Η χρονιά ήτανε δίσεκτη και ο Μάρτης παγωμένος και «παλουκοκαύτης» όπως λέει η παροιμία, κι εγώ τα βρήκα εκείνο το μήνα παλούκια…
Μόλις είχα χάσει τον πατέρα μου μετά από ένα επιθετικό καρκίνο που τον νίκησε μέσα σε λίγους μήνες και έμεινα στα Γιάννενα με τη μάνα μου για ένα μικρό διάστημα. Έκανα τις μεταφράσεις μου για τον εκδοτικό οίκο που συνεργαζόμουν εξ αποστάσεως και o άντρας μου, ο Μίλτος στο σπίτι στην Αθήνα, τα βόλευε πότε τρώγοντας στη μάνα του και πότε παραγγέλνοντας απ΄ έξω.
Παρά τις ικεσίες μου να έρθει να μείνει μαζί μας στην Αθήνα, η μάνα μου αρνιόταν πεισματικά λέγοντας ότι «δεν αφήνει τον πατέρα μου ούτε πεθαμένο μόνο του» και «τί θα πει ο κόσμος ακόμα δεν τον θάψαμε» και «θα πεθάνω εγώ άμα με κλείσετε στο διαμέρισμα» και διάφορα άλλα κλισέ που τα περίμενα αλλά θεωρούσα χρέος μου να κάνω κάθε προσπάθεια να την μεταπείσω.
Σαν βοήθεια εξ ουρανού ήρθε η ξαδέλφη η Αγορίτσα, προσφάτως χηρεύσασα κι αυτή κι άκληρη που δύσκολα τα έφερνε βόλτα οικονομικά. Εκεί λοιπόν που είχα ιδρώσει να την πείσω να πάρουμε μια συγχωριανή να την βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού και για να της κρατά λίγο συντροφιά κι ήταν ανένδοτη, ήρθε η ξαδέλφη με την οποία τα πήγαιναν καλά από παλιά, ήταν νοικοκυρά και πλακατζού, φανατική οπαδός του δόγματος «οι ζωντανοί με τους ζωντανούς κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους». Με λίγη προσπάθεια ακόμη συμφώνησαν να μείνουν μαζί. Η μάνα μου θα είχε βοήθεια και παρέα κι η Αγορίτσα ένα χαρτζιλίκι και ζωή χαρισάμενη σε ένα σπίτι γεμάτο και με όλα τα «κομφόρτ» όπως έλεγε.

Ανακουφισμένη που βρέθηκε λύση που μας βόλευε όλους έφυγα το πρωί εκείνου του αξέχαστου Σαββάτου περιχαρής που θα έκανα έκπληξη στο Μίλτου που με περίμενε, όπως είχαμε κανονίσει, την Κυριακή.
Έφτασα αργά το μεσημέρι και βλέποντας στο τραπέζι της κουζίνας πιάτα και ποτήρια άπλυτα, πράγμα που δεν με εξέπληξε γνωρίζοντας πόσο ανοικοκύρευτος ήταν ο άντρας του σπιτιού, υπέθεσα πως είχε πέσει για ύπνο και μιας κι είχα τσιμπήσει κι εγώ κάτι στη διάρκεια της διαδρομής, δεν έβλεπα την ώρα να βγάλω τα ρούχα μου και να χωθώ στη ζέστη της αγκαλιάς του και των σκεπασμάτων. Νυχοπατώντας ανέβηκα τη σκάλα για να μην ξυπνήσω το πουλάκι μου που το άκουγα να βαριανασαίνει. Στο άνοιγμα της πόρτας τον είδα τον καραφλοκόρακα γυμνό κι ασθμαίνοντα πάνω στο κορμί άγνωστης ταυτότητας ξανθιάς φωνασκούσης «τι μου κάνεις Μίλτο μου».
«Τι κάνεις Μίλτο; Απάντησε στην κυρία…» άκουσα τη φωνή μου να λέει και δεν πίστευα πως ήταν η δικιά μου και πως θα μπορούσα ποτέ να είμαι τόσο ψύχραιμη μπροστά σε κάτι τόσο σοκαριστικά αναπάντεχο.
