόν την ξεγέλασε και με ένα ξόρκι της πήρε τη δύναμη των φτερών της και την κράτησε αιχμάλωτη στη χώρα των ξωτικών. Από τότε το χαμόγελό της είχε γίνει ένα διάφανο πετράδι που κρεμόταν με μια λεπτή αλυσίδα από τη ζώνη του Κλεφτοχαμόγελου κι εκείνη ήταν πάντα μελαγχολική γιατί ήξερε πως για να λυθεί το ξόρκι του Κλεφτοχαμόγελου και να αποκτήσει τα φτερά, το χαμόγελο και την ελευθερία της έπρεπε ο Κλεφτοχαμόγελος να μείνει μια ολόκληρη μέρα αγέλαστος…

Από τότε η Ιρίνα είχε μοναδικό φίλο ένα τσαλαπετεινό που την ανέβαζε στη ράχη του και την ταξίδευε εδώ κι εκεί στο δάσος και στα βουνά πίσω από το ποτάμι και αργά το σούρουπο την πήγαινε στο μικρό χωριό. Η Ιρίνα παρόλο που μιλούσε την γλώσσα των ανθρώπων ποτέ δεν είχε μιλήσει σε κανέναν γιατί φοβόταν μην τους τρομάξει, επειδή ήταν τόσο διαφορετική, με το μικρό της κορμάκι να χωρά στην παλάμη τους με την ελαφρά ανασηκωμένη μύτη την γεμάτη φακίδες, τα μάτια της που άλλαζαν κάθε λίγο και λιγάκι χρώμα και τη φωνή της που ήταν τόσο πολύ τραγουδιστή που νόμιζες ότι δεν σου μιλά αλλά συνέχεια μουρμουράει μια μελωδία.
Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά ο Κλεφτοχαμόγελος είχε βαρεθεί.. η ζωή του είχε γίνει ρουτίνα κι ήθελε κάτι διαφορετικό… κάτι ξεχωριστό για να γελάσει το χειλάκι του…

Σε λίγες μέρες θα έρχονταν Χριστούγεννα… Θα έρχονταν κι οι συγγενείς τους οι καλικάτζαροι στη Γή και θα υπήρχε πολύς ανταγωνισμός στις σκανταλιές, στις ζημιές, στα ξεγελάσματα…, σε όλα…
Πόσο τα σιχαινότανε αυτά τα περίφημα Χριστούγεννα… Μ΄ όλα αυτά τα χαρούμενα πρόσωπα, στα σπίτια, στους δρόμους, γύρω από το έλατο…
Μ’ αυτή την χαρά και την προσμονή των δώρων να του σπάνε τα νεύρα κι από πάνω αυτά τα τριγωνάκια με τον παράξενο ήχο,(που δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα με τον υπέροχο ήχο του κουδουνιού του σκούφου του), να ακούγονται από κάθε γωνιά του χωριού και να το ξεκουφαίνουν…
Ε, λοιπόν ΟΧΙ. Φέτος δεν θα το επέτρεπε αυτό!
Μέσα στο δαιμόνιο μυαλό του άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο… Όταν το είχε απολύτως έτοιμο κάλεσε σε συμβούλιο, κάτω από τον μεγάλο πλάτανο, όλα τα ξωτικά για να τους το ανακοινώσει…
Ανέβηκε σ΄ ένα ψηλό κλαδί για να τον βλέπουν όλοι, ίσιωσε τον σκούφο του κι αφού έκανε δυο πηδήματα για να χτυπήσει το κουδουνάκι του σκούφου του την έναρξη της συνεδρίασης και να κάνουν όλοι ησυχία, με τη στριγκή φωνή του δήλωσε επίσημα :
– Φέτος φίλοι μου θα κλέψουμε το αστέρι και όλα τα λαμπερά συμπράγκαλα που βάζουν για να στολίσουν το μεγάλο έλατο στην πλατεία του χωριού!
Ένα σούσουρο απλώθηκε ανάμεσα στα ξωτικά, κάποιων τα μάτια γυάλισαν από πονηριά, άλλα έξυναν το κεφάλι τους για να κατεβάσουν καμιά ιδέα, άλλα είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό…
– Και πώς θα γίνει αυτό κύριε Κλεφτοχαμόγελε; Είπε ειρωνικά ο Λέκ ο κλεφταράς.
– Αυτό θα έπρεπε να το είχες λύσει εσύ, αλλά τέλος πάντων του σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Κλεφτοχαμόγελος και τον κοίταξε με περιφρόνηση κι αμέσως άρχισε να εξηγεί το σχέδιό του..
– Τα χριστουγεννιάτικα στολίδια τα έχουν μαζεμένα σ’ ένα μεγάλο κουτί στο υπόγειο του δημαρχείου. Ένα μικρό παράθυρο από την κάτω μεριά πίσω από τα δέντρα έχει ξεχαστεί ανοιχτό. Αύριο το βράδυ ακριβώς στις δώδεκα θα μπούμε όλοι από κει μέσα και με τα ξόρκια μας θα τα μικρύνουμε τόσο πολύ που να τα κλείσουμε σ΄ένα μικρό αστέρι όσο είναι το κουδουνάκι μου…
Ξεσκονίστε λοιπόν τα μαγικά σας ξόρκια και ραντεβού αύριο στις δώδεκα ακριβώς που θα κοιμούνται όλοι για να κάνουμε ήσυχα – ήσυχα τη δουλειά μας… Άκουσες Αλμπερτίνα χασομέρισσα; Είπε και κάρφωσε τα μάτια του σένα μικροκαμωμένο ξωτικό με πυκνά κατσαρά μαλλιά και με διαφορετικό χρώμα μάτια που έγινε κατακόκκινο από τη ντροπή του.

