Το παρακάτω κείμενο είναι ένα απόσπασμα από την νουβέλα «Νοστραντάμα», της Φλώρας Γουγουλιά. Το διήγημα πήρε το Πρώτο Βραβείο στο διαγωνισμό “InterArtia 2012”. Όποιος θέλει να το διαβάσει ολόκληρο θα το βρει στη στήλη του blog «Ψηφιακή Βιβλιοθήκη» – «Digital Library»
…..

«O καιρός αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία», τραγουδούσε ο Σαββόπουλος από στο Δημοτικό ραδιόφωνο που έπαιζε στην κουζίνα την ώρα που ο Στέργιος τακτοποιούσε τα πλυμένα σκεύη του πρωινού. Και πραγματικά ο ουρανός είχε γεμίσει με γκρίζα σύννεφα και φυσούσε πολύ. Από το τζάμι της πόρτας της κουζίνας το απέναντι βουνό δεν φαινόταν καθόλου … σίγουρα θα χιόνιζε. Κάθισε στο τραπέζι και συμπλήρωσε μια πρόχειρη λίστα με μερικά πράγματα που έπρεπε να ψωνίσει, φώναξε στον μπάρμπα – Μήτσο να μη βγει έξω σήμερα, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και βγήκε. Η προεκλογική περίοδος για τις δημοτικές εκλογές ήταν στο τέλος της και στις κολώνες φιγουράριζαν οι αφίσες των υποψηφίων, σε μια εποχή που δεν παίζει ρόλο το ποιος είναι ικανός αλλά το ποιος θα πάρει το «χρίσμα» και θα μπει κάτω από την ομπρέλα του κόμματος. Κι ο διπολισμός καλά κρατούσε με τα δύο ισχυρά κόμματα να εναλλάσσονται στην εξουσία και μια αριστερά να ψάχνει την ταυτότητα της κατακερματισμένη και αναποτελεσματική.

Στο σουπερ – μάρκετ ήταν ο μοναδικός πελάτης κι αφού καλημέρισε τον ιδιοκτήτη του, τον Παναγιώτη τον Τσακανίκα, χάθηκε στο βάθος πίσω από τα ψηλά ράφια ψάχνοντας για τα πράγματα που ήθελε.
Ακούστηκε θόρυβος από μηχανάκι που σε λίγα δευτερόλεπτα σταμάτησε και φάνηκε η Αθανασία να σπρώχνει την πόρτα. «Τι γίνεται ρε Τσακανίκ, όλα καλά ;» ρώτησε τον Παναγιώτη με την χαρακτηριστική προφορά της. Εκείνος της ανταπέδωσε το χαιρετισμό, τη ρώτησε αν θέλει καφέ, γιατί είχαν φιλική σχέση – το συνήθιζαν που και που – και αφού πήρε καταφατική απάντηση παράγγειλε από το απέναντι καφενείο. Ο Στέργιος άκουγε από το βάθος ενώ συνέχιζε αργά να κάνει τις αγορές του χαζεύοντας στα ράφια μήπως και θυμόταν τίποτα άλλο που να του είχε ξεφύγει.
Η Αθανασία ήταν μια διάσημη προσωπικότητα του χωριού γιατί είχε το γραφείο τελετών, τέλος πάντων είχε μια συνεργασία με ένα μεγάλο γραφείο της πόλης και αναλάμβανε τέτοιου είδους «εκδηλώσεις». Τριγυρνούσε πάντα με τη βέσπα της φορώντας κράνος ποδηλάτη που έκανε το στυλ της πολύ πιο αεροδυναμικό και την φιγούρα της πιο παράξενη καθώς θύμιζε καλικατζαράκι με το αδύνατο αεικίνητο σουλούπι της και τα μυωπικά γυαλιά καρφωμένα στη σουβλερή μύτη να αντανακλούν τις σπίθες από τα παιχνιδιάρικα μάτια της. Όταν περνούσε, τα παιδιά έκαναν στην άκρη φωνάζοντας «στη μπάντα, ο Χάρος», αλλά αυτή δε θύμωνε, αντίθετα γελούσε και πολλές φορές κόβοντας ταχύτητα τους έλεγε «αα, ρε πιδούλια μ’ μη με φοβάστε εμένα… εγώ όποιον είναι να πάρω τον παίρνω έτοιμο… Να φοβόσαστε αυτούς που φτιάνουν τα σιδερικά και τις πυραύλοι κι αυτούς που πουλάνε τα χασίσια κι ετοιμάζουνε τουν κοσμάκι για τουν νεκροθάφτ» και γκαζώνοντας έφευγε.

