Καμπούριαζε. Σημάδι πως έφθανε η ώρα να σηκωθεί από το γραφείο. Μέρα έμπαινε, νύχτα έβγαινε. Το καμαράκι – γραφείο ήταν μικρό κ χαμηλό. Γέμιζε χνώτα, ιδρώτα και φωνές από άντρες. Σαν πήγαινε 8.45 άφηνε την καρέκλα κι έβγαινε στον αύλειο χώρο.
Έπαιρνε βαθιές ανάσες ν ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Απέναντι, πίσω απ’ το συρματόπλεγμα, το γνωστό παράθυρο με το κίτρινο φως. Πάντα ένιωθε δύο μάτια να ναι στραμμένα καταπάνω του και να τον παρακολουθούν. Μπορεί να ‘ταν η φαντασία του, μπορεί και κάποιος έγκλειστος, που λαχταρούσε τη θέση του.
Έστριβε γρήγορα από τα κτίρια και κατευθυνόταν προς την έξοδο. Μέσα στη νύχτα, ολομόναχος στη λεωφόρο περίμενε την αστική. Έδινε το αντίτιμο και έγερνε στο μισοάδειο λεωφορείο. Ελάχιστοι συγγενείς ασθενών κατέβαιναν από το παρακείμενο νοσοκομείο. Φάτσες κουρασμένες, κάποιες αναθαρρημένες, συζητούσαν για φάρμακα, ιάσεις κι ελπίδες.

Το λεωφορείο έτρεχε μέσα στη νύχτα περνώντας συνεργεία, μάντρες οικοδομικών υλικών και ερειπωμένα στέγαστρα. “Η ζωή μου όλη είναι ένα καμίνι” τραγουδούσε ο Καζαντζίδης, επιλογή του σημερινού οδηγού! Σε λίγο η αστική θα ‘μπαινε στην πόλη. Κατέβαινε πάντα στη στάση της εκκλησίας που παντρεύτηκε.
– Χαμένη ζωή, σκεφτόταν… εφτά χρόνια ανέλπιδα!
Κι ύστερα, άρχιζε το περπάτημα με βήμα κάπως ταχύ. Αυτές οι νυχτερινές διαδρομές ήταν το ξεφόρτωμα της έντασης του. Ήσυχες και διακριτικές, του δίναν χρόνο να αποφορτίζει τα μηνίγγια του. Δεν προμήνυαν εκπλήξεις, αντίθετα έκρυβαν φιλεύσπλαχνα τ ανθρώπινα.
Έκανε και σήμερα το χρέος του. Τουλάχιστον δεν έτρωγε τζάμπα το ψωμί του κράτους. Τους ωχαδερφισμούς και τα βολέματα τα ‘χε εξορίσει από την πάρτη του. 27 χρόνια στο κουρμπέτι “εν αρχή ην ο λόγος”. Ξόδεψε πολύ λόγο στα μαθητούδια του. Φέτος ήταν ο χρόνος της χρυσής σιωπής, ο έσω διάλογος. Λίγα και μετρημένα.

Απόψε, η τελευταία εικόνα προτού χωθεί στο σπίτι του ήταν ένα τεράστιο κόκκινο φεγγάρι, μισοφαγωμένο στην περίμετρο.
Όλα γέρναγαν μαζί του, επιλεκτικά και σοφότερα.