Ήμασταν λέει, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Όχι όμως στο μεγάλο που έπιαναν τα πλοία της γραμμής και ξεφόρτωναν κόσμο τους καλοκαιρινούς μήνες και εμπορεύματα όλους τους υπόλοιπους, αλλά στο μικρό στα ανατολικά της πόλης, που γνώριζαν οι ποιητές της πόλης σαν έπιναν τον καφέ τους κάτω από την τέντα, και σκάρωναν στίχους να αναπαραστήσουν τον κόσμο.
Πίναμε τον καφέ μας, φρέντο καπουτσίνο σκέτο εγώ, με δύο κουταλιές ζάχαρη εσύ. Περιμέναμε το ηλιοβασίλεμα να βάψουμε με θερμά χρώματα ότι ξεθώριασε την σχέση μας. Με γύρισες την πλάτη και ξάπλωσες μπρούμυτα στον βράχο το κορμί σου. Δίπλα σου σε χαρτοσακούλα, ζεστά βουτήματα με γέμιση σοκολάτας που σου αρέσουν. Τα μαύρα σου μαλλιά ξέπλεκα να κουνιούνται ελαφρά στο αεράκι. Τα μακριά σου πόδια, δρόμοι σε ορθή γωνία, να παίζουν με το κύμα και το πληγωμένο βλέμμα μου. Αν ήμουν γλύπτης θα μίλαγα για το τέλειο πρόπλασμα της Αφροδίτης που πρόδωσε τον κουτσό Ήφαιστο με τον Ερμή. Ήμουν όμως μόνο ένας ερωτευμένος, που γνώριζε καλά ότι οι δρόμοι αυτοί μπροστά στα λαίμαργα μάτια μου δεν οδηγούσαν σε κανένα προορισμό, ήταν ο προορισμός μου.
«Μη μου λες τίποτα! Μόνο μείνε μαζί μου», ακούω τον εαυτό μου να σου λέει. Δεν ήμουν κουτσός, ούτε άσχημος όπως ο Ήφαιστος, ήμουν όμως διαθετημένος να συνεχίσω να υπάρχω μαζί σου.
«Παράλογο», ακούω μια φωνή να ψιθυρίζει μέσα μου. Με την σιγουριά ενός μεγάλου χειρουργού που κάνει διάγνωση απαντώ βιαστικά στην φωνή. «σώπα μη σε ακούσει! Νοιώσε την ανάγκη μου και σώπα!
Εσύ παίζεις με το καλαμάκι του καφέ στο πλαστικό ποτήρι. Φυσάς δυνατά, δημιουργείς φουσκάλες που σκας με σχολαστική επιμέλεια, αργά πολύ αργά. Ένας γλάρος πέταξε και ήρθε δίπλα σου. Περιμένει μάταια να τον κεράσεις τα κουλουράκια του καφέ.
«Σε μία μέρα τυφλώθηκες, κουφάθηκες, μουγγάθηκες, δηλητηριάστηκες! Δεν σου φτάνει;», ακούω πάλι την φωνή να ψιθυρίζει μέσα μου!
«Δεν θέλω όμως να πεθάνω μακριά της» απαντώ στην φωνή. «Μοιάζεις με τρισάθλιο φτωχό καλλιτέχνη που προσπαθεί να διασφαλίσει εσωτερική ενότητα σε ένα έργο Τέχνης την ώρα που η μορφή καταλύεται!» επανέρχεται η φωνή.
Τρέμω σαν τα φύλλα στα δένδρα την ώρα που τα ξεριζώνει ο αέρας να τα στείλει στα άγνωστα κύματα. Τρέμω μη τύχει και άκουσες την φωνή. Μοιάζεις αδιάφορη, να κρατάς καθυστέρηση σε έναν αγώνα σικέ! Ο γλάρος στην άκρη του βράχου μοιάζει να γέρασε. Η φωνή μέσα μου αγωνίζεται να με κρατήσει στον βράχο! Εσύ δεν ήρθες ποτέ μαζί μου σε αυτό το λιμάνι, αυτό το απόγευμα! Έμεινες στην αγκαλιά του καινούργιου, για καινούργια ταξίδια!
Με βλέπω να μοιράζομαι τον χρόνο ζωής με το κύμα που έρχεται να με λυτρώσει από τον βράχο. Μοιράζομαι τον χώρο με την απέραντη θάλασσα.
Εδώ σε αυτό το λιμανάκι στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, ήθελα να ανάψουμε κερί στο εκκλησάκι της Παναγίας στην άκρη της προκυμαίας και να την βάλουμε μεσίτρια στην αγάπη μας. Ήθελα να σε πάρω σφικτά από το χέρι και να περπατήσουμε, κάποτε…