Αν και πάντα ήταν σε εγρήγορση τώρα είχε ένα λόγο παραπάνω μιας και ήταν υποψήφια με τον έναν από τους δύο ισχυρούς συνδυασμούς που διεκδικούσαν τον δήμο, αυτόν του Πολυμέρη. Χωρίς να ξέρει ότι υπήρχε άλλος στο μαγαζί κάθισε στο σκαμπό που είχε ο Παναγιώτης και ρουφώντας μια γουλιά από τον ελληνικό της τον κοίταξε στα μάτια.
«Κάτσι, κάτσι να στα πω, να στα πω γιατί θα σκάσου» είπε στον Παναγιώτη τραβώντας τον από το μανίκι και παλουκώνοντας τον στην καρέκλα πίσω από το ταμείο. Πάντα τον προσφωνούσε με το επώνυμο χωρίς την κατάληξη και ποτέ με το μικρό του κι αυτός το είχε πλέον συνηθίσει και το έβρισκε φυσιολογικό.
«Δε βάζει το μυαλό σ’ τι μου έκανε του τέρας η Πολυμέρς. Τόσο καιρό μ΄ είχε από κοντά, Αθανασία κι Αθανασία για να με βάλει στο ψηφοδέλτιο, γιατί ξέρει ότι έχω πολλοί ψήφ’ και θα έπαιρνε και κανέναν από τις αριστεροί. Είπα κι εγώ θα μπω για το καλό του τόπου, γιατί πιστεύω στις άνθρωποι κι όχι στα κόμματα. Που λες Τσακανίκ μέχρι εδώ καλά… Με παίρνει τηλέφωνο που λες χτες το βράδυ το γαϊδούρ’ και τι μι λέει… επειδής, λέει, είναι συμπληρωμένο του ψηφοδέλτιου και θέλει να βάλει υποψηφιότητα η Αφεντούλα τ’ Χατζημήτρου που είναι κομματικιά , να παραιτηθώ και να της δώσω τη θέση μ΄…..!!! Τι λες ρε Πολυμέρ’ τονε λέω… είσαι σοβαρός; Και του βροντάω το τηλέφωνο. Δέε με ξέρει καλά, Τσακανίκ…. τώρα θα τη μάθει την Αθανασία…. Θα τον αφήσω να βράσει στου ζουμί τ’ Τσακανίκ και θα τον βλέπω και θα φχαριστιέμαι και στου τέλους ούτε παραιτιέμαι, ούτε τον εαυτό μ΄ θα ψηφίσω… και σ’ όλοι τς δικοί μου θα πω να μην τουν ψηφήσουνε. Και το καλό που σου θέλω Τσακανίκ μην μάθω ότι τον ψήφισες γιατί ούτε καλημέρα δε θα συ ξαναπώ κι ούτε σπίρτο δεν ξαναγοράζω από σένα… Ακούς εκεί του τομάρι… Μωρέ καλά να ΄μαστε κι είναι πολύ μεγαλύτερος από μένα… Θα του την κάνω τη συσκευασία…» είπε και ρούφηξε μονοκοπανιά τον καφέ. «Φεύγω», είπε, χωρίς να περιμένει κανένα σχόλιο από τον άλλο «Έχω δουλειά, πέθανε η Πόλις η Τσιγαρίδας» κι έφυγε σαν αερικό καβάλα στο μηχανάκι της.

Φτάνοντας ο Στέργιος στο ταμείο, ο Παναγιώτης φάνηκε να νοιώθει αμήχανα και για να προσπεράσει την πολιτική κουβέντα που ήταν σίγουρος ότι είχε ακούσει ο Στέργιος του είπε με κατήφεια «Πάει κι αυτός ο δόλιος…» Ο Στέργιος κούνησε καταφατικά το κεφάλι πλήρωσε κι έφυγε.
Μπαίνοντας στο σπίτι ένοιωσε ανακουφιστική τη ζέστη και πετώντας το μπουφάν σε μια καρέκλα της κουζίνας άρχισε να τακτοποιεί τα πράγματα. Στο μυαλό του ήρθε η φιγούρα του Πόλι του Τσιγαρίδα με τα σκούρα ρούχα του τη γκρίζα τραγιάσκα και το αβέβαιο βήμα. Την τελευταία φορά που τον είχε συναντήσει στο δρόμο πριν από μήνες φαινόταν χαμένος… Είχε μια σύντομη τυπική κουβέντα μαζί του και θυμάται ακόμα το άδειο βλέμμα του όταν του έλεγε «χάπια, παίρνω πολλά χάπια Στέργιο, αλλά δεν πονάω πουθενά..» Ο Πολυχρόνης ο Τσιγαρίδας όταν ήταν παιδί ήταν σαν όλα τα άλλα. Τέλειωσε το δημοτικό και μετά πήγε σε μια σχολή, έμαθε μια τέχνη κι ασχολιόταν με τα ηλεκτρονικά. Έφτιαχνε κανένα ηλεκτρικό σίδερο, καμιά τηλεόραση κι έβαζε κεραίες τηλεόρασης. Η μεγάλη του τρέλα όμως ήταν ο πειρατικός ραδιοφωνικός σταθμός του, το «Ράδιο Μέλοντι» όπως το έλεγε κι από Πολυχρόνης είχε γίνει γνωστός ως Πόλις ο Μελωδός. Στις εκπομπές του άκουγες τη βραχνή φωνή του μέσα από μικρά παράσιτα να λέει « το επόμενο τραγούδι το αφιερώνει ο Λάκης στην Πικραμένη παπαρούνα με αγάπη», ή « Ο Γιώργος με την κόκκινη Φλορέτα αφιερώνει στη φλογερή καλόγρια και θα την περιμένει στις εννια στο γνωστό μέρος» κι άλλα παρόμοια. Τα τραγούδια του Αλ Μπάνο και της Ρομίνα Πάουερ έδιναν τη θέση τους στο Ζαγοραίο και χωρίς κανένα ενδοιασμό πέρναγε από τον Ντέμη Ρούσο στο Χριστάκη και στο «θα ζήσω ελεύθερο πουλί», σε ένα πρόγραμμα όπου όλα ήταν επιτρεπτά. Κάποια στιγμή αρρώστησε από μια αρρώστια που του επηρέασε τα νεύρα κι από κει και πέρα τον πήρε η κατηφόρα. Όλοι στην αρχή μιλούσαν για τον Πόλι τον σάικο αλλά περνώντας ο καιρός κανείς δεν ασχολιόταν πια μαζί του.. Όσο ζούσε η μάνα του τον φρόντιζε. Πεθαίνοντας αυτή έμεινε μόνος σε ένα σπίτι που με τον καιρό κατάντησε ερείπιο όπως κι αυτός μέχρι που το σήμα του χάθηκε… Τώρα ο Πόλις ο Μελωδός θα εκπέμπει χωρίς παράσιτα από τη συχνότητα των άστρων…