Την επόμενη μέρα τίποτα το σπουδαίο δεν έγινε στο μικρό χωριό και οι κάτοικοι δεν υποψιάζονταν τι τους περίμενε..
Μόλις το μεγάλο ρολόι της εκκλησίας χτύπησε δώδεκα ένα – ένα τα ξωτικά γλίστρησαν αθόρυβα από το ανοιχτό παράθυρο μέσα στο υπόγειο του δημαρχείου. Ο Κλεφτοχαμόγελος άνοιγε ένα ένα τα κουτιά πετώντας πράγματα, βιβλία και παλιά έγγραφα δεξιά κι αριστερά μέχρι που ανακάλυψε το κουτί με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια.
Μαζεύτηκαν όλοι γύρω του κι άρχισαν να λένε ακαταλαβίστικα ξόρκια και τότε οι μπάλες, οι γιρλάντες, οι ξύλινες μινιατούρες, ακόμα και το μεγάλο αστέρι της κορυφής μίκρυναν και μίκρυναν τόσο που στο τέλος χώρεσαν σε ένα μικρό γυάλινο αστέρι στο μέγεθος ενός αμύγδαλου.
– Τα μάτια σας δεκατέσσερα είπε… Αν το αστέρι πέσει σε χέρια παιδικά όλα τα ξόρκια θα λυθούν και όλη η δουλειά μας θα πάει χαμένη..
Το πήρε στο κοκκαλιάρικο χέρι του, το πέταξε ψηλά και το ξανάπιασε στον αέρα γελώντας δυνατά. Τα άλλα ξωτικά ακούγοντας τον γελούσαν και ξελαρυγγιάζονταν φωνάζοντας δυνατά :
– «Μπράβο αρχηγέ» !
– Σιωπή φώναξε ο Κλεφτοχαμόγελος δυνατά. Θέλετε να μας πάρουν είδηση και να τιναχτούν όλα στον αέρα; Το μικρό αυτό αστεράκι θα το πάρω και θα το κρύψω σ’ ένα μέρος που θα ξέρω μόνο εγώ. Τώρα που η δουλειά μας τακτοποιήθηκε όλοι πίσω στο ποτάμι, είπε και χάθηκαν όλοι τους γρήγορα κι αθόρυβα όπως είχαν έρθει.

Δύο μέρες απόμεναν ως την μέρα που συνήθιζαν να στολίζουν το έλατο της πλατείας. Τα ξωτικά είχαν αφοσιωθεί στο να κάνουν όσο μπορούσαν πιο δύσκολη την ζωή των ανθρώπων. Οι νοικοκυρές έχαναν από τις κουζίνες τους τα υλικά που χρειάζονταν για να κάνουν τα γλυκά και τα φαγητά τους, οι παππούδες έχαναν τα γυαλιά και τα μπαστούνια τους, οι γιαγιάδες είχαν ξεχάσει όλα τα παραμύθια τους, ο ράφτης είχε χάσει εδώ και μέρες τη μεζούρα του κι οι πελάτες του παραπονιόνταν γιατί δεν θα είχαν στην ώρα τους τα καινούρια ρούχα, ο κουρέας είχε χάσει το ψαλίδι του, το ρολόι του φούρναρη είχε τρελαθεί και ο φούρναρης έβγαζε το ψωμί πότε άψητο και πότε καμένο, τα γράμματα στα βιβλία των παιδιών φαίνονταν ανάποδα, οι γάτες κυνηγούσαν τους σκύλους και τα πουλιά τις γάτες, ο ταχυδρόμος είχε χάσει όλα τα γράμματα…
Οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τόσα πολλά και παράξενα προβλήματα που δεν μπορούσαν να λύσουν με αποτέλεσμα να ρίχνουν το βάρος ο ένας στον άλλον και συχνά να μαλώνουν κι έτσι όλοι σιγά σιγά έγιναν άκεφοι και σκυθρωποί.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά ο δήμαρχος έβγαλε μια ανακοίνωση που έλεγε:
«Αγαπητοί συγχωριανοί με μεγάλη λύπη σας κάνω γνωστό ότι τα χριστουγεννιάτικα στολίδια μας τα έκλεψαν. Όλοι γνωρίζουμε ότι τώρα με την κρίση, τα οικονομικά μας είναι πολύ άσχημα και δεν μπορούμε να πάρουμε καινούρια οπότε αυτή τη χρονιά δεν θα στολίσουμε το χριστουγεννιάτικο έλατο. Λυπάμαι πολύ».