Με το πρόσωπο κατακόκκινο στα πρόθυρα εγκεφαλικού, τα μάτια σαν να είχαν πάθει εξόφθαλμο και τα εναπομείναντα μαλλιά στο στρογγυλό του ξεροκέφαλο κολλημένα στο μέτωπο από τον ιδρώτα, πετάχτηκε όρθιος κρύβοντας μες στα χέρια του τον υπεύθυνο του «Τι μου κάνεις…» που αναρωτιότανε η κυρία.
«Πότε ήρθες;» ήταν το μόνο που κατάλαβα να λέει ανάμεσα σε κάτι άλλα που τραύλισε, ενώ τα μάτια του έψαχναν εναγωνίως το σώβρακό του που το είχα εντοπίσει στη γωνιά του κρεβατιού και το έκρυβα με το πόδι μου κάτω από το πεσμένο πάπλωμα.
«Σε πεθύμησα» του είπα… Δεν θα με συστήσεις στην κυρία;» ρώτησα, ενώ είχα αρχίσει να μπαίνω σε μια φάση που γούσταρα τρελά σαν να μην ήμουνα εγώ που είχα φάει το κέρατο αλλά σαν να έγραφα σενάριο για ένα φιλμ απιστίας όπου μόλις είχα κερδίσει τον πρώτο ρόλο, αυτόν της απατημένης.
«Θα σου εξηγήσω» επανέλαβε ο Μίλτος κάνα δυο φορές πηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο σαν μαθητής που τον έχει βάλει ο δάσκαλος τιμωρία να στέκεται στο ένα πόδι, ενώ εξακολουθούσε να κρατά στα χέρια του «το όργανο του εγκλήματος».
Τον λυπήθηκα και με το τακούνι μου έσπρωξα μπροστά του το σλιπάκι του που μου έκανε μεγάλη εντύπωση από την πρώτη στιγμή που το εντόπισα, αλλά δεν εκδηλώθηκα… Ήταν μπορντό και με λεπτά λάστιχα, σχεδόν μικροσκοπικό συγκριτικά με τις άσπρες σωβράκες σε διάσταση σκηνής τεσσάρων ατόμων που γέμιζαν κάθε Σάββατο μαζί με τις τιραντέ λευκές φανέλες του τον κάδο του πλυντηρίου για να πλυθούν στους ενενήντα βαθμούς και μετά το σιδέρωμα να μυρίζουν μαλακτικό «άγρια ορχιδέα».
Το πήρε σαν κάτι πολύτιμο και το φόρεσε. Μου φάνηκε τόσο γελοίος καθώς το μισό κωλομέρι του ήταν απ’ έξω αλλά δεν μπορούσα να ασχοληθώ άλλο μαζί του γιατί εν τω μεταξύ είχε σηκωθεί από το κρεβάτι η παρτενέρ του που δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει το στητό στήθος της, τα μακριά πόδια και τους σαν δίδυμα φεγγάρια γλουτούς που τους υπογράμμισε το χρυσό κορδόνι του μεταξωτού της στρινγκ. Αντίθετα θα έλεγα πως οι κινήσεις της ήταν επίτηδες νωχελικές για να μου δώσει το χρόνο να μελετήσω τις αναλογίες της που πολύ απείχαν από τις δικές μου αλλά έκανα κόμπο την καρδιά μου και με ύφος ακομπλεξάριστο γυναίκας που κάτι τέτοια δεν την αγγίζουν της είπα :
«Θα σας παρακαλούσα να βάλετε τα κλινοσκεπάσματα στο πλυντήριο πριν φύγετε»
Εκείνη αφού φόρεσε το εφαρμοστό φόρεμα και τις κόκκινες γόβες της έσκυψε να μαζέψει τα σεντόνια αλλά ο ιππότης Μίλτος, της είπε κατηφής και με βαθιά φωνή :
«Άφησέ τα Μένια, θα τα μαζέψω εγώ… Καλύτερα να μας αφήσεις μόνους.»
Θέλοντας να το παρατραβήξω την κοίταξα κατάματα και της είπα :
«Κάτω από άλλες συνθήκες θα σας έλεγα να μείνετε για καφέ… κι ένα διάφανο γελάκι υπαινίχθηκε την ειρωνεία των λόγων μου.
Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήμουνα των κατινισμών, των σκηνών με τα μαλλιοτραβήγματα και των χαρακτηρισμών «αντροχωρίστρα», «πόρνη» κι άλλα κακά λόγια τετριμμένα και ίσως πιο ευφάνταστα που ξέρω αλλά δεν λέω ούτε γράφω…

Έτσι μείναμε μόνοι… Εγώ μπήκα για μπάνιο και μετά έπεσα στο δωμάτιο των ξένων και κοιμήθηκα σαν αναίσθητη, δίχως ίχνος ανησυχίας, δίχως στενοχώρια. Με την απόλυτη βεβαιότητα πως δεν θα έχανα ποτέ το Μίλτο που σαν άτακτο παιδί είχε φάει κρυφά γλυκό από το βάζο, τσαντισμένη ωστόσο, όχι για την ίδια την πράξη αλλά γιατί δεν μου την αποκάλυψε, προδίδοντας όχι την αγάπη μας αλλά την μεταξύ μας εμπιστοσύνη. Όταν θα ξυπνούσα θα είχα όλο το χρόνο να του κάνω τα καψώνια που θα οδηγούσαν στην εξιλέωσή του… Στον εξαγνισμό…
Ήταν περασμένες εφτά το απόγευμα όταν έβαλα την καφετιέρα και μοσχοβόλησε η κουζίνα από τον καφέ με άρωμα φουντούκι που έσταζε στάλα – στάλα στη γυάλινη κανάτα, σαν σε κλεψύδρα που μέτραγε τις μεταξύ μας στιγμές αμηχανίας.
Για να μην με πάρει μπάλα η κατάσταση και χάσω τον έλεγχο του παιχνιδιού, αφού τον ρώτησα αν θέλει καφέ, τον σερβίρισα με τον ίδιο τρόπο που εδώ και τριάντα χρόνια συνηθίζαμε. Για να μη νομίσει όμως ότι όλα ήταν ίδια πέρασα στον επόμενο αιφνιδιασμό..
-Δεν θα πάρεις τηλέφωνο τα παιδιά να τους πεις τα νέα σου;
-Τι εννοείς; Δεν νομίζεις ότι αυτό αφορά μόνο εμάς;
-Μπορεί να ζούμε χωριστά αλλά παραμένουμε οικογένεια, αντέτεινα. Τα σημαντικά γεγονότα της ζωής μας πρέπει να τα μοιραζόμαστε, είπα και μπούκωσα ένα μπισκότο κανέλας …Εκτός αν δεν υποστηρίζεις τις επιλογές σου ή ντρέπεσαι γι’ αυτές…( Τον είχα βάλει ήδη στο τηγάνι του μαρτυρίου του και τον τσιγάριζα σε χαμηλή φωτιά… ίσα να καραμελώσει).
-Εγώ δεν έχω σκοπό να αναστατώσω τη ζωή των παιδιών για μια ανοησία, για ένα στιγμιαίο αδίκημα… Θα το πεις εσύ; ρώτησε εναγωνίως
-Εγώ ούτε κουτσομπόλα είμαι ούτε παραβιάζω τα προσωπικά δεδομένα κανενός. Καθένας κρίνεται από τα έργα του. Άκουσε Μίλτο για να μην το κουράζουμε το θέμα, αν είσαι σε φάση ανανέωσης της ζωής σου εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα να βάλουμε μπροστά το διαζύγιο από αύριο κιόλας. Είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι, ζήσαμε μαζί μια ζωή… Εγώ θα σε στηρίξω ότι κι αν αποφασίσεις είπα με την ίδια ειλικρίνεια που λες σε έναν ετοιμοθάνατο «μια χαρά σε βλέπω σήμερα» και τον χτύπησα φιλικά στον ώμο.
Εκείνος πετάχτηκε όρθιος και πήγε να με αγκαλιάσει λέγοντας «Εσύ ήσουν και θα είσαι η μόνη γυναίκα της ζωής μου».
-Χτες το μεσημέρι που «καβάλα στο δελφίνι τον κόσμο γύριζες» δεν σε απασχολούσε πολύ αυτό… του είπα κι αποτραβήχτηκα. Για μένα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα! Χτες το μεσημέρι έθαψα τον εραστή μου, τον άντρα που αγάπησα…! Βιώνω την απώλεια σου σαν χήρα… (Το ταλέντο μου ξετυλίγονταν αβίαστα… κεντούσα στον καμβά που μου είχε στρώσει ο Μίλτος και κάθε βελονιά μου ήταν καρφί στην καρδιά του).
