Eίναι κάποιες στιγμές που δε σε χωράει το σπίτι… αφήνεις ότι κάνεις και λες : «δεν πάμε πουθενά;» και βγαίνεις στο δρόμο… Με το αυτοκίνητο ή με τα πόδια στην πόλη ή στο χωριό κάποια στιγμή το «πουθενά» γίνεται «κάπου»… Όπως σήμερα που τα σύννεφα χαμηλώνουν για να αγγίξουν τις κορφές των βουνών, δυο παιχνιδιάρικες λαθραίες ακτίδες κάνουν τσουλήθρα στην πλάτη ενός λόφου, σπουργίτια και αγριοκαρδερίνες πετούν τρομαγμένα στον ήχο των βημάτων μας.

Τα κίτρινα των φύλλων των δέντρων αγαπιούνται με το φαιό των κορμών τους, τα πουρνάρια αφήνουν σκουροπράσινες πινελιές και τα άγρια βάτα θέλουν να μας αιχμαλωτίσουν γαντζωμένα στα μπουφάν, όπως στα στοιχειωμένα δάση των παραμυθιών..

Ένας υγρός και ολόφρεσκος αέρας γεμίζει τα πνευμόνια μας καθώς οι μικροί χορταριασμένοι χωματόδρομοι με φιδωτά τσαλίμια μας βγάζουν μπροστά στο ρέμα. Η φλυαρία του νερού που λέει τις ιστορίες από όσα μέρη έχει περάσει, δεν έχει τελειωμό. Πλατάνια και καβάκια, ροδιές παρηκμασμένες, καλαμιές, βράχοι και κοτρόνες, τα πουλιά και τα σύννεφα, μαζί και μείς το ακούμε…

Φεύγουμε κι εκείνο ακόμα λέει…