Μια φεγγαράδα…
Γράφει η Φλώρα Γουγουλιά

Είδαν το φεγγάρι ολόγιομο να βγαίνει δειλά πίσω από το βουνό τυλιγμένο με μια αχνοκόκκινη αχλή που την άφηνε πίσω του σαν περιττό ρούχο καθώς ανέβαινε ψηλά στον ουρανό. Κάθονταν αραχτοί στις ξύλινες πολυθρόνες, στο μπαλκόνι, με τις σαγιονάρες πεταμένες δεξιά κι αριστερά και κάποια στιγμή τα χέρια τους σμίξανε, τα δάχτυλα μπλέχτηκαν, τα μάτια είπαν κάτι όμορφο που δεν ήθελε απάντηση…

Μετά από κάποια ώρα και με τον πρόλογο κάνα- δυο χασμουρητών εκείνος της άφησε στα χείλη μια καληνύχτα και πήγε για ύπνο.
Εκείνη βολεύτηκε πιο βαθιά στην πολυθρόνα, πήρε μια γερή γουλιά από την δεύτερη σαγγριά που άφηνε τον δροσερό της ιδρώτα στο κολονάτο ποτήρι κι άναψε ένα τσιγάρο… από τα κομμένα… Ο καπνός έκανε έναν μακρύ δρόμο που τον ακολούθησε με το βλέμμα της και πέρα από το τελείωμά του, στο βάθος του ουρανού. Χαμήλωσε τη μουσική, να ακούγεται τόσο απαλά σαν να ήταν ένα διάφανο σάλι ριγμένο στην πλάτη της νύχτας. Χαμένη όπως ήταν στον ρεμβασμό της σαν κάτι να σάλεψε παράξενα στην πίστα του ουρανού…

Τ΄ άστρα σαν να μαζεύτηκαν πιο κοντά στο φεγγάρι, σκιές αερικών παράξενες στροβιλίζονταν χαρούμενα, νεράιδες και ξωτικά που χρόνια κρατούσαν κριμένο το κλεμμένο κλειδί από το κελάρι που φύλαγαν οι θεοί του Ολύμπου το νέκταρ τους, πίναν και κέρναγαν αβέρτα το φεγγάρι κι όποιον ερχότανε σαν να είχε λάβει πρόσκληση για μια μεγάλη γιορτή. Κι έρχονταν αρχάγγελοι με τις ρομφαίες τους, ουρί του παραδείσου και ροδαλά αγγελάκια. Μάγισσες καβάλα στις σκούπες τους διέγραφαν περίεργες τροχιές, οι νεράιδες κουνούσαν τα ραβδιά τους κι έπεφτε αστερόσκονη, φτερωτοί δράκοι ξεφυσούσαν φωτιές που πυράκτωναν τα άστρα και τα έκαναν φωτεινότερα, μονόκεροι παίρναν στο κατόπι τον κατάλευκο Πήγασο…

Ο Μπάτμαν με την μπέρτα του να ανεμίζει έκανε κόντρα με τον Αλαντίν που ισορροπούσε επιδέξια πάνω στο μαγικό χαλί του αλλά στα τελευταία μέτρα τους έτρωγε ο Αϊ Βασίλης, με κόκκινο μαγιό πάνω στο πειραγμένο έλκηθρό του, τους άφηνε να φάνε τη σκόνη του κουνώντας τους το μεσαίο δάχτυλο ενώ αντιλαλούσε το σαρκαστικό του χο- χο – χο..!

Οι λαμπυρίδες γέμιζαν τα δέντρα και τους θάμνους θέλοντας να κάνουν τη γη προέκταση του ουρανού, νυχτερίδες έκαναν χαμηλές πτήσεις κι οι κουκουβάγιες σιγοντάριζαν τους γρύλους.

Ένοιωθε πως τούτη τη βραδιά όλοι ήταν σε ερωτικό mood, καινούρια φιλιά και ξεχασμένα χάδια θα ξύπναγαν τα κορμιά ακόμα και σε μερικά τυχερά ηλικιωμένα ζευγάρια θα άλλαζε η σύσταση στα βραδινά τους χάπια και θα εκ τίναζε τη λίμπιντο τους, οδηγώντας τα σε αχαλίνωτες ερωτικές συνευρέσεις, τόσο που κάποιοι γέροι δεν θα ξυπνούσαν το άλλο πρωί παρά θα τους έβρισκαν κρύους στο κρεβάτι με ένα τεράστιο χαμόγελο ευδαιμονίας να ειρωνεύονται το χάρο που του την έσκασαν και πέθαναν πάνω στην ψιλότερη καμπύλη ενός θεαματικού πηδήματος και δεν του έδωσαν την χαρά να τους πάρει παραδομένους στη φθορά, αμπαλαρισμένους σε ένα νοτισμένο μπεϊμπι-λίνο.

Η καρδιά της άλλαξε για κάποια δευτερόλεπτα το ρυθμό της, το στήθος της ήταν μια σάρκινη τσέπη κι η καρδιά ένα κινητό στη δόνηση που την σκουντούσε να καταλάβει, να αισθανθεί, τα τόσα πολλά μικρά τίποτα που αν τα μαζέψεις φτιάχνεις το υλικό που πολλοί λένε ευτυχία.