Το σπίτι ξύπνησε από το πρωϊνό φως. Οι κουρτίνες σάλεψαν σαν βλέφαρα αγουροξυπνημένου. Στο άνοιγμα των παραθύρων ένα αεράκι διάφανο, σχεδόν αδιάκριτο πέρασε μέσα, χόρεψε με τα σωματίδια της σκόνης που αιωρούνταν στο φως, επιθεώρησε τις κάμαρες. Πέρασε στα πνευμόνια της, ανακάτεψε περισσότερο τα μαλλιά της, έκανε παιχνίδι με τη μισάνοιχτη ρόμπα της.
Δεν εύρισκε την αριστερή παντόφλα, κάτι είπε μέσα απ΄ τα δόντια και περπατώντας με τις κάλτσες πήγε στο μπάνιο. Δροσερό νερό πάνω στο απότιστο πρόσωπό και γεύση δυόσμου στο στεγνό από τον ύπνο στόμα.
Ο βραστήρας με ένα ψίθυρο που έμοιαζε με τον φλοίσβο των κυμάτων της έδωσε το νερό στη θερμοκρασία που επιθυμούσε για να γεμίσει την παλιά κούπα με τα ξεβαμμένα γράμματα από ένα μότο του συρμού. Πίνει την πρώτη γουλιά από τον καφέ χωρίς καφεΐνη… ένα μικρό ζεστό ρυάκι κύλησε ήσυχα μέσα της. Κοίταξε έξω από το παράθυρο της κουζίνας.

Αχ ο φετινός Μάης είχε τόσες βροχές… Αν δεν έβλεπε το τόσο πράσινο, τις τριανταφυλλιές φορτωμένες, το σκυλάκι κατακίτρινο, τη ροδιά να δένει τα πρώτα ρόδια, το αγιόκλημα και το γιασεμί να μοσχοβολούν, θα έλεγε πως ήταν φθινόπωρο.
Έξω κάνει ζέστη, γυρνάει στο σπίτι με ένα παλιό μακό κι ένα τζιν. Κάτι ψάχνει… δεν είναι πράγμα, είναι μια αίσθηση, μια έλλειψη, μια επιθυμία… κάτι απροσδιόριστο. Στον νεροχύτη η κούπα του καφέ και κάνα δυο πιάτα από το περασμένο βράδυ. Το κρεβάτι άστρωτο, τα σεντόνια ζαρωμένα φυλακίζουν μέσα στις κουρασμένες πτυχές τους τις μυρωδιές των σωμάτων. Βρίσκει την παντόφλα στην άλλη μεριά του κρεβατιού.
Μια στοίβα ασιδέρωτα ρούχα την κοιτά επιτακτικά δίπλα απ΄ την ντουλάπα. Αρχίζει να σιγοτραγουδά κάτι παλιό κι αγαπημένο… Οι νότες βγαίνουν στραπατσαρισμένες, φάλτσες αλλά η καρδιά της τραγουδάει σωστά… Κάποτε τραγουδούσε όμορφα… τώρα πιά μόνο σιγοτραγουδά, με συστολή, με επιφύλαξη.
Ντομάτες, πιπεριές κολοκύθια και κρεμμύδια, αραδιασμένα πάνω στον πάγκο της κουζίνας, Το ταψί, κρύος ασημένιος δίσκος περιμένει άδειο πιο πέρα. Υποσχέθηκε να φτιάξει γεμιστά, ορφανά όπως αρέσουν σε όλους με δυόσμο αντί για μαϊντανό γιατί φέρνει δυσπεψία στον άντρα της και λίγο πλιγούρι μαζί με το ρύζι. Να έχει και λίγο ζουμάκι … μη βγούνε στεγνά. Το κόκκινο της ντομάτας την τρελαίνει…Μια λάμψη στο μάτι, μια σπίθα στο μυαλό…

Ένα παλιό μικρό καβαλέτο, μισογεμάτα σωληνάρια και μπουκάλια με χρώματα από την αποθήκη κι ένα κομμάτι γυψοσανίδα που βρέθηκε τυχαία και θα έπαιζε το ρόλο του καμβά και… να την !!! Πικάσο στη μέση της αυλής. Πώς ήθελε να μπορεί να ζωγραφίζει… Όπως ήθελε να είχε καλή φωνή… αλλά ούτε το ένα χάρισμα είχε ούτε το άλλο.
Της άρεσε όμως να ανακατεύει τα χρώματα, να δημιουργεί αποχρώσεις, σκιές και κίνηση πάνω στον καμβά, να κάνει πειράματα με κόλλες και παράξενα υλικά κι ότι άλλο της κατέβαινε στο κεφάλι και να φτιάχνει ιστορίες παράξενες με το μυαλό της κοιτάζοντας εκ των υστέρων τις δημιουργίες της.
Και να που παίρνει ένα κομμάτι ουρανό και της ροδιάς το κόκκινο, του δυόσμου το πράσινο, παίρνει και καφέ και πορτοκαλί και ροζ και μωβ και τότε αρχίζει να τραγουδά, χωρίς να το καταλάβει δυνατά… και χαίρεται και γεμίζει το μακό μπλουζάκι πιτσιλιές και τα χέρια με χρώματα και μουτζουρώνεται η συστολή και διαγράφεται η επιφύλαξη.
Και χαίρεται πιο πολύ γιατί μπορεί να μην ξέρει να τραγουδά και να ζωγραφίζει αλλά κάτι έμαθε από την τέχνη, του να ανακαλύπτει την ομορφιά της ζωής, στα μικρά, τα αναπάντεχα, τα συνηθισμένα, τα εμφανή και τα αφανέρωτα αυτού του κόσμου.

Η πρόβλεψη του καιρού βγήκε σωστή…
Άχ αυτός ο παράξενος Μάης… πάλι πήρε να ψιχαλίζει… Τρέχει με τον παράξενο πίνακα και τα σύνεργα στα χέρια ενώ πινέλα και χρώματα πέφτουν πίσω της κι αυτή γελά… Είχε υποσχεθεί να φτιάξει γεμιστά… Ίσα που προλαβαίνει…