Όλοι στο χωριό συζητούσαν με λύπη για την κλοπή αλλά κανείς δεν φανταζότανε ποιος μπορούσε να την είχε κάνει.
Ωστόσο ο Κλεφτοχαμόγελος είχε πάρει το γυάλινο αστέρι και το είχε κρύψει στην άδεια φωλιά των πελαργών στο ψηλό καμπαναριό της εκκλησίας.
Το απόγευμα ο μοναδικός φίλος της Ιρίνας, ο μικρός τσαλαπετεινός την πήρε στα φτερά του και την έκανε μια βόλτα σ΄ όλο το μήκος του ποταμού, πάνω από τα χωράφια, ανάμεσα από τα ψηλά βουνά και τους μικρούς λόφους, στα ρυάκια και στους παλιούς νερόμυλους. Ήθελε να την κάνει να ξεχάσει πως δεν είχε τα δικά της φτερά κάνοντας ελιγμούς, περνώντας ανάμεσα από τα σκιερά δέντρα και τους απότομους βράχους.
Όταν έπεσε το σκοτάδι πήραν τον δρόμο της επιστροφής κάνοντας την τελευταία βόλτα πάνω από το χωριό που φαίνονταν από ψηλά με τα φώτα του σαν αστέρια που είχαν πέσει στη γη. Το φεγγάρι είχε βγει και έριχνε το αχνό ασημένιο του φως.
Καθώς περνούσαν πάνω από το ψηλό καμπαναριό κάτι γυάλιζε παράξενα στη φωλιά των πελαργών…
– Σταμάτα λίγο, χαμήλωσε, είπε η Ιρίνα στον τσαλαπετεινό που τίναξε με περιέργεια το λοφίο του. Κατέβηκε αργά και σταμάτησε μαλακά μέσα στην άδεια φωλιά. Μέσα στο φεγγαρόφωτο έλαμπε το γυάλινο αστέρι. Η Ιρίνα το πήρε με μεγάλη προσοχή και το έβαλε στο μικρό σακουλάκι που είχε κρεμασμένο πάντα στο λαιμό της για να μαζεύει τα παράξενα λουλούδια, τα βότσαλα κι ότι άλλο έβρισκε στις βόλτες τις με τον αγαπημένο της φίλο.
– Το αστεράκι πρέπει να το δώσουμε στους ανθρώπους. Πρέπει να ξαναβρούν την χαρά και το γέλιο τους, στο λέω εγώ που τα έχω χάσει και τα δυο και ξέρω πόσο πολύτιμα είναι – είπε, κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της που είχαν πάρει το χρώμα του φεγγαριού.
Ανέβηκε πάλι στην πλάτη του τσαλαπετεινού χωρίς να έχει ιδέα τι θα έκανε με το πολύτιμο εύρημά της.

