Είχε βρέξει από βραδύς κι όπως ήταν Απρίλης μήνας η υγρασία περόνιαζε τα κόκκαλα. Το κρεββάτι όμως ήταν ζεστό και την κράτησε το πρωί λίγο παραπάνω στη θαλπωρή της αγκαλιάς του. Ευτυχώς τα ρεβίθια που είχε αγοράσει από τον Στρατή τον μπακάλη (παρόλο που ήξερε ότι την είχε πειραγμένη τη ζυγαριά και έκλεβε) ήταν βραστερά κι έτσι το φαγάκι της δώδεκα η ώρα ντάν ήταν έτοιμο. Έστρωσε τη μια μεριά από το παλιό τραπέζι με μια καρό πετσέτα που ίσα ίσα χωρούσε το πιάτο της που έκαιγε και μόλις που πρόλαβε να το ακουμπήσει. Έβαλε και λίγες ελίτσες πατητές που τις άρεσε να τις κάνει με θρούμπι, έκοψε κι ένα λεμόνι που το έστυψε μπόλικο – μπόλικο πάνω στα χυλωμένα ρεβίθια και μοσχομύρισε ο τόπος.
Έβαλε και δυο κρασοπότηρα αντικριστά, το δικό της και του άντρα της, του Παναγιωτάκη της. Τι κι αν ήξερε ότι δεν θα φανεί ούτε και σήμερα, αυτή σε κάθε γεύμα έβαζε το ποτήρι του και το γέμιζε με κρασί και πριν πιεί την πρώτη γουλιά από το ποτήρι της τσούγκριζε με το δικό του… Τι να πει… στην υγειά μας; Δέκα χρόνια ήταν που την είχε χάσει την υγειά του ο Παναγιωτάκης. Όχι, δεν λυπότανε πια όταν τον έφερνε στο μυαλό της. Έφυγε ντούρος, ορθός όπως ήθελε.. Χορτασμένος δουλειά αλλά και χαρά. Γιατί τη ζωή την χαιρότανε και τη ζούσε ο Παναγιωτάκης της. Με τους φίλους, με τη γυναίκα, με τα παιδιά, με τους συγγενείς, ακόμα και με τα ζώα ήταν άνθρωπος με Άλφα κεφαλαίο. Όσο για την δικιά της την υγεία, δεν ήθελε να την σκέφτεται… Τα κόκαλά της κροτάλιζαν όπως εκείνου του πλαστικού σκελετού που είχαν στο σχολείο, στο γραφείο του κυρίου διευθυντή, να δεις πως τον έλεγαν…Μαριδάκη… Μακράκη.. Ρε δεν πάει στο διάολο όπως και να τον έλεγαν. Σκατά στον τάφο του… μόνο να τους βαράει ήξερε και να τους εξευτελίζει. Μικρά παιδιά και τους είχε γίνει το σχολείο εφιάλτης και κολαστήριο..
Σκούπισε το πιάτο της με την τελευταία μπουκιά ψωμιού και στράγγισε το ποτήρι στο ανοιχτό στόμα κτυπώντας τον πάτο δυο φορές για να πέσει κι η τελευταία σταγόνα. Η τηλεόραση έδειχνε ειδήσεις και σήκωσε τα μάτια να δει γιατί από ακοή δεν ήταν και στα καλύτερά της… Μπόμπες, πύραυλοι και σκοτωμοί.

Να αγιάσουν τα κόκαλα αυτουνού που έφτιαξε το κρασί και να καίγεται στην κόλαση όποιος έφτιαξε τα λεφτά!
Όλα τα κακά στον κόσμο από τα λεφτά γίνονται…Ποιος θα μαζέψει τα πιο πολλά, κι ας είναι και του διπλανού ή του ορφανού και της χήρας… Ας είναι κι άτιμα.. Και έρχονται μετά κι οι πόλεμοι κι οι σκοτωμοί κι ο χαλασμός.. Να μαζεύουνε λεφτά οι λίγοι που πουλάνε τα όπλα του χαλασμού και μετά οι ίδιοι να πουλάνε εργαλεία και υλικά για να φτιάξουν από την αρχή τον κόσμο που αυτοί βοήθησαν να χαλαστεί. Πόσο παράλογος κι άδικος ήτανε τούτος ο κόσμος… Τυχερός όποιος δεν έζησε σε δύσκολους καιρούς.
Μάζεψε τα πιατικά και τα έβαλε στη γούρνα του παλιού μαρμάρινου νεροχύτη. Η βρύση έσταζε πάλι με αργό τέμπο κι ο Βαγγέλης ο υδραυλικός δεν είχε έρθει ούτε και σήμερα. Πήρε κάτι αποφάγια σε ένα λεκανάκι, έτριψε μέσα και κάτι ξεροκόμματα και βγήκε στην αυλή. Τα μάτια θαμπώθηκαν από το λαμπρό φως και στην πόρτα πίσω της φαινόταν σαν να βούλιαζε η κάμαρη στο σκοτάδι.
