Η επικαιρότητα χορεύει στους ρυθμούς της μεγάλης κρίσης που έχει ξεσπάσει με επίκεντρο το επαγγελματικό ποδόσφαιρο και τη διένεξη από τη μια πλευρά, του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης και από την άλλη του Ολυμπιακού.
Η κυβέρνηση επιχείρησε να παίξει το ρόλο του διαιτητή, αλλά για να μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους, το κάνει με εντελώς φάλτσα σφυρίγματα.
Τα όσα συμβαίνουν στο πρωτάθλημα είναι ακόμη μια απόδειξη του ξεπεσμού, της ανυποληψίας και της άνευ προηγουμένου ανεξέλεγκτης κατάστασης που επικρατεί με πρωταγωνιστές πανίσχυρους μεγαλοεπιχειρηματίες, που δεν ορρωδούν προ ουδενός, που θεωρούν ότι είναι πάνω από το νόμο ή μάλλον πολύ χειρότερα, που πιστεύουν ότι ο νόμος είναι οι ίδιοι.

Χοντρικά, αυτό βιώνουμε, με την Πολιτεία δυστυχώς ανίκανη να επιβληθεί στις ναπολεόντειες αξιώσεις αυτών των παραγόντων, οι οποίοι προφανώς χρησιμοποιούν τις ομάδες για να ενισχύουν την πολιτική και οικονομική επιρροή τους, έχοντας ως εμπροσθοφυλακή, ως στρατό, τους οπαδούς τους.
Επί του προκειμένου: Η χειροβομβίδα εξερράγη σε ένα πρωτάθλημα στο οποίο, το “φιτίλι” ήταν ήδη αναμμένο και τώρα βρισκόμαστε στη φάση μιας έκρηξης. Ελεγχόμενης; Ουδείς γνωρίζει, αλλά λίγοι στοιχηματίζουν υπέρ της εκτόνωσης της έντασης στη συνέχεια.
Με μια βιαστική και πρόχειρη κίνηση που δε λύνει το πρόβλημα, αφού εμφανίζεται να παραβιάζει το λεγόμενο αυτοδιοίκητο του ποδοσφαίρου, η κυβέρνηση κινήθηκε με μοναδικό γνώμονα τη μικροπολιτική. Δηλαδή τον πρόσκαιρο κατευνασμό των οπαδών του ΠΑΟΚ, οι οποίοι βρίσκονται σε αναβρασμό.
Με επικοινωνιακούς όρους για ακόμη μια φορά και με ερασιτεχνικό τρόπο επιχειρεί με έναν απλό πυροσβεστήρα να σβήσει μια πελώρια πυρκαγιά. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, φαντάζει αδύνατο να τα καταφέρει.
Και τι σκέφτηκαν από το Μαξίμου; Την Επιτροπή, που ο ίδιος ο υφυπουργός Αθλητισμού θέλησε να αλλοιώσει τη σύνθεσή της, αφού αντικατέστησε δύο μέλη της με δύο άλλα, χωρίς την έγκριση της Βουλής, έρχεται να την ακυρώσει και να αλλάξει τις αποφάσεις της, έχοντας αντιληφθεί ότι αν αυτές υλοποιηθούν και πέσει ο ΠΑΟΚ, η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δε θα μπορούν να σταθούν στη Βόρεια Ελλάδα.

Για να το πω διαφορετικά: Μπροστά στο ενδεχόμενο ο υποβιβασμός του ΠΑΟΚ να γίνει οι “Πρέσπες” της κυβέρνησης της ΝΔ, ο κ. Μητσοτάκης αποφάσισε τη νομοθετική ρύθμιση με αναδρομική ισχύ για να μην πέσει ο “δικέφαλος του Βορρά”.
Κι όλα αυτά, αφού πρώτα επιχείρησε μια μεθόδευση, που όπως φαίνεται θα ικανοποιούσε τις επιθυμίες της μιας ομάδας και του ενός επιχειρηματία, στη συνέχεια – για να το σώσει – αναθεωρεί, υποτίθεται για να ισορροπήσει και άρα να είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Πετυχαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο: Να δυσαρεστήσει και του μεν (ΠΑΟΚ) και τους δε (Ολυμπιακό), να γελοιοποιηθεί στα μάτια των υπόλοιπων που παρακολουθούν και τρίτον, να επιβεβαιώσει τον ρόλο του ουραγού που έχει το κράτος έναντι των απαιτήσεων του κάθε επιχειρηματία-ιδιοκτήτη ομάδας.
Το ερώτημα όμως, πέρα και πάνω από χρώματα στις φανέλες και συλλογικές προτιμήσεις, είναι ποιος αποφασίζει στον τόπο.
Αποφασίζει η Πολιτεία ή αποφασίζουν τα οικονομικά συμφέροντα του κάθε ολιγάρχη και η Πολιτεία άγεται και φέρεται;
Υπάρχουν θεσμοθετημένοι νόμοι και κανόνες; Κι αν, ναι τότε γιατί εφαρμόζονται ανάλογα με την περίπτωση και ανάλογα με το μέγεθος των αντιδράσεων και άρα του πολιτικού κόστους; Αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι παλαιότερα άλλα σωματεία π.χ. Ηρακλής, Ολυμπιακός Βόλου κ.α. υπέστησαν βαρύτατες κυρώσεις, χάνοντας κατηγορίες και συμμετοχές σε διοργανώσεις…

Δεν είναι σίγουρα πρωτόγνωρα αυτά τα φαινόμενα. Είναι όμως πρωτόγνωρη η αδυναμία της κυβέρνησης να το διαχειριστεί. Γι αυτό και όλοι οι πολίτες ακόμη και εκείνοι που αγαπούν το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό, χωρίς να είναι τυφλωμένοι από οπαδικά πάθη, έχουν κάθε λόγο να απογοητεύονται βαθύτατα από όσα συμβαίνουν, βλέποντας μια κυβέρνηση να έχει χάσει τη μπάλα και να μετατρέπεται σε κλοτσοσκούφι του κάθε μεγαλοπαράγοντα.
Εξυπακούεται ότι η ανησυχία δεν περιορίζεται μόνο στα ποδοσφαιρικά τεκταινόμενα, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο της πολιτικής ζωής της χώρας. Διότι, όταν τα οικονομικά συμφέροντα κάνουν κουμάντο και η πολιτική ηγεσία αρκείται σε ρόλο κομπάρσου και τροχονόμου, το πρόβλημα αφορά τη λειτουργία της δημοκρατίας.

Πηγή : ΕΦ.ΣΥΝ. Δημήτρης Κουκλουμπέρης