Έφτυσε τον κόρφο του και έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι του. Έφερε δυο τρεις στροφές απελπισίας γύρω από το τραπεζάκι από ξύλο τριανταφυλλιάς και σωριάστηκε στην πολυθρόνα του.
-Εσύ αυτό θέλεις; Με ρώτησε.
-Εσύ είχες την πρωτοβουλία των αλλαγών, οπότε εσύ πρέπει να αποφασίσεις… Ωστόσο έχω μια εναλλακτική πρόταση. Για μένα δεν υπήρξες μόνο σύζυγος και εραστής. Ήσουν ένας υπέροχος φίλος. Μαζί σου περνάω καλά! Δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να συνεχίσουμε να συγκατοικούμε και συγχρόνως να κάνει ο καθένας τη ζωή του.
-Τι εννοείς;
-Θα συνεχίσουμε να μένουμε μαζί, να τρώμε μαζί, να κάνουμε παρέα και να βγαίνουμε αν το θέλουμε μαζί αλλά θα μπορείς να φέρνεις άνετα την κυρία….(έκανα πως τάχα προσπαθούσα να θυμηθώ το όνομα της ακατανόμαστης) και να συνυπάρχουμε όπως ενδεχομένως να φέρω κι εγώ αύριο μεθαύριο κάποια νέα γνωριμία… Ίσως όλο αυτό να μας βγει σε καλό, να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας μέσα από αυτή τη συνθήκη…
Ο πνιγμένος από τα μαλλιά πιάνεται κι ο Μίλτος γαντζώθηκε από την πρόταση και γύρναγε σα δαρμένο κουτάβι στο σπίτι. Η κυρία δεν ξαναφάνηκε…

Εν τω μεταξύ κανόνισα μέσω μιας φίλης να βρω… την καινούρια γνωριμία…
Ήταν ένας παιδικός της φίλος απόλυτα έμπιστο άτομο και ήταν διατεθειμένος να βοηθήσει. Βρεθήκαμε κάνα δυο φορές οι τρείς μας για καφέ και για να του δώσω τις απαραίτητες πληροφορίες. Ήταν πολύ ευχάριστος άνθρωπος, καλλιεργημένος, ένας κομψός και όμορφος άντρας στην ηλικία μου, που δεν περνούσε απαρατήρητος. Ότι ακριβώς χρειαζόμουν. Έτσι κάποιο απόγευμα τον παρουσίασα στον Μίλτο που προσπάθησε ανεπιτυχώς να κρύψει την αμηχανία του με το που είδε τον Ευριπίδη να μου προσφέρει τα αγαπημένα μου λουλούδια (που είχα προπληρώσει σε συγκεκριμένο ανθοπωλείο) και να με φιλάει στο μάγουλο.
….
Στον διάστημα που πέρασε ο Ευριπίδης με έπαιρνε τηλέφωνο, ώρες που ήξερα ότι ο Μίλτος ήταν σπίτι και υποτίθεται κανονίζαμε να βγούμε έξω, οπότε εγώ πήγαινα μόνη σινεμά ή σε καμμιά φίλη για καφέ ή για μπιρίμπα. Δυο άλλες φορές που ήρθε στο σπίτι προτίμησα να μου φέρει τούρτα σοκολατίνα για να μην πηγαίνουν χαμένα τα λεφτά μου. Την τελευταία φορά μάλιστα που συνυπήρξαν κόντευαν να πλακωθούν για τα πολιτικά. Ο Ευριπίδης ήξερε από μένα τις αριστερές ιδέες του Μίλτου και το ‘παιζε φιλελεύθερος για να του την πει. Έλεγε ότι το πιο δοκιμασμένο και πιο ανθεκτικό πολιτικό σύστημα είναι ο καπιταλισμός γι’ αυτό και επικράτησε στον πλανήτη. Ο Μίλτος κουνούσε απελπισμένος την σκισμένη του κομμουνιστική παντιέρα κι έλεγε ότι ο καπιταλισμός επικράτησε γιατί έχει σαν εργαλεία του την κατάχρηση της εξουσίας και τη διαφθορά. Αλλάζει προσωπεία αλλά ο στόχος του μένει πάντα ο ίδιος : η σκλαβιά κι η εκμετάλλευση των πολλών για να την βγάζουν κοτσάνι οι λίγοι. Κι ενώ έλεγε αυτά εγώ θυμόμουν τις μέρες που τρέχαμε όπου απεργία κι όπου διαδήλωση και νοστάλγησα τις εποχές που οι μπάτσοι μας έκαναν μπλε μαρέν στο ξύλο.