Πρώτα έριξε στις γάτες που μαζεύτηκαν γύρω και μπερδεύονταν στα πόδια της κάνοντάς την να παραπατά και να τις μαλώνει με τα ονόματά τους:
-Κάνε στην άκρη Λιγούρη, κουνήσου Κεφάλα θα τα φάνε όλα οι άλλοι… Μόνο την Κανέλα την έπαιρνε αγκαλιά λίγο παράμερα και της έδινε τον καλύτερο μεζέ γιατί ήταν γκαστρωμένη και την περιποιότανε.
Μετά πήγε στο κοτέτσι και έριξε και στις κότες και πήρε τα αυγά. Είχε πλούσια τα ελέη… Το ψωμί , το λαδάκι της από το χωραφάκι στους πρόποδες του λόφου, τα αυγά από τις κοτούλες, έβαζε και το μπαξέ της χειμώνα καλοκαίρι και πορευότανε. Είχε και τη σύνταξη που ίσα- ίσα έφτανε για το ρεύμα. τα ξύλα της χρονιάς και τα φάρμακά της. Η κυβέρνηση λέει θα έδινε «κοινωνικό επίδομα » στους αδύνατους. «Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι»…

Πρώτα σου τα παίρνουν όλα για να γίνεις αδύνατος και μετά σου δίνουν ένα τίποτα από αυτά που σου πήρανε και πρέπει να είσαι κι ευχαριστημένος.. Ανάθεμα τα πτυχία τους και τη μόρφωσή τους… Γιατί το δίκιο να μην είναι ίδιο για όλους; Αχ, θα φύγει από αυτόν τον κόσμο κι ίδιος και χειρότερος θα γίνεται κάθε μέρα…
Πότε να έρθει το καλοκαίρι, να κατεβαίνει στο γιαλό… Να φοράει τα πλαστικά παπουτσάκια που της είχε φέρει η κόρη της για να μην πατάει τους αχινούς πέρα από τα βραχάκια που της άρεσε να κολυμπάει για να μην την βλέπει κανένας και να ξανοίγεται στη θάλασσα… Και τότε να γίνεται ένα παράξενο πράμα, σαν ας πούμε το νερό να παίρνει τα γεράματα από το σώμα και να γίνεται γοργόνα, ίδια με την αδελφή του Μεγαλέξαντρου… Να μην το βλέπει αλλά να το νοιώθει… Κι εκεί στα βαθιά πάντα να κολυμπάει δίπλα της ένας ίσκιος που να τραγουδά παράξενο τραγούδι του νερού και να είναι σίγουρη πως είναι ο Παναγιωτάκης που γίνεται δέλφινας και την ανταμώνει κάθε καλοκαίρι, εκεί , στο δικό τους γιαλό. Δεν γυρνάει ποτέ να τον δει… φοβάται μην τον τρομάξει και χαθεί και δεν ξαναρθεί ποτέ…
Έγνεψε με τα μάτια στη θάλασσα να την περιμένει.
Έκατσε στο χαμηλό πεζούλι κι έσκυψε να βγάλει μια τσουκνίδα από το παρτέρι. Τρία παιδάκια τρεχάτα μπήκαν στην αυλή.
– Πού είσαστε μωρέ, είπα, δεν θα έρθουνε να μου κάνουν παρέα.. με ξέχασαν… είπε και κούνησε το κεφάλι τάχα στενοχωρημένη
– Δε σε ξεχάσαμε γιαγιά Φώτω είπε ένα κοριτσάκι με φουντωτά μαλλιά. Είχαμε διάβασμα..
– Ελάτε να σας δώσω σοκολατάκι είπε και πήγε στην κουζίνα και γύρισε με τη σοκολατιέρα. Πήραν όλοι από ένα. Ο πιο μεγάλος, ο Στάθης το κοίταξε καλά – καλά
– Τί το κοιτάς βρε; Φάτο…
– Θα το φάω κυρά Φώτω… αλλά να, την άλλη φορά που μας έδωσες πάλι δεν ήτανε σοκολατάκι αλλά κύβος σαν αυτούς που βάζει η μαμά στο φαγητό…
– Άντε βρε…πλάκα μου κάνεις…πειραχτήρι σαν τον πατέρα σου.
– Γιαγιά είσαι μάγισσα; Ρώτησε η μικρή με το φουντωτό μαλλί.
– Γιατί ρωτάς Δεσποινάκι; Είπε κι έσκυψε να την κοιτάξει στα μάτια
– Γιατί κάθε βράδυ έρχεται μια κουκουβάγια και φωνάζει πάνω στη σκεπή σου κι όλοι λένε πως τα πουλιά κελαηδάνε αλλιώς στη αυλή σου και ότι έχεις τα πιο παράξενα λουλούδια..
– Άμα λένε έτσι μπορεί και να είμαι… μόνο που χάλασε η σκούπα μου και δεν μπορώ να σας πάω καμιά βόλτα στον ουρανό, είπε και γέλασαν όλοι την ώρα που η Κανέλα τριβότανε στις παντόφλες της.