Καθώς πετούσαν πάνω από το χωριό, είδε ένα αμυδρό φώς να τρεμοπαίζει στο πιο απομακρυσμένο σημείο του κι οδήγησε τον τσαλαπετεινό προς τα εκεί. Ήταν ένα μικρό πέτρινο σπίτι, με όλα τα παράθυρα του φωτισμένα. Η Ιρίνα πλησίασε και κοίταξε μέσα από τη διάφανη κουρτίνα. Ένα ζευγάρι καθόταν στην κουζίνα και κουβέντιαζε χαμηλόφωνα. Στο άλλο παράθυρο, ένα μικρό κορίτσι καθόταν πάνω στο χαλί κι έπαιζε μ’ ένα γατάκι. Το κορίτσι ήταν πολύ χαρούμενο παρόλο που το δωμάτιό του ήταν φτωχικό και δεν είχε πολλά παιχνίδια, όμως με τα χάδια και τα παιχνίδια που έκανε στο γατάκι του καταλάβαινε κανείς πως ήταν για αυτήν ότι πολυτιμότερο.
Χωρίς να το πολυσκεφτεί η Ιρίνα χτύπησε με το μικρό χεράκι της το τζάμι… Τίποτα. Ξαναχτύπησε. Κανένα αποτέλεσμα… Τότε ο τσαλαπετεινός άρχισε να κτυπάει επίμονα με το ράμφος του ώσπου το κορίτσι έστρεψε το βλέμμα προς το παράθυρο. Η Ιρίνα άρχισε να κουνάει τα χέρια της για να να την δει κι ο τσαλαπετεινός να πεταρίζει σαν τρελός. Το κοριτσάκι ανέβηκε σ’ ένα σκαμνί και άνοιξε το παράθυρο. Στην αρχή δεν έβλεπε τίποτ΄ άλλο εκτός από τον τσαλαπετεινό ως τη στιγμή που το πουλι πήρε μαλακά την Ιρίνα και την έφερε μπρός στα μάτια της που έμειναν να την κοιτάζουν γουρλωμένα και περίεργα.

Μετά το πρώτο ξάφνιασμα το κοριτσάκι άπλωσε το χέρι του και πήρε το μικρό ξωτικό. Το περιεργάστηκε για αρκετή ώρα μα σαν η Ιρίνα της είπε –Γειά σου- στην γλώσσα των ανθρώπων, παραλίγο να την έριχνε κάτω… Χωρίς να χάσει χρόνο η Ιρίνα έβγαλε από το σακουλάκι που κρεμόταν στο λαιμό της το γυάλινο αστέρι και το ακούμπησε στο χέρι του κοριτσιού.
– Αυτά που θα δεις, να τα δώσεις στον μπαμπά σου να τα πάει στο δημαρχείο, είπε η Ιρίνα και πριν το κορίτσι προλάβει να πει άλλη λέξη είχε εξαφανιστεί στον ουρανό με τον τσαλαπετεινό της.
Όταν το αστέρι άρχισε να ζεσταίνεται από το δέρμα της μικρής χιλιάδες λαμπυρίσματα γέμισαν το δωμάτιο και το αστέρι θρυμματίστηκε σε δεκάδες κόκκους γυαλιού που καθένας τους έγινε ένα χριστουγεννιάτικο στολίδι.
Θα μπορούσε να πει κανείς με βεβαιότητα ότι τα στολίδια αυτά ήταν πολύ περισσότερα από κείνα που ήταν στην αποθήκη. Το κοριτσάκι έτρεξε να πει την περιπέτειά του στον μπαμπά του και μετά από λίγο τα χριστουγεννιάτικα στολίδια πήρα τον δρόμο για το δημαρχείο μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα..

Στο χωριό των ξωτικών ο Κλεφτοχαμόγελος έδωσε διαταγή να ετοιμαστεί μεγάλο γλέντι για να γιορτάσουν την μεγάλη επιτυχία τους.
– Εεε Πέδρο κουτάλα, φώναξε ο Κλεφτοχαμόγελος τον μάγειρα των ξωτικών.
– Ετοίμασε γρήγορα την αγαπημένη μου βατραχόπιτα να φάμε όλοι και να ευχαριστηθούμε..
– Ο Πέδρο, το γερασμένο ξωτικό με το ζαρωμένο δέρμα, το καραφλό κεφάλι με τις τρεις γουρουνότριχες και τα λιγδωμένα ρούχα πήρε το καλάθι του για να πάει να μαζέψει τα υλικά που χρειαζότανε. Όμως μέσα στη βιασύνη του έχασε τα χοντρά γυαλιά του… Μάζεψε βατράχια και φρέσκες ουρές ποντικών μα όταν πήγε να μαζέψει και τις απαραίτητες για την πίτα τσουκνίδες δεν πρόσεξε πως ανάμεσά τους υπήρχε άφθονο υπνόχορτο…
– Να παίξουν οι μουσικοί, φώναξε ο Κλεφτοχαμόγελος, σήμερα θα καεί το πελεκούδι!!!
Ένα τρελό ξεφάντωμα άρχισε κι οι φωνές των ξωτικών τρόμαξαν όλα τα ζώα που πήγαν και κρύφτηκαν στις φωλιές τους.
Όταν σερβιρίστηκε η πίτα έπεσαν όλα με τα μούτρα στο φαί, γιατί είχαν ξελιγωθεί στο χορό κι έφαγαν μέχρι σκασμού.. Ένα – ένα όμως άρχισαν να χασμουριούνται και μετά από λίγο να πέφτουν σε βαθύ ύπνο…