Ο καλός μου ο Μίλτος, είχε χάσει κιλά, έβαζε τα ρούχα του μόνος στο πλυντήριο και τον έβλεπα να τα απλώνει στην απλώστρα με μια απελπισία που με έκανε να τον λυπάμαι καθώς κοίταζα τα άλλοτε κατάλευκα σώβρακά του να έχουν στάμπες από διάφορα χρώματα, αφού τα έβαζε μαζί με τα χρωματιστά σ’ όποιο πρόγραμμα να ‘ταν.
Κατά τα άλλα περνούσαμε καλά. Μιλούσαμε, γελούσαμε, του έφτιαχνα τάχα τυχαία τα αγαπημένα του φαγητά και γλυκά, βλέπαμε ταινίες, βγήκαμε μια φορά έξω, αλλά μόλις παραζεσταινόταν η ατμόσφαιρα έπαιρνα τηλέφωνο τον Ευριπίδη ή έβγαινα έξω υποτίθεται για να τον συναντήσω.
….
Κάπου το πράγμα είχε αρχίσει να με κουράζει. Ο Μίλτος είχε βολευτεί σ’ αυτή τη λύση του να με έχει και να μη με έχει. Έπρεπε να δώσω ένα οριστικό τέλος στην ιστορία, να παίξω την τελευταία σκηνή του έργου.
Ήταν βράδι και πίναμε κρασί όταν του είπα ότι την επόμενη θα ερχόταν ο Ευριπίδης να με πάρει για να πάμε μαζί ένα τριήμερο στην Πράγα.
Στην ΠΡΑΓΑ;! Γούρλωσε τα μάτια του ο Μίλτος που τόσα χρόνια τον είχα ζαλίσει να με πάει σ΄ αυτή την πόλη που είχα φάει κόλλημα και όλο κάτι προφασίζονταν και ποτέ δεν με πήγε.
Τώρα θα πήγαινα στον προορισμό των ονείρων μου με έναν άλλο… Σε μια ερωτική πόλη με έναν άντρα που δεν θα ήταν αυτός… Με καληνύχτισε και πήγε για ύπνο χωρίς να τελειώσει το κρασί του.
Την άλλη μέρα ο Ευριπίδης έξω από το σπίτι με καλούσε να κατέβω για να φύγουμε για το υποτιθέμενο ταξίδι. Ενώ ο Μίλτος θα νόμιζε ότι ερωτοτροπώ στην Πράγα, εγώ θα βρισκόμουν μόνη στο εξοχικό της φίλης μου στον Ωρωπό. Άνοιξα την πόρτα κι έσπρωξα την βαλίτσα έξω προς τη σκάλα. Είχα κατέβει τα δυο πρώτα σκαλιά όταν άκουσα το Μίλτο να μου φωνάζει σπαραξικάρδια σαν πρωταγωνιστής ελληνικής μελό ταινίας : «Μη φεύγεις, μη μου το κάνεις αυτό, εγώ θα σε πάω στην Πράγα…». Γύρισα να τον κοιτάξω και πριν προλάβω να πω λέξη, τον είδα στην προσπάθειά του να με φτάσει να γλιστράει και να κατεβαίνει σωρός κουβάρι τα δεκαπέντε μαρμάρινα σκαλιά.
…..
Τον πήρα από το νοσοκομείο με το πόδι του στο γύψο. Τον έβαλα να καθίσει στην πολυθρόνα του και σε ένα μαξιλαράκι που έβαλα πάνω στο τραπεζάκι από ξύλο τριανταφυλλιάς ακούμπησα το πόδι του. Πήρα ένα κόκκινο μαρκαδόρο κι έγραψα πάνω στο γύψο, έτσι όπως κάναμε παιδιά σε παρόμοιες περιπτώσεις φίλων μας : «Είμαι ο δρόμος σου, κράτα σταθερή πορεία» . Από κάτω έκανα μια καρδιά με τα αρχικά μας κι έγραψα love for ever. Πήρε τα χέρια μου μέσα στα δικά του, τα φίλησε τρυφερά και μετά τα ακούμπησε στο πρόσωπό του. Το μάγουλό του ήταν υγρό . Τον είχα εξαγνίσει…