Ντάλα μεσημέρι, κατακαλόκαιρο…
Καθότανε στην υπερυψωμένη βεράντα και χάζευε στο πουθενά. Ένα ελαφρύ αεράκι πέρασε φουριόζικο από τα φύλλα του βασιλικού που στέναξε με ηδυπάθεια κι απ΄ την ανασαιμιά του μοσχοβόλησε ο τόπος. Μαγικό φίλτρο έγινε η μυρωδιά φτάνοντας στα ρουθούνια της κι ενεργοποίησε την ικανότητά της να φτιάχνει χαρές από το τίποτα, θαυματουργά ιάματα και θεραπευτικά συμπληρώματα για της ψυχής τα κενά.
Τα λουλούδια και τα κλαδιά από το ύφασμα της τέντας γίνανε κρεμαστοί κήποι, μια όαση δροσιάς στους τριανταέξι βαθμούς Κελσίου κι ήταν σίγουρη πως άκουγε παπαγάλους και παραδείσια πουλιά να τραγουδάνε την ώρα που ένα κολυμπρί χτυπούσε τα φανταχτερά φτερά του, πετώντας προς τα πίσω, στο ύψος των σκοινιών της μπουγάδας.
Μια χούφτα φως περνώντας λαθραία από την τέντα έπεφτε σε ένα κομμάτι από το λευκό μαξιλάρι της πολυθρόνας. Μόλις το παρατήρησε μεταμόρφωσε μέσα της τον κήπο σε ορμίσκο με ήσυχα νερά, πήρε το κομμάτι του μαξιλαριού και το έκανε λευκό πανί σε μια βαρκούλα και την έριξε πάνω στο νερό για να την ταξιδέψει. Η καρδιά της χτυπούσε ρυθμικά, είχε σχεδόν συντονιστεί με το τουκου – τουκου της μηχανής που έσκιζε το κύμα.
Μια δεκαοχτούρα που πέταξε χαμηλά μεταμορφώθηκε σε δελφίνι που αναπήδησε από τη θάλασσα που ήταν στην πραγματικότητα η καταπράσινη αγριάδα του κήπου. Όμως αυτές είναι λεπτομέρειες που είχε μάθει να τις ξεπερνά …
Όπως δυνάμωσε λίγο το αεράκι μπορούσε να ακούσει τώρα τον ήχο της θάλασσας. Ένας πεινασμένος γλάρος με μια θεαματική βουτιά σήκωσε ένα ψάρι μέσα από το νερό (ο σκύλος με ένα σάλτο είχε πιάσει στο στόμα του ένα μπισκότο που του πέταξε).
Μια γοργόνα καθισμένη σε ένα βράχο με πεταλίδες χτένιζε τα μαλλιά της τραγουδώντας
(στο ραδιόφωνο η Βουγιουκλάκη τραγουδούσε το «θάλασσα πλατιά, σ΄ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις») και λικνίστηκε στο μελαγχολικό σκοπό. Έψαξε να βρει το σκισμένο ψαθί της για να είναι πιο κοντά στο σκηνικό την ώρα που μακριά ακουγότανε το σφύριγμα ενός φερυ- μποτ (ένα φορτηγό κόρναρε στο δρόμο).
Έριξε μια βουτιά στα καταγάλανα νερά (κατέβηκε στον κήπο και έριχνε νερό στα πόδια της με το λάστιχο) κι η δροσιά αναζωογόνησε το κορμί της.
Έτρεξε ξανά στην όαση με τους κρεμαστούς κήπους , κάθισε σε μια πολυθρόνα κι έβαλε τα πόδια σε μια άλλη. Τώρα ακουγότανε μόνο το κύμα που την νανούριζε γλυκά…
Τα μάτια της έκλεισαν και ο ορμίσκος έγινε πέλαγος…