Το άλλο πρωί κι ενώ τα ξωτικά κοιμόντουσαν του καλού καιρού, ο Δήμαρχος μάζεψε τους κατοίκους του χωριού και τους είπε πως με κάποιο ανεξήγητο τρόπο είχαν βρεθεί τα χριστουγεννιάτικα στολίδια κι επομένως θα στόλιζαν το μεγάλο πράσινο έλατο!
Πριν να γίνει αυτό όμως θα έπρεπε να νοικοκυρέψουν το χωριό που είχε γίνει άνω κάτω και γι΄αυτό θα χρειάζονταν κάποιοι εθελοντές για να βοηθήσουν στην προσπάθεια. Όλοι προσφέρθηκαν με χαρά και μέχρι να έρθει το βράδυ είχαν καθαριστεί οι δρόμοι και τα σπίτια και μετά μαζεύτηκαν οι καλύτερες μαγείρισσες του χωριού στο φούρνο κι έφτιαξαν μελομακάρονα, κουραμπιέδες και μελωμένες δίπλες για όλο το χωριό.
Κουρασμένοι αλλά χαρούμενοι κι αγαπημένοι μαζεύτηκαν νωρίς το βράδυ στην πλατεία κι αφού στόλισαν το μεγάλο έλατο, ο Δήμαρχος το φωταγώγησε με τα πολύχρωμα λαμπιόνια. Χριστουγεννιάτικες μελωδίες γέμισαν την ατμόσφαιρα κι έφταναν μέχρι το χωριό των ξωτικών που μουδιασμένα άρχιζαν να ξυπνούν ένα – ένα.

Όταν ξύπνησε ο Κλεφτοχαμόγελος δεν πίστευε στ΄αυτιά του. Έδωσε ένα σάλτο και ξεκίνησε για το χωριό για να δει τι συμβαίνει… Δεν χρειάστηκε να φτάσει γιατί από μακριά είδε το πανύψηλο έλατο να αστράφτει με τα πλουμιστά στολίδια και τα χρωματιστά του φώτα μέσα στη νύχτα. Κοκκίνισε κι έβγαζε καπνούς από τη μύτη από το θυμό του και γυρίζοντας στο χωριό τα έβαλε με όλα τα ξωτικά που τα θεωρούσε υπεύθυνα για ότι είχε συμβεί.
Την επόμενη μέρα ήταν κατσούφης και γκρινιάρης, δεν έτρωγε τίποτα , ούτε κάν ένα κομμάτι από την αγαπημένη του βατραχόπιτα… όλα του έφταιγαν. Μάταια τα άλλα ξωτικά προσπαθούσαν να τον διασκεδάσουν, κανένα αστείο δεν μπορούσε να τον κάνει να γελάσει, κι όσο δεν γελούσε τόσο έχανε τις ξωτικές του δυνάμεις κι αδυνάτιζε.

Όταν συμπληρώθηκε μια αγέλαστη μέρα του Κλεφτοχαμόγελου στα ξαφνικά έσπασε η λεπτή αλυσίδα που κρατούσε το πετράδι με το χαμόγελο της Ιρίνας και όλες οι κορδέλες με τα χαμόγελα των παιδιών κι έπεσαν στο χορτάρι. Το πετράδι έγινε αστερόσκονη που μαζί με τις κορδέλες τα πήρε ένα ελάφρό αεράκι και τα γύρισε στην Ιρίνα και στα παιδιά από τα οποία τα είχε κλέψει ο Κλεφτοχαμόγελος.
Μόλις το χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπο της Ιρίνας την ίδια στιγμή φύτρωσαν στους ώμους της τα φτερά της και απέκτησε ξανά την ελευθερία της. Πήρε τον αγαπημένο της τσαλαπετεινό και γύρισαν στη χώρα της Χαράς όπου ζουν ακόμα.
Ο Κλεφτοχαμόγελος είχε μικρύνει και είχε ζαρώσει τόσο πολύ που έμοιαζε με αράχνη κι όταν με τα χίλια βάσανα κατάφερε να πάει μέχρι το ποτάμι για να πιεί λίγο νερό τον κατάπιε μια πράσινη σαύρα!

Όσο για τα ξωτικά…. αφήστε τα αυτά… έχουν χρόνια να φανούν στο χωριό… Ακόμα μαλώνουν μεταξύ τους ποιος θα γίνει αρχηγός…